Παρασκηνιακές επαφές για τα Γλυπτά
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναγνώρισε την περασμένη εβδομάδα ότι «έχει μυρίσει εκλογές», με την προσοχή του να είναι εκ των πραγμάτων σε μεγάλο βαθμό στραμμένη στη διαμόρφωση του πολιτικού σχεδιασμού της Ν.Δ. και τη διεκδίκηση της αυτοδυναμίας: παρότι τα σενάρια για εκλογές – εξπρές τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο διαψεύδονται με κατηγορηματικό τρόπο, είναι προφανές πως η χώρα έχει μπει πλέον σε προεκλογική τροχιά, καθώς οδεύει στην ολοκλήρωση της τετραετίας.
Όμως, το γεγονός ότι και ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης κινείται πλέον σε προεκλογικούς ρυθμούς δεν σημαίνει πως έχει θέσει σε δεύτερη μοίρα κυβερνητικές επιλογές και προτεραιότητες. Αντιθέτως, κινείται με στόχο την υλοποίησή τους την τρέχουσα ή και την επόμενη τετραετία. Μία εξ αυτών, παρότι δεν είναι ορατή στο προσκήνιο, είναι και η «μάχη» για την επιστροφή στην Ελλάδα των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Ο πρωθυπουργός εξαρχής έκανε μια στρατηγική επιλογή. Απέρριψε, ως αντιπαραγωγική, τη λογική της δημόσιας και ισχυρής πίεσης με ρητορική για «επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων», που θα εξέθετε το Λονδίνο και το Βρετανικό Μουσείο. Αντιθέτως, δημιούργησε ένα πλέγμα επαφών με στόχο την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, διαδραματίζοντας και ο ίδιος ενεργό ρόλο στη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Το θέμα εξάλλου ετέθη και στην επίσκεψη που πραγματοποίησε στις αρχές της περασμένης εβδομάδας στη Βρετανία, όπου είχε συνάντηση, μεταξύ άλλων, με τον βασιλιά Κάρολο Γ΄ – το περιεχόμενο της οποίας δεν δημοσιοποιείται λόγω του αυστηρού πρωτοκόλλου του Μπάκιγχαμ.
Ενδεικτικό των διεργασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη είναι το γεγονός ότι σε δηλώσεις του μετά την ολοκλήρωση των επαφών του στη βρετανική πρωτεύουσα ο κ. Μητσοτάκης εμφανίστηκε αισιόδοξος, καθώς τόνισε πως «το ζήτημα του επαναπατρισμού των Γλυπτών είναι στην καρδιά μου και νομίζω ότι όλοι οι Έλληνες θα ήθελαν η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας να το κάνει. Ναι, βλέπουμε πρόοδο. Δεν θέλω να μιλήσω δημόσια για τις συζητήσεις που είχαμε, αλλά νομίζω ότι υπάρχει καλύτερη κατανόηση. Μια λύση win-win μπορεί να βρεθεί ώστε να καταλήξουμε στην επιστροφή».
Σύμφωνα με πληροφορίες, το πολύπλοκο εγχείρημα επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα «τρέχουν» η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη και, από πλευράς του Μεγάρου Μαξίμου, ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, που μάλιστα συνόδευσε τον πρωθυπουργό κατά την επίσκεψη στη βρετανική πρωτεύουσα. H Aθήνα ευλόγως διεκδικεί τη μόνιμη επιστροφή του συνόλου των Γλυπτών που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Όμως, σε μια συζήτηση στο τραπέζι μπαίνουν και ζητήματα που μπορεί να εγείρει η άλλη πλευρά. Ως σχετικές –κρίσιμες, αλλά σε κάθε περίπτωση πιθανές– μεταβλητές μπορούν να επισημανθούν:
Πρώτον, το νομικό καθεστώς υπό το οποίο θα επιστραφούν τα Γλυπτά. Έχει καταστεί σαφές πως για το Βρετανικό Μουσείο είναι εξαιρετικά δύσκολο να παραδεχθεί πως τα Γλυπτά δεν του ανήκουν. Στον αντίποδα, η Αθήνα επίσης δεν είναι δυνατόν να εμφανιστεί ότι απεμπολεί την κυριότητά τους και ότι αποδέχεται την επιστροφή τους ως «δάνεια». Υπό το ανωτέρω πρίσμα θα πρέπει να αναζητηθεί μια νομική «φόρμουλα» που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή και από τις δύο πλευρές.
Δεύτερον, ποια Γλυπτά θα επιστραφούν. Θεωρείται σχεδόν απίθανο να επιστραφεί στο Μουσείο της Ακρόπολης το σύνολο των Γλυπτών. Όμως, έχει σημασία να καταδειχθεί πως θα πρόκειται για μια κίνηση «ουσίας» από το Βρετανικό Μουσείο. Οτι δηλαδή θα παραχωρηθούν στην Αθήνα σημαντικά εκθέματα, ενώ ως «αντάλλαγμα» θα μπορούσε να συμφωνηθεί να εκτεθούν στο τελευταίο μια σειρά από άλλα ελληνικά εκθέματα, στο πλαίσιο περιοδικών εκθέσεων.
Τρίτον, ο χρόνος παραμονής στην Αθήνα των Γλυπτών που θα συμφωνηθεί να δοθούν. Και τούτο καθώς, όπως λέγεται, θα ήταν δυνατόν να προκύψει μια φόρμουλα ανάλογη εκείνης με βάση την οποία επέστρεψε στην Ελλάδα το «θραύσμα Fagan» από το Μουσείο Αντονίνο Σαλίνας του Παλέρμο, ώστε να εκτεθεί στο Μουσείο της Ακρόπολης για διάστημα οκτώ ετών.
Θα πρέπει να επισημανθεί πως μέσω δημοσίων παρεμβάσεων, αλλά και λόμπινγκ, το κλίμα έναντι του αιτήματος για την επιστροφή των Γλυπτών έχει μεταβληθεί ουσιαστικά στο Λονδίνο, γεγονός που αποτυπώνεται σε τοποθετήσεις βουλευτών, σειρά άρθρων σε μεγάλες εφημερίδες –επισημαίνεται ειδικά από ελληνικής πλευράς το γεγονός της ιστορικής μεταστροφής των Times, που έπειτα από πολλά χρόνια άλλαξαν θέση στο συγκεκριμένο ζήτημα– αλλά και σε έρευνες της κοινής γνώμης. Συγκεκριμένα σε δημοσκόπηση των Sunday Times, τον περασμένο Αύγουστο, στην οποία έλαβαν μέρος 11.315 αναγνώστες της εφημερίδας με το ερώτημα εάν «θα πρέπει τα Ελγίνεια Μάρμαρα να επιστρέψουν στην Ελλάδα», μόλις το 22% είχε αντίθετη άποψη.
Πάντως, στο να κερδίσει έδαφος εντός της Βρετανίας η ιδέα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, σημαντικό ρόλο έχουν διαδραματίσει και σημαντικοί Έλληνες του Λονδίνου, που έχουν κινηθεί ενισχυτικά στις προσπάθειες της Αθήνας είτε δημοσίως είτε στο παρασκήνιο. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο επιχειρηματίας Γιάννης Λέφας, που μάλιστα χρηματοδότησε την έκδοση βιβλίου για το θέμα με τον τίτλο «Σε ποιον ανήκει η Ιστορία;», αντίτυπα του οποίου στάλθηκαν σε πανεπιστήμια, μέλη της Αγγλικανικής Εκκλησίας, Βρετανούς βουλευτές και ευρωβουλευτές.
Σε κάθε περίπτωση, προσδοκία της Αθήνας είναι το όλο εγχείρημα να αποδώσει καρπούς, έστω μετά τις επερχόμενες εκλογές. Εξάλλου είναι κατανοητό πως έπειτα από αλλεπάλληλες πολιτικές κρίσεις, στο Λονδίνο έχει σχηματιστεί μια ακόμη νέα κυβέρνηση που καλείται να αντιμετωπίσει μείζονα προβλήματα και συνεχίζει να αναζητεί τον «βηματισμό» της. Ως εκ τούτου είναι δύσκολο στην υπόθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα να υπάρξουν άμεσα αποτελέσματα.
Οι εκλογές
Οπως προαναφέρθηκε, συνομιλητές του πρωθυπουργού απορρίπτουν τα σενάρια περί προσφυγής στις κάλπες τον Ιανουάριο. Ετσι οι «κυκλωμένες» ημερομηνίες περιορίζονται στην τελευταία του Μαρτίου ή την πρώτη του Απριλίου και, εναλλακτικά, στα τέλη Μαΐου. Με βάση τον τελευταίο κύκλο δημοσκοπήσεων, στο Μέγαρο Μαξίμου επικρατεί αισιοδοξία ότι ο στόχος της αυτοδυναμίας θα επιτευχθεί στις δεύτερες εκλογές. Όμως, αναγνωρίζεται πως θα είναι κρίσιμο στη συγκεκριμένη κατεύθυνση να μην επικρατήσει στις πρώτες κάλπες της απλής αναλογικής η λεγόμενη «χαλαρή ψήφος».
Οι ίδιες πηγές χαρακτηρίζουν ως σημαντικό πλεονέκτημα για τη Ν.Δ. ότι για πρώτη φορά από το 1993, όταν είχαν αναμετρηθεί ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Ανδρέας Παπανδρέου, την ψήφο των πολιτών θα διεκδικήσουν ο νυν και ένας πρώην πρωθυπουργός. Όπως λέγεται, οι πολίτες θα είναι σε θέση να συγκρίνουν τα έργα των τετραετιών του Κυρ. Μητσοτάκη και του Αλ. Τσίπρα και όχι τα πεπραγμένα του πρωθυπουργού έναντι των υποσχέσεων ενός διεκδικητή της εξουσίας, ο οποίος δεν έχει δοκιμαστεί στην πράξη.
Πηγή: kathimerini.gr
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News