Οι εθελοντές των μεταρρυθμίσεων
Σε εποχές που μετασχηματίζεται η οικονομία ή το κράτος, είναι συχνό φαινόμενο να διαμαρτύρονται όχι μόνον αυτοί που θα χάσουν από τις αλλαγές, αλλά και αυτοί που θα περιμέναμε να τις επικροτήσουν. Ενας λόγος είναι ότι δεν προσαρμόζονται όλοι οι οργανισμοί με την ίδια ταχύτητα, και όσοι κινούνται πιο γρήγορα δυσανασχετούν που δεν έχουν από τους υπόλοιπους τις υπηρεσίες που χρειάζονται. Ενας άλλος λόγος είναι ότι μερικές νέες διαδικασίες δεν έχουν σχεδιαστεί σωστά, με αποτέλεσμα οι δυνητικά επωφελούμενοι να ταλαιπωρούνται περισσότερο από πριν.
Παραδείγματα: Οι εταιρείες που παράγουν ψηφιακά προϊόντα παραπονούνται γιατί οι τράπεζες δεν κατανοούν το επιχειρηματικό τους μοντέλο και γι’ αυτό δεν τους δίνουν δάνεια. Οι δάσκαλοι που πρέπει να οργανώσουν και να διδάξουν στα νέα εργαστήρια δεξιοτήτων έχουν πρόσθετο βάρος γραφειοκρατίας, και εξηγούν ότι δεν είχαν αρκετό χρόνο για να καταρτιστούν στα νέα αντικείμενα. Οι πανεπιστημιακοί που θέλουν η έρευνά τους να γίνει προϊόν, είτε μέσω μιας νέας εταιρείας (τεχνοβλαστός) είτε με εκμετάλλευση διανοητικής ιδιοκτησίας, βρίσκουν εμπόδια στους νόμους και στους κανονισμούς των ιδρυμάτων τους. Οι λογιστές, που κανονικά θα εξοικονομούσαν χρόνο με τις ψηφιακές πλατφόρμες της ΑΑΔΕ και του υπουργείου Εργασίας, βρίσκονται απέναντι σε νέες ασφυκτικές προθεσμίες και απαιτήσεις από τους πελάτες τους για απόκριση τις Κυριακές και τις νύχτες.
Σε τέτοιες περιπτώσεις ούτε οι διαμαρτυρίες στα ΜΜΕ και στο Διαδίκτυο ούτε οι πιέσεις από συνδικαλιστικούς φορείς αρκούν για να ξεπεραστούν τα εμπόδια. Οι αργοκίνητοι μεγάλοι οργανισμοί έχουν πάρα πολλά θέματα να λύσουν και δύσκολα θα ασχοληθούν σε βάθος με ζητήματα που μοιάζουν διαδικαστικές παρωνυχίδες ή που αφορούν πολύ λίγους. Η ανοικτή διαβούλευση για νέους νόμους και εγκυκλίους είναι μεν χρήσιμη, αλλά αφήνει τελικά την αξιολόγηση των πολλών και διαφορετικών απόψεων στην κρίση μιας πολιτικής ή διοικητικής ηγεσίας που δεν γνωρίζει άμεσα το αντικείμενο.
Δύο τρόπους βλέπω για να προχωρούν γρήγορα οι αλλαγές και να περιορίζονται οι αστοχίες. Ο πρώτος είναι οι δράσεις που χτίζουν νέο οικοσύστημα ομοειδών και συμπληρωματικών επιχειρήσεων. Ισχύει για το παράδειγμα της τραπεζικής χρηματοδότησης σε εταιρείες τεχνολογίας. Η πρώτη τράπεζα παγκοσμίως που άρχισε να δανείζει startups ήταν η Silicon Valley Bank. Ο λόγος είναι ότι εκεί βρέθηκε η κρίσιμη μάζα παρόμοιων πελατών, που της έδωσαν κίνητρο να αναπτύξει ειδικές γνώσεις για να αξιολογεί, αλλά και να διαφοροποιεί, το ρίσκο αυτών των δανείων. Χωρίς αυτήν τη μάζα, οι τράπεζες δεν έχουν κίνητρο να μπουν στο παιχνίδι.
Ενα οικοσύστημα χτίζεται μέσα από τις επιτυχίες αρχικά λίγων επιχειρήσεων, αλλά αυτή είναι μια πολύ αργή διαδικασία. Επιταχύνεται όμως με δημόσιο χρήμα για επενδύσεις venture capital, με φορολογικές ρυθμίσεις, με σεμινάρια και άλλες δράσεις καθοδήγησης των νέων επιχειρηματιών, με εκδηλώσεις γνωριμίας και με διαγωνισμούς. Οι τράπεζες συμμετέχουν, χωρίς μεγάλο ρίσκο, γιατί ξέρουν ότι το μέλλον θα τις ωθήσει προς τα εκεί.
Ο δεύτερος τρόπος είναι οι συνεκτικές ομάδες ειδικών («επιστημικές κοινότητες»), που θα διαμορφώσουν μια συγκροτημένη και λεπτομερειακή πρόταση προς την ηγεσία του κράτους. Ισχύει για το παράδειγμα των τεχνοβλαστών και της διανοητικής ιδιοκτησίας των πανεπιστημίων. Μια ομάδα 15 ανθρώπων με διαφορετικές εμπειρίες, αλλά με κοινό στόχο, εργάστηκε επί μήνες ως συμβούλιο υπό την αιγίδα του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ) για να γράψει νομοσχέδιο για το θέμα, καθώς και οδηγίες καλής πρακτικής. Το έκανε γιατί το ζήτησε μια πολιτική ηγεσία που ήταν έτοιμη από την αρχή να αποδεχτεί την πρότασή τους. Νομοθετήθηκε, και κατά γενική ομολογία έλυσε τα χέρια πολλών ερευνητών.
Και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα έρχεται από εθελοντική εργασία, από το υστέρημα του χρόνου σοβαρών επαγγελματιών. Τέτοιους εθελοντές ας βρουν, π.χ., οι δάσκαλοι και οι λογιστές για να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας τους.
* Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι αντιπρόεδρος στο ΕΣΕΤΕΚ και εταίρος στο κεφάλαιο επενδύσεων τεχνολογίας Big Pi.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News