Γιατί μία «διπλή αποτυχία» είναι καλύτερη από μία «κακή συμφωνία»
Δύο τεράστια ζητήματα, το Brexit και η μετωπική σύγκρουση με Πολωνία και Ουγγαρία – βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην ατζέντα της συνόδου κορυφής της Ε.Ε. με κομβικό ερώτημα τί θα συμβεί εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία.
Στην περίπτωση αυτή, η Ε.Ε.. θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία «διπλή αποτυχία». Αυτό από τη μία σημαίνει κατάρρευση των εμπορικών σχέσεων με τη Βρετανία από 1ης Ιανουαρίου, με επιβολή δασμών, ατελείωτες ουρές φορτηγών στα σύνορα, μεγάλες καθυστερήσεις στην τροφοδοσία αγαθών και πιθανές αντιπαραθέσεις μεταξύ των αλιευτικών στόλων. Από την άλλη, μία σύγκρουση με Πολωνία και Ουγγαρία θα σημάνει ότι η Ε.Ε. δεν θα καταλήξει σε συμφωνία για τον κοινοτικό προϋπολογισμό για πρώτη φορά εδώ και πολλές δεκαετίες.
Φυσικά, κανένας σώφρων ηγέτης της Ε.Ε. δεν θα ήθελε μία τέτοια κατάληξη. Γιατί όμως είναι ήδη προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν αυτόν τον κίνδυνο; Το αφήγημα σε Λονδίνο, Βαρσοβία και Βουδαπέστη είναι ότι οι αλλαζόνες Ευρωπαίοι γραφειοκράτες, με την υποκίνηση των Γάλλων, προσπαθούν να τα βάλουν με τις τρεις αυτές χώρες.
Και πάλι όμως κανένας δεν επιθυμεί μία διπλή αποτυχία. Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι διαπραγματευτές γνωρίζουν ότι δύο κακές συμφωνίες θα είναι κάτι πολύ χειρότερο για το μέλλον της Ε.Ε..
Για τη Βρετανία, μία κακή συμφωνία για το Brexit θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να δοθεί στους Βρετανούς απεριόριστη πρόσβαση στις αγορές, αφήνοντας ταυτόχρονα ανοικτή την πιθανότητα οι επιχειρήσεις με έδρα τη Βρετανία να βρεθούν σε πλεονεκτική θέση έναντι των ευρωπαίων ανταγωνιστών τους λειτουργώντας σε ένα περιβάλλον χαλαρότερου ρυθμιστικού πλαισίου.
Για το λόγο αυτό και οι Ευρωπαίοι είναι τόσο ανυποχώρητοι στη διασφάλιση του ρυθμιστικού πλαισίου, ως προϋπόθεση για μία εμπορική συμφωνία. Το επιχείρημα της Βρετανίας είναι ότι ο Καναδάς πέτυχε αντίστοιχες προδιαγραφές στη συμφωνία της με την Ε.Ε.. Ομως, ο Καναδάς δεν είχε πλήρη ελεύθερη πρόσβαση στην ενιαία αγορά της Ευρώπης, ενώ η Βρετανία συνιστά πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα στην Ε.Ε. σε επίπεδο ανταγωνισμού. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις γνωρίζουν πολύ καλά ότι εάν οπισθοχωρήσουν θα προκαλέσουν μακροπρόθεσμη οικονομική και πολιτική ζημιά στο εσωτερικό τους. Αναφορικά με τη Γαλλία που θεωρείται ότι έχει σκληροπυρηνική στάση, πίσω από αυτό βρίσκεται η αγωνία του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν να μην δυσαρεστήσει τις κοινότητες των αλιέων εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2020 και βεβαίως να μην δημιουργήσει εντάσεις και τριβές στο εσωτερικό της χώρας του που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν ευρωσκεπτικιστικές τάσεις σε μία περίοδο που η πανδημία του κορωνοϊού έχει διχάσει τους πολίτες.
Από την άλλη πλευρά, μία κακή συμφωνία με Ουγγαρία και Πολωνία θα είχε ακόμη μεγαλύτερες συνέπειες καθώς διακυβεύεται η αξιοπιστία και το κύρος της Ε.Ε., δεδομένου ότι οι δύο αυτές χώρες θα συνεχίσουν να λαμβάνουν κάποια χρηματοδότηση από τον κοινοτικό προϋπολογισμό τη στιγμή που βρίσκονται εδώ και χρόνια στο στόχαστρο της Κομισιόν για παραβίαση του κράτους δικαίου ειδικά στον τομέα της Δικαιοσύνης.
Μία διπλή αποτυχία λοιπόν, ειδικά στο μέσον της πανδημίας του κορωνοϊού, θα αποτελούσε για την Ε.Ε. το χειρότερο σενάριο για να αρχίσει το 2021. Τη στιγμή δε, που οι συνέπειές της θα γίνονταν αισθητές για πολλές δεκαετίες.
moneyreview.gr με πληροφορίες από FT
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News