Crash test Τραμπ-Μπάιντεν: Ποιον φοβάται το Πεκίνο;
Η τετραετία του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο έφερε τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας στα χαμηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί εδώ και δεκαετίες, στα πρόθυρα ενός νέου Ψυχρού Πολέμου. Όμως καθώς οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τον υποψήφιο των Δημοκρατικών, Τζο Μπάιντεν, να διατηρεί ένα σταθερό και σαφές προβάδισμα εν όψει των προεδρικών εκλογών της 3ης Νοεμβρίου, το Πεκίνο παρακολουθεί με ανησυχία.
Ο πρώην αντιπρόεδρος υπήρξε για χρόνια μέρος του πολιτικού κατεστημένου της Ουάσιγκτον που επιζητούσε μία προσέγγιση με το Πεκίνο. Όμως, ο συγκρουσιακός τόνος του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στην Κίνα τα τελευταία χρόνια κατάφερε να αλλάξει το κλίμα τόσο στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων, όσο και σε εκείνο των Δημοκρατικών. Πλέον, ο Μπάιντεν αποκαλεί τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ «απατεώνα» («thug»).
Και παρότι οι πολιτικοί αναλυτές πιστεύουν ότι μία προεδρία Μπάιντεν θα υιοθετούσε τουλάχιστον κάποιους από τους στόχους της πολιτικής Τραμπ απέναντι στην Κίνα, εντούτοις θεωρούν βέβαιο ότι θα απέρριπτε τα μέσα που χρησιμοποίησε ο σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου για να τους επιτύχει.
Πραγματικά, μέχρι στιγμής, ο Τζο Μπάιντεν έχει δείξει να προτιμά μια λιγότερο μονομερή προσέγγιση στο θέμα, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στο χτίσιμο συμμαχιών απέναντι στην Κίνα. Η πολιτική Μπάιντεν φαίνεται να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και λιγότερο στους εμπορικούς δασμούς και τις πωλήσεις όπλων.
«Άνθρωποι στο Πεκίνο ίσως να ανησυχούν περισσότερο για τον Τζο Μπάιντεν γιατί αναγνωρίζουν ότι θα δουλέψει μαζί με συμμάχους», λέει στο Axios ο Τζέφρι Σκοτ, σύμβουλος του υποψηφίου των Δημοκρατικών.
«Η Κίνα, φυσικά, ανησυχεί πολύ για τις εκλογές. Εάν κερδίσει ο Μπάιντεν, ίσως να υιοθετήσει μία προσέγγιση της πολυμέρειας, πιο συνεκτική με τους συμμάχους των ΗΠΑ. Εάν κερδίσει ο Τραμπ, σίγουρα θα συνεχίσει τις σκληρές πολιτικές απέναντι στην Κίνα», είπε στο περιοδικό Time ο Γουάνγκ Γιγουέι, διευθυντής του Institute of International Affairs στο Renmin University του Πεκίνου.
Όμως όποιος και εάν είναι ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου, μία πλήρης επαναπροσέγγιση με την Κίνα θεωρείται από απίθανη έως αδύνατη. Γιατί ενώ η εχθρική στάση του Τραμπ απέναντι στο Πεκίνο στηριζόταν κυρίως στα θέματα του εμπορίου και του κορωνοϊού, ο Μπάιντεν βλέπει τις σινοαμερικανικές σχέσεις μέσα από το πρίσμα ενός διαγωνισμού που θα καθορίσει την επόμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων. «Υπάρχει ένας τεχνολογικός διαγωνισμός, ένας στρατιωτικός διαγωνισμός, ένας οικονομικός διαγωνισμός, ένας ιδεολογικός διαγωνισμός και ένας διπλωματικός διαγωνισμός», λέει στο Axios ο Έλι Ράτνερ, σύμβουλος του Μπάιντεν για τα θέματα της Κίνας.
Μία από τις πρώτες αποφάσεις του Μπάιντεν στην περίπτωση που εκλεγεί, αναμένεται να είναι για τις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών έχει αποκαλέσει την εμπορική συμφωνία που έκλεισε ο Τραμπ «κούφια», όμως δεν έχει πει εάν σκοπεύει να ακυρώσει τους δασμούς που έχουν επιβληθεί σε κινεζικά προϊόντα 360 δισ. ευρώ. «Θα χρησιμοποιήσω τους δασμούς όταν αυτοί είναι αναγκαίοι, αλλά η διαφορά ανάμεσα σε εμένα και τον Τραμπ είναι ότι εγώ θα έχω μία στρατηγική –ένα σχέδιο- να χρησιμοποιήσω αυτούς τους δασμούς για να κερδίσω, όχι απλά για να κάνω το σκληρό», έχει δηλώσει ο Μπάιντεν.
Λιγότερο μονομερής αναμένεται να είναι η προσέγγιση μιας ενδεχόμενης κυβέρνησης Μπάιντεν και στο σημαντικό ζήτημα της επιρροής των κινεζικών τεχνολογικών εταιρειών, όπως είναι η Huawei και το TikTok.
Όμως μια προεδρία Μπάιντεν αναμένεται να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στα θέματα των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών έχει κατηγορήσει την Κίνα για τη «γενοκτονία» των μουσουλμάνων Ουιγούρων και έχει δεσμευτεί να συναντήσει τον εξόριστο Θιβετιανό ηγέτη Δαλάι Λάμα, εάν εκλεγεί.
Και ενώ η Μισέλ Φλερνόι, που θεωρείται μία ισχυρή υποψηφιότητα των Δημοκρατικών για το Πεντάγωνο, έλεγε τον Ιούνιο ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα «να βουλιάξουν όλα τα στρατιωτικά σκάφη, υποβρύχια και εμπορικά πλοία της Κίνας στη Νότια Σινική Θάλασσα μέσα σε 72 ώρες», ο Μπάιντεν έχει ταχθεί υπέρ μιας λιγότερο μονομερούς προσέγγισης στην περιοχή, που θα αποκαταστήσει το ρόλο της Ουάσιγκτον στο διεθνές σκηνικό.