Εκλογές: Πυξίδα για το «γκρίζο» Κέντρο
Το «φάντασμα» της χαλαρής ψήφου ή της ψήφου διαμαρτυρίας πλανάται πάνω από το Μέγαρο Μαξίμου και την Κουμουνδούρου, με τα κομματικά επιτελεία της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ να προβληματίζονται για το γεγονός ότι, στον απόηχο της τραγωδίας των Τεμπών, και ενώ ο χρόνος για τις εκλογές της 21ης Μαΐου μετράει αντίστροφα, η λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» –όσοι δηλαδή δηλώνουν αναποφάσιστοι ή κινούνται προς το λευκό, το άκυρο και την αποχή– παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Δηλαδή σε ποσοστό που προσεγγίζει το 16,5%, σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση της Pulse για τον ΣΚΑΪ.
Η ακτινογραφία της «γκρίζας ζώνης» έχει καταστεί προτεραιότητα για τα κόμματα, που αναζητούν απαντήσεις σε ποσοτικές και ποιοτικές έρευνες, με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να αναπροσαρμόζει πτυχές της προεκλογικής στρατηγικής της Ν.Δ. προκειμένου το κυβερνών κόμμα να αντλήσει ψηφοφόρους από τη συγκεκριμένη δεξαμενή. Oπως λέγεται, οι αναποφάσιστοι και όσοι κινούνται προς το λευκό, το άκυρο και την αποχή –περιλαμβανομένων όσων αποστασιοποιήθηκαν από τη Ν.Δ. μετά τα Τέμπη– μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες, που προκύπτουν από το ερώτημα σε ποια κομματική επιλογή θα κατέληγαν εάν «ήταν υποχρεωμένοι να ψηφίσουν και μάλιστα άμεσα».
Η πρώτη εμφανίζεται έτοιμη να κινηθεί μεταξύ των κομμάτων που εκπροσωπούνται και στην παρούσα Βουλή. Η δεύτερη δηλώνει πως, εάν ήταν υποχρεωμένη να ασκήσει το εκλογικό δικαίωμα, θα στρεφόταν σε κάποιο από τα κόμματα διαμαρτυρίας που δεν έχουν τύχη να εισέλθουν στην επόμενη Βουλή.
Κατά τις ίδιες πηγές, σε σχέση με όσους από την «γκρίζα ζώνη» δηλώνουν πως θα ψηφίσουν κάποια από τα κοινοβουλευτικά κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ φέρεται να είναι σχετικά χαμηλά στις επιλογές, ενώ και οι μικρότεροι σχηματισμοί, δηλαδή το ΚΚΕ, η Ελληνική Λύση, το ΜέΡΑ25, αλλά και το κόμμα Κασιδιάρη, εμφανίζονται να έχουν ήδη εισπράξει τα όποια κέρδη από το νέο πολιτικό σκηνικό που προέκυψε μετά την τραγωδία στα Τέμπη. Αντιθέτως, μια σημαντική μερίδα πολιτών με κεντρώο προφίλ, που το 2019 είχαν στραφεί προς τον κ. Μητσοτάκη, στην παρούσα εμφανίζονται να κινούνται μεταξύ Ν.Δ. και ΚΙΝΑΛ. Οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι ασκούν κριτική στο κυβερνών κόμμα ότι δεν προχώρησε αποφασιστικά τις μεταρρυθμίσεις και παρότι είχε στη διάθεσή του μια ολόκληρη τετραετία «δεν άλλαξε το κράτος» και, όπως αναγνωρίζεται από κυβερνητικά στελέχη, δεν πρόκειται να δώσουν «θετική» ψήφο στη Ν.Δ., η οποία ελπίζει πλέον στην εκ μέρους τους ψήφο «δεύτερης ευκαιρίας» ή «ανοχής» στις κάλπες της 21ης Μαΐου.
Νέοι στόχοι
Η ανωτέρω ανάλυση, όπως προαναφέρθηκε, αναμένεται να οδηγήσει και σε ορισμένες αναπροσαρμογές της προεκλογικής στρατηγικής του Μεγάρου Μαξίμου. Ειδικότερα:
• Η Ν.Δ. δεν θα εγκαταλείψει τη σύγκριση των πεπραγμένων της δικής της κυβερνητικής τετραετίας έναντι εκείνης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα προτάξει τις δεσμεύσεις της για το μέλλον. Στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη», στο δίπολο «συνέχεια ή αλλαγή», προβάδισμα έχει το αίτημα για αλλαγή, με τον κ. Μητσοτάκη να επιχειρεί να το εκφράσει δεσμευόμενος για πολλά νέα πρόσωπα αλλά και για τολμηρότερες μεταρρυθμίσεις, κυρίως στο πεδίο του κράτους.
• Το Μέγαρο Μαξίμου θα εστιάσει στο διακύβευμα των πρώτων εκλογών με το επιχείρημα πως από αυτές θα προκύψει από ποιον –τη Ν.Δ. ή τον ΣΥΡΙΖΑ– θα κυβερνηθεί η χώρα, ενώ από τις δεύτερες το πώς θα κυβερνηθεί (αυτοδυναμία ή κυβέρνηση συνεργασίας). Η έμφαση στις πρώτες εκλογές οφείλεται στο γεγονός ότι οι αναποφάσιστοι στους οποίους στοχεύει πρωτίστως η Ν.Δ., ενώ θέτουν ως προτεραιότητα την πολιτική σταθερότητα, έλκονται σε σημαντικό βαθμό και από την προοπτική των κυβερνήσεων συνεργασίας, υπό την έννοια ότι θεωρούν πως διασφαλίζεται αποτελεσματικότερος έλεγχος της εκάστοτε εξουσίας.
• Ο κ. Μητσοτάκης θα σηκώσει ακόμη μεγαλύτερο «βάρος» κατά την προεκλογική εκστρατεία της Ν.Δ. απ’ ό,τι ήταν προγραμματισμένο. Και τούτο καθώς ο πρωθυπουργός παραμένει το ισχυρό χαρτί του κυβερνώντος κόμματος, ενώ η «δεξιόστροφη» ρητορική μερίδας στελεχών του απομακρύνει τους κεντρώους αναποφάσιστους ψηφοφόρους.
Σαν ευρωεκλογές;
Θα πρέπει να επισημανθεί πως τον προβληματισμό για το ενδεχόμενο ενός κύματος «χαλαρής ψήφου» ή «ψήφου διαμαρτυρίας» επιτείνει το γεγονός ότι οι εκλογές της 21ης Μαΐου θα διεξαχθούν σε ένα ιδιόμορφο πολιτικό περιβάλλον: Πρώτον, οι πολίτες θα κληθούν, όπως προαναφέρθηκε, να ψηφίσουν με νωπές ακόμη τις μνήμες από την εθνική τραγωδία των Τεμπών. Δεύτερον, θα αποτελέσουν, σύμφωνα με όλα τα υφιστάμενα δημοσκοπικά δεδομένα, μια «πρόδρομη» εκλογική αναμέτρηση: με την τελική μάχη για τον σχηματισμό να δίδεται από τα κόμματα στις αρχές Ιουλίου, στις εκλογές που θα διεξαχθούν με βάση τον εκλογικό νόμο της Ν.Δ., οι επερχόμενες κάλπες θα αναδείξουν ενδεχομένως ομοιότητες με αναμετρήσεις ευρωεκλογών του παρελθόντος.
Ως γνωστόν, οι ευρωεκλογές παραδοσιακά δεν ευνοούν τα μεγάλα κόμματα και ειδικά εκείνο το οποίο έχει την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας. Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστικό ότι στις τελευταίες ευρωεκλογές –το 2019– η Ν.Δ. και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, που τότε ήταν κυβέρνηση, επί της ουσίας δεν μπόρεσαν να αποκομίσουν σημαντικά οφέλη από τη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» στο «παρά ένα» της αναμέτρησης. Ειδικότερα, στις δημοσκοπήσεις τρεις ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου του 2019, με την «γκρίζα ζώνη» στο 10,5%, η Ν.Δ. εμφανιζόταν να συγκεντρώνει 31% και ο ΣΥΡΙΖΑ 24% (Pulse για τον ΣΚΑΪ) και στις κάλπες έλαβαν 33,1% και 23,9% αντιστοίχως.
Οσο για το προφίλ των ψηφοφόρων που δηλώνουν αναποφάσιστοι ή επιλέγουν το λευκό, το άκυρο ή την αποχή, πρόκειται κυρίως για νέους ηλικιακά ψηφοφόρους, καθώς και ψηφοφόρους των λεγόμενων δυναμικών ηλικιών, από 39 μέχρι 44 ετών, ενώ η «γκρίζα ζώνη» μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα τροφοδοτήθηκε και από ψηφοφόρους της Ν.Δ. του 2019. Επίσης, ένα σημαντικό κομμάτι της συγκεκριμένης «πίτας» δηλώνει πως δεν ενδιαφέρεται για την εκλογική διαδικασία, για το ποια κυβέρνηση θα προκύψει από τις επερχόμενες διπλές κάλπες, καθώς και για την πολιτική γενικότερα. Τέλος, αναφορικά με τους 420.000 νέους ψηφοφόρους που εγγράφηκαν στους εκλογικούς καταλόγους μετά το 2019 και θα ψηφίσουν τώρα για πρώτη φορά, η αδιευκρίνιστη ψήφος παραμένει υψηλή. Οπως λέγεται, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προβάδισμα σε εκείνους που απαντούν πως θα προσέλθουν στις κάλπες, αλλά όχι τόσο μεγάλο όσο αφήνει να εννοηθεί η Κουμουνδούρου.
Πηγή: kathimerini.gr
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News