Η γεωπολιτική ασπίδα των ενεργειακών διασυνδέσεων
Η τελετή εγκαινίων για την έναρξη της κατασκευαστικής φάσης του έργου για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, γνωστού ως Eurasia Interconnector, στα μέσα Οκτωβρίου στη Λευκωσία έφερε στην επικαιρότητα τη μεγάλη σημασία των ηλεκτρικών διασυνδέσεων για την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η πολιτική παρουσία σε υψηλό επίπεδο στην ανωτέρω εκδήλωση από τις περισσότερες κυβερνήσεις της Ανατολικής Μεσογείου (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ, Αίγυπτος, Ιορδανία) αλλά και της Ευρωπαϊκής Ενωσης διά της επιτρόπου Ενέργειας Κάντρι Σίμπσον έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα ενότητας και αποφασιστικότητας στην αντιμετώπιση των σοβαρών ενεργειακών προκλήσεων που αφορούν την ευρύτερη περιοχή.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι χώρες της περιοχής έχουν ενταθεί τους τελευταίους μήνες λόγω του πολύ υψηλού κόστους ενέργειας και των δυσκολιών στην εξασφάλιση ενεργειακής προμήθειας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός). Ως εκ τούτου, η ανάγκη ενεργειακών διασυνδέσεων και σημείων υποδοχής για τη μεταφορά ηλεκτρισμού ή φυσικού αερίου είναι εμφανής όσο ποτέ άλλοτε. Από αυτή την άποψη η δημιουργία ενός ισχυρού διακρατικού ηλεκτρικού διαδρόμου στην περιοχή αποτελεί τομή στο δύσκολο, αλλά πολλά υποσχόμενο ενεργειακό τοπίο της Ανατολικής Μεσογείου, όπως εξάλλου αναφέρει η Χρύσα Λιάγγου στο άρθρο της με τίτλο «Ο νέος ρόλος της Ελλάδας ως ηλεκτρικού διαδρόμου της Ευρώπης» («Καθημερινή», 30/10/2022).
Ο Eurasia Interconnector αφορά ένα μοναδικό έργο από πλευράς σύλληψης και υλοποίησης, αφού την εδραίωση και προώθηση του έργου ανέλαβε μια σχετικά μικρή εταιρεία για τα ευρωπαϊκά μεγέθη, η Quantum Energy, η οποία με έδρα τη Λευκωσία διαχειρίζεται με επιτυχία εδώ και χρόνια θερμικές και υδροηλεκτρικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων. Η εταιρεία, της οποίας προΐσταται ο επιχειρηματίας Νάσος Κτωρίδης, είχε το όραμα πριν από 12 χρόνια της ηλεκτρικής διασύνδεσης της Κύπρου κατ’ αρχάς με την Ευρώπη, μέσω Ελλάδας, και ακολούθως με το Ισραήλ. Η κεντρική ιδέα ήταν και είναι να δοθεί τέλος στην ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου, που εκτός του ότι είναι νήσος αποτελεί ταυτόχρονα και «ενεργειακή νήσο», αφού δεν έχει ενεργειακές διασυνδέσεις με καμία άλλη χώρα της Ευρώπης.
Ο Eurasia Interconnector αποτελεί ταυτόχρονα το επιχειρηματικό σχήμα –στο οποίο θα συμμετάσχει και ο ΑΔΜΗΕ με 25%– μέσω του οποίου θα επενδυθούν συνολικά περί τα 2,5 δισ. στην κατασκευή του έργου, από τα οποία η Ε.Ε. θα συνδράμει με 750 εκατ. συνολικά μέσω grants, ενώ επιπλέον θα υπάρξει μέριμνα για soft loans μέσω των χρηματοδοτικών οργανισμών της Ε.Ε. (βλ. EIB, EBRD). Αυτά τα ποσά είναι τα μεγαλύτερα από πλευράς κοινοτικών χρηματοδοτήσεων που έχει αντλήσει μόνο ένα έργο, πράγμα που αποδεικνύει τη σπουδαιότητά του σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το έργο περιλαμβάνει υποθαλάσσιες ηλεκτρικές διασυνδέσεις με το Ισραήλ και την Κρήτη (898 χλμ. συνολικά) και τρεις επίγειους σταθμούς μετατροπής (DC/AC), ενώ σε πλήρη ανάπτυξη το καλώδιο θα είναι ικανό να διακινήσει ηλεκτρικά φορτία 2,0 GW. Η τεχνική ωριμότητα και υπεροχή του έργου είναι δεδομένη, αρκεί να το συγκρίνουμε με την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Ιταλίας, ισχύος 500 ΜW, που λειτουργεί εδώ και 20 χρόνια (με αρκετά προβλήματα) και έχει πλέον ξεπερασθεί σε τεχνικό και επιχειρηματικό επίπεδο.
Οχι μικρότερης σημασίας είναι η ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης με το ηπειρωτικό διασυνδεδεμένο σύστημα, η οποία ευρίσκεται σε φάση προχωρημένης κατασκευής, με την πρώτη από τις δύο διασυνδέσεις, το καλώδιο HVAC που ενώνει την Πελοπόννησο με την περιοχή των Χανίων (135 χλμ.) να έχει ήδη ολοκληρωθεί και τη δεύτερη διασύνδεση μεταξύ Αττικής και Ηρακλείου (καλώδιο HVDC, 328 χλμ.) να είναι υπό κατασκευήν. Το πλήρες έργο αναμένεται να τεθεί σε εμπορική λειτουργία μέχρι το τέλος του 2023. Χρειάστηκαν 40 και πλέον χρόνια, από τότε που πρωτοδιατυπώθηκε το σχέδιο επί διοίκησης Δημ. Παπαμαντέλου στη ΔΕΗ, έως ότου φθάσει σε φάση υλοποίησης. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται περί υψίστης εθνικής σημασίας ενεργειακό έργο, αφού θα συμβάλει τόσο στην ασφάλεια εφοδιασμού της μεγαλονήσου όσο και στην απανθρακοποίηση της παραγωγής ενέργειας (όπου σήμερα λειτουργούν 800 MW πετρελαϊκών μονάδων), αφού η διασύνδεση θα επιτρέψει την περαιτέρω διείσδυση μονάδων ΑΠΕ ώστε από τα 300 MW που είναι σήμερα, αυτές να αυξηθούν ακόμα και στο 1,0 GW επιτρέποντας εξαγωγή φθηνής πράσινης ενέργειας.
Παράλληλα προχωρεί με γρήγορους ρυθμούς η διασύνδεση όλων των Κυκλάδων, με προβλεπόμενη ολοκλήρωση μέχρι το 2025 των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου μέχρι το 2030. Αυτό σημαίνει ότι μέσα στα επόμενα 8-10 χρόνια θα έχει ενοποιηθεί πλήρως το εθνικό ενεργειακό δίκτυο με τη συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των μεγάλων νησιών, ενώ τα μικρά, μη διασυνδεδεμένα νησιά θα έχουν καταστεί πλήρως ενεργειακά αυτόνομα με χρήση υβριδικών συστημάτων ΑΠΕ ακολουθώντας το παράδειγμα της Τήλου και του Καστελλόριζου. Με την ενεργειακή αυτή θωράκιση των νησιών μας, αλλά και την ηλεκτρική διασύνδεση με την Κύπρο, να στέλνει ένα ισχυρό γεωπολιτικό μήνυμα από την Αθήνα ως προς την κυριότητα του νησιωτικού μας χώρου και την πλήρη ένταξή του στον οικονομικό και παραγωγικό ιστό της χώρας.
Εξίσoυ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σχεδιαζόμενα θαλάσσια αιολικά πάρκα, αφού και αυτά θα πρέπει να διασυνδεθούν με πλέγμα υποθαλάσσιων καλωδίων με το εθνικό σύστημα. Εδώ το θέμα της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα νησιά αλλά και σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, απ’ άκρου εις άκρον, μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια αλλά και της ανακήρυξης ΑOΖ (όχι απαραίτητα οριοθέτησης) παίζει κομβικό ρόλο. Είναι, δε, σαφές ότι σε αρκετές περιπτώσεις οριοθετήσεως αιολικών πάρκων εάν η Ελλάδα δεν επεκτείνει προηγουμένως τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ., όπως δικαιούται βάσει του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, δεν θα μπορέσουν να κατασκευασθούν.
Οι δύο άλλες διεθνείς ηλεκτρικές διασυνδέσεις που προωθούνται αυτή την περίοδο, αυτή με την Αίγυπτο – Αττική (3,0 GW) και η άλλη με Αυστρία – Γερμανία μέσω Αλβανίας – Σλοβενίας (9,0GW), έρχονται να συμπληρώσουν τους νέους ενεργειακούς διαδρόμους μέσω των οποίων η Ελλάδα ευελπιστεί σε λίγα χρόνια να εξάγει ηλεκτρική ενέργεια στην Ευρώπη. Ομως ας μην ξεχνάμε ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας απαιτεί –και αυτό θα ισχύει για αρκετά χρόνια ακόμα– φυσικό αέριο, η εξασφάλιση του οποίου, όπως έδειξε ο πόλεμος στην Ουκρανία, δεν είναι πάντοτε δεδομένη. Υπό αυτήν την έννοια, οι διακρατικοί διασυνδετήριοι αγωγοί, όπως ο πρόσφατα ολοκληρωθείς μεταξύ Ελλάδος – Βουλγαρίας (IGB) και ο υπό ανάπτυξη αγωγός Ελλάδας – Βόρειας Μακεδονίας (IGNM), έχουν πολύ μεγάλη σημασία σε εθνικό επίπεδο, αφού διασφαλίζουν την απρόσκοπτη ροή αερίου συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην ομαλή λειτουργία της αγοράς και στην επίτευξη ανταγωνιστικών τιμών μέσω της λειτουργίας των κατά τόπων gas hubs, όπως του Ελληνικού Βάθρου Εμπορίας στο ENEX.
Επίσης πολύ μεγάλη σημασία, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη, έχει ο υπό ανάπτυξη αγωγός αερίου Eastmed, ο οποίος αναμένεται να συμβάλει στη διαφοροποίηση της ενεργειακής προμήθειας της Ε.Ε. αφού θα μεταφέρει αέριο από μια νέα παραγωγική περιοχή, αυτή της Ανατολικής Μεσογείου. Ο εν λόγω αγωγός, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου θα διέρχεται μέσω Ελλάδας, θα μεταφέρει αέριο (1012 bcma) από τα πλούσια πεδία Ισραήλ – Κύπρου και ενδεχομένως από την περιοχή νότια της Κρήτης (εάν επιβεβαιωθούν τα εντοπισθέντα κοιτάσματα) στην Ευρώπη μέσω Ιταλίας. Το έργο, εκτιμώμενης αξίας 7-8 δισ. ευρώ, συγκαταλέγεται στα ευρωπαϊκά προγράμματα κοινού ενδιαφέροντος (PCI) και τυγχάνει της ένθερμης υποστήριξης της Ε.Ε. παρά τις ατυχείς, όπως αποδείχθηκε, προσπάθειες του αμερικανικού State Department να τορπιλίσει το έργο μέσω της διαρροής non-paper, με στόχο την προώθηση εναλλακτικού αγωγού που θα οδεύει από το Ισραήλ, μέσω Κύπρου, στην Τουρκία. Σύμφωνα με πληροφορίες μας, οι προσπάθειες για τον αγωγό μέσω Τουρκίας δεν έχουν σταματήσει αφού έχει συσταθεί ειδικού σκοπού εταιρεία με έδρα το Λονδίνο και ήδη διαπραγματεύεται την εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων αερίου (κυρίως μέσω του κοιτάσματος Leviathan II).
Αναμφίβολα, τόσο οι μεγάλης κλίμακας ηλεκτρικές διασυνδέσεις των νήσων όσο και οι χερσαίες και θαλάσσιες διασυνδέσεις μέσω αγωγών αερίου, και οι απαραίτητες πολιτικές κινήσεις που θα πρέπει να γίνουν παράλληλα, ιδίως στον θαλάσσιο χώρο (ανακήρυξη ΑΟΖ και επέκταση χωρικών υδάτων), πέρα από τα προφανή ενεργειακά οφέλη ενισχύουν σημαντικά τη γεωπολιτική θέση της χώρας. Κάτι που πρέπει να γίνει αντιληπτό και να επικοινωνηθεί ανάλογα σε μια περίοδο κλιμακούμενων τουρκικών απειλών και γενικής αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο.
Συμπερασματικά, η πόντιση ηλεκτρικών καλωδίων και αγωγών αερίου και η χρήση τους για μεταφορά ενέργειας σε καθημερινή βάση αποτελεί έμπρακτη απόδειξη της άσκησης κυριαρχίας επί ελληνικών εδαφών και θαλασσών, και δείχνει πως οι ενεργειακές υποδομές μπορούν να αποτελέσουν μια αποτελεσματική γεωπολιτική ασπίδα για τη διαφύλαξη των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
* Ο κ. Κωστής Ν. Σταμπολής είναι πρόεδρος και εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ).
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.