Ταμείο Ανάκαμψης: Ίσως η τελευταία ευκαιρία για την Ελλάδα
Η χώρα καλείται να υλοποιήσει ένα project δισεκατομμυρίων με υποδομές που μόνο στην πράξη θα αποδείξουν αν είναι οι κατάλληλες. Στο συμπέρασμα αυτό συγκλίνουν εμπειρογνώμονες, οι οποίοι αναλύουν στη Money Review τις παραμέτρους που θα κρίνουν την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Πρόσφατα, η Επιτροπή Πισσαρίδη δημοσίευσε μια μακροσκελή έκθεση, στην οποία περιγράφονται επακριβώς οι βασικοί άξονες αξιοποίησης των 32 δισεκατομμυρίων ευρώ που αφορούν την Ελλάδα. Συνολικά 19,4 δισεκατομμύρια ευρώ από επιχορηγήσεις και 12,6 δισεκατομμύρια ευρώ από δάνεια.
Φυσικά, η ίδια η διάρθρωση του Ταμείου θέτει ορισμένες περιοριστικές προδιαγραφές. Το 37% των χρημάτων θα πρέπει να αφορά το Κλίμα και το 20% την Ψηφιακή Μετάβαση. Πρόκειται δηλαδή, για ένα ποσό άνω του 50%, το οποίο υποχρεωτικά θα διοχετευτεί σε δράσεις, όπως οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, η ενεργειακή αναβάθμιση, τα δίκτυα 5G, οι ψηφιακές δεξιότητες κ.α.
Αλλαγή παραγωγικού μοντέλου – Επένδυση στις ψηφιακές υποδομές – Μείωση της φορολόγησης στην εργασία
Όμως, τα ερωτήματα συνεχώς ανακύπτουν στο μυαλό των περισσοτέρων: Πώς πρέπει να αξιοποιηθούν αυτα τα κονδύλια; Ποιοι τομείς της οικονομίας θα λάβουν τη μερίδα του λέοντος; Πρέπει το παραγωγικό μοντέλο να απομακρυνθεί από τον τουρισμό και τον κλάδο των υπηρεσιών; Πόσο πιθανός είναι ο κίνδυνος σπατάλης ή μειωμένης απορροφητικότητας;
Ο Νίκος Βέττας, διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) κι ένας εκ των εκπονητών της Έκθεσης Πισσαρίδη, ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος, διευθυντής επικοινωνίας του «διαΝΕΟσις», και ο Νίκος Χριστοδουλάκης, πρώην υπουργός Οικονομικών, επιχειρούν να απαντήσουν σ’ όσες περισσότερες απορίες μπορούν.
Τι είναι το Ταμείο Ανάκαμψης
Το Ταμείο Ανάκαμψης εντάσσεται στο πρόγραμμα «Next Generation EU», το οποίο προβλέπει τη διοχέτευση 750 δισ. ευρώ στις οικονομίες των κρατών-μελών, με στόχο την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας. Πρόκειται για χρήματα, τα οποία θα αντληθούν από τις αγορές εξ ονόματος της Ε.Ε. και θα εξοφληθούν έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2058.
Tα 750 δισ. ευρώ θα διοχετευτούν μέσω επτά προγραμμάτων υπό τη μορφή δανείων (360 δισ. ευρώ) και επιχορηγήσεων (390 δισ. ευρώ): Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (672,5 δισ. ευρώ), React-EU (47,5 δισ. ευρώ), «Ορίζων Ευρώπη» (5 δισ. ευρώ), InvestEU(5,6 δισ. ευρώ), Αγροτική Ανάπτυξη (7,5 δισ. ευρώ), Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης (10 δισ. ευρώ), rescEU(1,9 δισ. ευρώ).
Όπως προκύπτει, το 90% των κονδυλίων αφορά τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ο οποίος διαρθρώνεται σε δάνεια 360 δισ. ευρώ και επιχορηγήσεις 312,5 δισ. ευρώ).
Κεφαλαιοποιητικό συνταξιοδοτικό σύστημα – Χωροταξικό στη βιομηχανία – Ανάπτυξη της μεταποίησης
Όσον αφορά τις επιχορηγήσεις, το 70% θα είναι εμπροσθοβαρές, δηλαδή σχεδόν άμεσα εκταμιεύσιμο. Σε κάθε περίπτωση, η καταβολή των χρημάτων προς τα κράτη-μέλη αναμένεται να ξεκινήσει το 2021 και να ολοκληρωθεί το 2026, με τις νομικές δεσμεύσεις να έχουν αναληφθεί έως το αργότερο τον Δεκέμβριο του 2023.
Εθνικά Σχέδια
Τα κράτη-μέλη καλούνται να καταρτίσουν τα λεγόμενα «εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας» (σ.σ. η Ελλάδα το έχει ήδη πράξει), στα οποία θα εκτίθεται η μεταρρυθμιστική και επενδυτική ατζέντα για τα έτη 2021-23. Τα σχέδια μπορούν να αναπροσαρμοστούν και να αναθεωρηθούν, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες, το 2022. Θα αξιολογηθούν από την Κομισιόν εντός δύο μηνών από την τελική υποβολή (α’ τετράμηνο του 2021), ενώ οι εκταμιεύσεις των χρημάτων θα πραγματοποιούνται ανά έξι μήνες και θα εξαρτώνται από την εκπλήρωση των προκαθορισμένων στόχων.
Τι θα πάρει η Ελλάδα
Η Ελλάδα θα λάβει 32 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, εκ των οποίων 13 δισ. ευρώ σε δάνεια και 19 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις. Το «εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας» καταρτίστηκε, στη βάση των προτάσεων της «Επιτροπής Πισσαρίδη». Η έγκρισή του από την Κομισιόν αναμένεται έως τον Απρίλιο του 2021. Εφόσον δεν υπάρξουν καθυστερήσεις (σ.σ. αυτή τη στιγμή το Ταμείο Ανάκαμψης είναι μπλοκαρισμένο, μετά από βέτο της Ουγγαρίας και της Πολωνίας), εντός του 2021 αναμένεται να εκταμιευτεί το 10% του συνολικού ποσού, δηλαδή 3,2 δισ. ευρώ.
Οι βασικές προϋποθέσεις
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Κομισιόν, το 37% των δαπανών σχεδίου θα πρέπει να σχετίζεται με το Κλίμα (ΑΠΕ, ενεργειακή αποδοτικότητα, έξυπνες μεταφορές) και το 20% με την ψηφιακή μετάβαση (δίκτυα πέμπτης γενιάς, συνδεσιμότητα Gigabit, ψηφιακές δεξιότητες μέσω της εκπαίδευσης, χρήση ψηφιακών εργαλείων από δημόσιες υπηρεσίες).
Αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού – Προσέλκυση ξένων εργαζομένων με δεξιότητες – Αλληλεπίδραση σε τρόφιμα και τουρισμό
Συγκεκριμένα, τα εθνικά σχέδια θα πρέπει να εδράζονται στους εξής επτά τομείς:
1) Ενεργοποίηση βιώσιμων καθαρών τεχνολογιών και χρήση ΑΠΕ,
2) βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων,
3) προώθηση ανθεκτικών και καθαρών τεχνολογιών για τη χρήση έξυπνων μεταφορών, σταθμών φόρτισης και ανεφοδιασμού και επέκταση δημόσιων μεταφορών,
4) ανάπτυξη ευρυζωνικών υπηρεσιών, δικτύων οπτικών ινών και 5G,
5) ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και δημόσιων υπηρεσιών,
6) αύξηση ευρωπαϊκών βιομηχανικών ικανοτήτων υπολογιστικού νέφους δεδομένων (cloudcomputing) και ανάπτυξη ισχυρών και βιώσιμων επεξεργαστών,
7) αναβάθμιση δεξιοτήτων, προσαρμογή των εκπαιδευτικών συστημάτων για τη στήριξη των ψηφιακών δεξιοτήτων και της εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης για όλες τις ηλικίες.
Οι καθυστερήσεις
Παρά την αισιοδοξία για άμεση εκταμίευση εντός του 2021, ήδη παρατηρούνται οι πρώτες καθυστερήσεις στη θεσμοθέτηση του Ταμείου, σε επίπεδο Ε.Ε. Κι αυτό, διότι η πορεία του Ταμείου εξαρτάται από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (2021 – 2027). Άλλωστε, η έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θεωρείται απαραίτητη για το τελικό «οκ» στο φιλόδοξο σχέδιο της Κομισιόν. Θα ακολουθήσει και η έγκριση από τα εθνικά κοινοβούλια.
Χωρίς αυτές τις διαδικασίες, η Κομισιόν δεν θα μπορεί να δανειστεί από τις αγορές, ώστε να ξεκινήσει τις εκταμιεύσεις. Η βασική διαφωνία αφορά την αξίωση για διασύνδεση της εκταμίευσης των κονδυλίων με τη συμμόρφωση των κρατών-μελών, όσον αφορά το κράτος δικαίου. Πολωνία και Ουγγαρία, οι οποίες συχνά-πυκνά κατηγορούνται για αντίστοιχου είδους παραβιάσεις, έχουν επιβάλλει βέτο, απειλώντας με ολικό μπλοκάρισμα της διαδικασίας.