Κορωνοϊός: Οι βαθιές κοινωνικές πληγές ενός πανδημικού συνδρόμου
της Αγγελικής Κοτσοβού
Κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι μέσα σε λίγους μήνες η έλευση του κορωνοϊού θα συνοδευόταν από τόσο έντονες και ανατρεπτικές αλλαγές στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων. Το lockdown και τα περιοριστικά μέτρα συνοδεύονται από αισθήματα ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Το σημαντικότερο, η ανθρωπότητα θα πρέπει να πάψει να πιστεύει ότι είναι εφικτή η επιστροφή στην κανονικότητα προ κορωνοϊού. Ισχυρό το αποτύπωμα της πανδημίας και στα παιδιά, που βιώνουν μια πρωτόγνωρη εκτός σχολείου καθημερινότητα, με τις ανάλογες επιπτώσεις σε γνωστικό και συναισθηματικό επίπεδο. Σε αυτό το «κάδρο» δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε και την αγωνία, φόβο και μοναξιά των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας.
Το βασικό πλήγμα το οποίο επιφέρει η πανδημία του κορωνοϊού στη ζωή των ανθρώπων αφορά μια σειρά από απώλειες: Απώλεια του αισθήματος ασφάλειας, το οποίο, τουλάχιστον για τους σύγχρονους δυτικούς, ήταν λίγο-πολύ δεδομένο, εξηγεί στο «MoneyReview.gr» η Σχολική Ψυχολόγος/Οικογενειακή θεραπεύτρια Αναστασία Μάντεση. «Ο κορωνοϊός απειλεί την προηγουμένως σχεδόν εξασφαλισμένη ασφάλεια ως προς την υγεία και τη ζωή που απολαμβάναμε έως τώρα. Επιπλέον, τα αναγκαία περιοριστικά μέτρα για τον έλεγχο της πανδημίας πλήττουν την ελευθερία στην οποία είχαμε συνηθίσει, και, σε αρκετές περιπτώσεις, για την οποία είχαμε αγωνιστεί. Από αυτή την άποψη, η Δύση πλήττεται ψυχολογικά πολύ περισσότερο από χώρες του λεγόμενου αναπτυσσόμενου κόσμου, όπου η υγεία, η ζωή, η ασφάλεια, ακόμη και η ελευθερία, δεν ήταν τόσο δεδομένα. Δεν μπορούμε βέβαια να παραβλέψουμε και την απώλεια της οικονομικής ασφάλειας και της αβεβαιότητας για το μέλλον», υπογραμμίζει η κ. Μάντεση.
Σύμφωνα με την ίδια, η απώλεια της εγγύτητας με τους άλλους -σημαντικούς ή όχι αποτελεί ακόμη ένα τραύμα που δημιουργεί η πανδημία. Η επιβεβλημένη αποχή ακόμη και από την απλή φυσική επαφή, τη χειραψία, το φιλί στο μάγουλο, το απλό άγγιγμα στον ώμο, αφήνει ακάλυπτη μια ανθρώπινη ανάγκη η οποία έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος απ’ όσο αναγνωρίζουμε με την πρώτη ματιά.
Ο κίνδυνος ενός πανδημικού συνδρόμου
‘Οσον αφορά το τραύμα το οποίο μπορούμε να αναμένουμε, σίγουρα θα υπάρξουν ψυχοκοινωνικές συνέπειες, όπως και μετά από κάθε μείζον ιστορικό γεγονός (πόλεμο, λιμό, επιδημία), αναφέρει η κ. Μάντεση στο «ΜoneyReview.gr». «Σίγουρα θα παρατηρήσουμε στις επόμενες δεκαετίες κάποιο είδος «πανδημικού συνδρόμου», κάτι ανάλογο του κατοχικού συνδρόμου που συνόδευσε την ελληνική κοινωνία για πολλές δεκαετίες μετά το πέρας του Β’ ΠΠ. Πρόκειται για μια αναπόφευκτη αντίδραση, ένα είδος συλλογικού μετατραυματικού στρες, τη βαρύτητα του οποίου είναι δύσκολο να φανταστούμε στην παρούσα χρονική στιγμή, όπου φανταζόμαστε ότι η «επιστροφή στην κανονικότητα» είναι δυνατόν να είναι επιστροφή στην εποχή προ της πανδημίας, κάτι το οποίο όμως δεν είναι ρεαλιστικό».
Οι ψυχοκοινωνικές συνέπειες του εγκλεισμού
Οι ψυχοκοινωνικές συνέπειες του εγκλεισμού έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται. Έχουμε ήδη παρατηρήσιμη αύξηση στις διαταραχές της διάθεσης και του συναισθήματος σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, και αύξηση των μορφών κακοποίησης μέσω των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας, μέσω του Διαδικτύου δηλαδή και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τονίζει η κ. Μάντεση, προσθέτοντας ότι τα παιδιά και οι έφηβοι είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς σε αυτή τη μορφή θυματοποίησης, η αντιμετώπιση της οποίας απαιτεί περισσότερες δράσεις ευαισθητοποίησης και ψυχοεκπαίδευσης στο σύνολο της κοινωνίας.
Ο εγκλεισμός, η απομόνωση, ο αποκλεισμός από τις παρέες των συνομηλίκων, και γενικότερα από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, στερεί από τα παιδιά τη δυνατότητα να επικοινωνούν τις ανησυχίες και τα συναισθήματά τους, να τα εντάσσουν στο παιχνίδι, να τα διαχειρίζονται και να τα τακτοποιούν μέσα από αυτό, επισημαίνει στο «ΜoneyReview.gr» « ο παιδοψυχίατρος, Κωνσταντίνος Μπόλιας. Επιπλέον, η ενεργητικότητα που έχει ένα παιδί δύσκολα μπορεί να διοχετευτεί θετικά μέσα στο σύγχρονο σπίτι. Ταυτόχρονα η έκθεσή στους αδόμητους φόβους των γονέων και του ευρύτερου περιβάλλοντος, όπως και στην ανεξέλεγκτη και μη μεταβολισμένη πληροφορία, είναι δυνατόν να προκαλούν επιπλέον αναστάτωση, ανασφάλεια και άγχος στα παιδιά. Ουσιαστικά, εκτίθενται σε πληροφορίες και συζητήσεις γύρω από μία επικείμενη καταστροφή με χαρακτήρα απειλητικό για τη ζωή, σημειώνει ο κ. Μπόλιας. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι γονείς πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί, διαθέσιμοι και συναισθηματικά σύντονοι, να συζητούν με τα παιδιά τους, αποπνέοντας σταθερότητα και ασφάλεια και δημιουργώντας ένα προβλέψιμο και σταθερό περιβάλλον. Κατά την περίοδο αυτή της πανδημίας είναι γνωστό ότι αυξήθηκαν οι αγχώδεις, καταθλιπτικές και ιδίως ψυχαναγκαστικές διαταραχές. Επιπλέον, σε οικογένειες που αντιμετώπιζαν ήδη ζητήματα ψυχικής υγείας, είναι δυνατόν να εμφανισθεί επιδείνωση των δυσκολιών που προϋπήρχαν.
Η οικογένεια μπροστά σε μια δύσκολη και νέα καθημερινότητα
Η παρούσα κατάσταση έχει αλλάξει πάρα πολύ την καθημερινότητα της οικογένειας. Και οι δύο γονείς, ή εναλλάξ, είναι στο σπίτι με άδεια ειδικού σκοπού ή αναστολή εργασίας, τονίζει ο κ. Μπόλιας. Ο παππούς και η γιαγιά, που μπορεί να πρόσεχαν τα παιδιά, δεν είναι πια στο σπίτι και επιπλέον, δύο απρόσκλητοι επισκέπτες έχουν εδραιώσει τη θέση τους και επηρεάζουν σημαντικά την οικογενειακή ζωή: το τηλεσχολείο και η τηλεργασία. Η παρουσία των γονέων στο σπίτι αποτελεί ένα, καταρχήν, θετικό γεγονός: Η οικογένεια επανενώνεται και θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι οι δυσλειτουργίες στις σχέσεις των μελών είναι δυντόν να αμβλυνθούν, σε σύγκριση με την προηγούμενη συνθήκη. Ταυτόχρονα όμως, μεταβάλλεται η υπάρχουσα μέχρι σήμερα ισορροπία στην οικογένεια και τα μέλη της θα πρέπει να αναπτύξουν προσαρμοστικούς μηχανισμούς ώστε να βρουν μια καινούρια ισορροπία. Σε αυτές τις συνθήκες καταργείται ή περιορίζεται η ιδιωτικότητα, καταργούνται ή τροποποιούνται οι ρόλοι όπως ίσχυαν μέχρι τώρα ενώ η επαγγελματική δραστηριότητα διαχέεται εντός της οικογένειας και επηρεάζει τη λειτουργία της.
Τα μικρότερα παιδιά δυσκολεύονται ιδιαίτερα να κατανοήσουν τις νέες συνθήκες, ότι δηλαδή ο γονέας είναι μεν στο σπίτι αλλά δεν είναι διαθέσιμος να επικοινωνήσει μαζί τους. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι οι γονείς υφίστανται μεγάλη πίεση: πρέπει να τα βγάλουν πέρα με τις απαιτήσεις που προκύπτουν από το γονεϊκό τους ρόλο (φροντίδα, απασχόληση , παιχνίδι, κ.λπ.), από το «διδακτικό» τους ρόλο (υποστήριξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε ψηφιακό περιβάλλον, παρακολούθηση της προετοιμασίας του παιδιού για το σχολείο), ενώ πρέπει επίσης να εξακολουθήσουν να είναι αποδοτικοί και αποτελεσματικοί στις εργασιακές τους υποχρεώσεις. Σαν αποτέλεσμα, είναι πιθανό το παιδί να νιώσει ματαίωση, θυμό και να εκδηλώσει αρνητικές συμπεριφορές.
Ένας κόσμος χωρίς σχολείο και συμμαθητές, ο κόσμος της τηλεκπαίδευσης
Οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις σε παιδιά και εφήβους την περίοδο του lockdown είναι κατά κοινή ομολογία δυσβάσταχτες. Η καθημερινότητα των παιδιών και των εφήβων, οι συνήθειες ετών, το φυσικό τους περιβάλλον, οι συμμαθητές, οι καθηγητές τους όλα είναι πλέον διαφορετικά, εξηγεί στο «MoneyReview.gr» η εκπαιδευτικός και διδάκτωρ του ΕΚΠΑ, Θωμαή Θεοδωρακοπούλου.
Όλη η επικοινωνία, όλες οι επαφές γίνονται μέσα από ένα ψυχρό και απρόσωπο κουτί, στο οποίο σε μεγάλο ποσοστό δεν βλέπουν πρόσωπα, απλά ακούν κάποιες ομιλίες που πολλές φορές και αυτό είναι δύσκολο λόγω τεχνικών προβλημάτων. Η διαδικασία αυτή έχει σαν φυσική συνέπεια την έλλειψη ενδιαφέροντος και κινήτρων από πλευρές των μαθητών και τα σταδιακή κούραση και απομάκρυνση από αυτή. Ως εκ τούτου, καθίσταται προφανές ότι σε επίπεδο γνώσεων και γνωστικής εξέλιξης θα υπάρξει σοβαρότατη επίπτωση σε πολλά παιδιά, που λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος και κινήτρων σταδιακά τείνουν να απομακρύνονται από τη διαδικασία αυτή. Αναφερόμενη στις κοινωνιολογικές προεκτάσεις που συνεπάγεται η απουσία της διά ζώσης διδασκαλίας και των κλειστών σχολείων, η κ. Θεοδωρακοπούλου τονίζει ότι «θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γενιά αυτή γνωστικά θα υπολείπεται άλλων γενεών με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την περαιτέρω επαγγελματική τους πορεία και πρόοδο».
Σε επίπεδο ψυχολογικών επιπτώσεων η ίδια εξηγεί ότι η ζημιά είναι ακόμη πιο μεγάλη και τα σημάδια πιο δύσκολα ιάσιμα. Το άγχος, ο εκνευρισμός, οι καταθλιπτικές τάσεις, οι συνεχείς συγκρούσεις μέσα στο σπίτι, η έλλειψη ενδιαφερόντων, η έλλειψη κοινωνικών επαφών, η βίαιη απομάκρυνση από προσφιλή πρόσωπα και η αβεβαιότητα για την διάρκεια όλης αυτή της θλιβερής κατάστασης είναι καθημερινές καταστάσεις που βιώνουν οι μαθητές. Ένα καταθλιπτικό συναίσθημα, μια μελαγχολική διάθεση κατακλύζει τις ζωές των παιδιών. Παρατηρείται μείωση ενδιαφέροντος για ευχάριστες δραστηριότητες, μείωση εξωτερικών δραστηριοτήτων, εκτεταμένη χρήση κινητού τηλεφώνου και γενικά στάση παραίτησης και έλλειμμα προοπτικής/αισιοδοξίας.
Πανδημία, lockdown και τρίτη ηλικία
Αντίθετα με όσα ίσως φανταζόμαστε, οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας δεν πλήττονται περισσότερο από τις νεότερες ηλικίες, τουλάχιστον όσον αφορά τις ψυχοσυναισθηματικές συνέπειες της κατάστασης. Αυτό συμβαίνει διότι είχαν πολύ λιγότερα να χάσουν εξαρχής, αναφέρει η κ. Μάντεση.
Για να γίνει κατανοητή, η κ. Μάντεση αναφέρει το εξής παράδειγμα: «Ρώτησα μία ογδονταπεντάχρονη πώς ανταπεξέρχεται σε όλα αυτά που συμβαίνουν και μου απάντησε -μάλλον συγκαταβατικά- «παιδί μου, εγώ έχω ζήσει Κατοχή»».
Από την άλλη πλευρά, το βασικό πλήγμα το οποίο αφορά τους ηλικιωμένους, ειδικά όσους φιλοξενούνται σε οίκους ευγηρίας, είναι η απώλεια της εγγύτητας και της φυσικής επαφής, κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξισορροπηθεί με την τήρηση των κανόνων ασφάλειας, πλην όμως εξαιρετικά σημαντικό αν μιλάμε για την ποιότητα ζωής αυτών των ανθρώπων. Κρίσιμο ρόλο έχει εδώ η ύπαρξη εξειδικευμένου προσωπικού, η εκπαίδευση των φροντιστών έστω και τώρα, μέσω ταχύρρυθμων σεμιναρίων (διαδικτυακών προφανώς) και η εντατικοποίηση της φροντίδας για την ψυχικής υγεία τόσο των ηλικιωμένων, αλλά και του προσωπικού φροντίδας.
Σε οικογενειακό επίπεδο, οι παππούδες είναι πολύ σημαντικά πρόσωπα στην κοινωνία μας, πολλές φορές με κεντρικό ρόλο στη ζωή της οικογένειας και των παιδιών, σημειώνει ο κ. Μπόλιας. Τα μέτρα προστασίας και κοινωνικής απόστασης στερούν τα παιδιά από μια σχέση σημαντικής συναισθηματικής αμοιβαιότητας που δομείται μέσα από το παιχνίδι και τα παραμύθια. Η απότομη απομάκρυνσή τους είναι δύσκολα διαχειρίσιμη για τα παιδιά, αλλά και για τους ίδιους. Σε πολλές περιπτώσεις αυτή η «απομάκρυνση» βιώνεται σαν εγκατάλειψη, ιδιαίτερα από τα μικρά παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας που δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News