Η ενεργειακή κρίση και η βιωσιμότητα της βιομηχανίας
Η Eurometaux αποτελεί τον ευρωπαϊκό φορέα εκπροσώπησης των παραγωγών, μεταποιητών και ανακυκλωτών μη σιδηρούχων μετάλλων. Στις τάξεις της συγκαταλέγονται μερικές από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές βιομηχανίες και οι πλέον εμβληματικές που ανήκουν στους αντίστοιχους κλάδους από την Ελλάδα και την Ευρώπη και οι οποίες διαμορφώνουν έναν κύκλο εργασιών αξίας 120 δισ., ενώ απασχολούν άμεσα 500.000 εργαζομένους. Το κείμενο θέσεων το οποίο διαμόρφωσε και το οποίο συνυπογράφηκε στις 7/9/22 από πλήθος εταιρειών για να αποσταλεί στους κορυφαίους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αναφορικά με τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσεως στη βιομηχανία και τα απαραίτητα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αποφυγή μη αναστρέψιμων αποτελεσμάτων, είναι αποκαλυπτικό.
Συγκεκριμένα, η ευρωπαϊκή παραγωγή αλουμινίου και ψευδαργύρου έχει ήδη μειωθεί κατά 50% και παρεμφερή πτώση έχει σημειωθεί σε άλλους κλάδους όπως η παραγωγή χαλκού και νικελίου. Οι συνεχώς αυξανόμενες τιμές ενέργειας και ο επερχόμενος χειμώνας εγκυμονούν περαιτέρω κινδύνους, οι οποίοι σε συνδυασμό με τη μειωμένη ζήτηση που έχει ήδη αρχίσει να παρατηρείται στο πλαίσιο της μειωμένης αγοραστικής δύναμης και της εν γένει αβεβαιότητας, θα προκαλέσουν συνθήκες ασφυξίας σε μεγάλο μέρος της βιομηχανικής βάσεως που είναι εγκατεστημένη στην Ευρώπη. Η ασφυξία αυτή θα έχει με βεβαιότητα επιπτώσεις και στην απασχόληση, η οποία ειδικά στη χώρα μας έχει υποφέρει και η οποία εδώ και μερικά χρόνια ανακάμπτει προς όφελος της κοινωνίας και της οικονομίας.
Οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης στη βιομηχανία είναι σύνθετες και έχουν –μεταξύ άλλων– και σαφείς πολιτικές προεκτάσεις, αφού συγκεκριμένα βασικά μέταλλα είναι απαραίτητα για την παραγωγή εξοπλισμού που επιτρέπει την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, ενώ παράλληλα διασφαλίζει την αυτονομία που βρίσκεται στον πυρήνα της νέας ευρωπαϊκής βιομηχανικής στρατηγικής. Κατά συνέπεια, ο περιορισμός της χρήσεως του φυσικού αερίου στη βιομηχανία ισοδυναμεί με περαιτέρω ανάσχεση της βιομηχανικής δραστηριότητας, η οποία ιδιαίτερα για συγκεκριμένους κλάδους εντάσεως ενέργειας ισοδυναμεί με βέβαιο θάνατο. Το φυσικό αέριο είναι σχετικά καθαρό καύσιμο, τα δε συστήματα εξοικονόμησης που οφείλουν όλες οι βιομηχανίες να υιοθετούν στο πλαίσιο της αύξησης της ανταγωνιστικότητάς τους δεν επαρκούν για να καλύψουν το έλλειμμα που μπορεί άμεσα να δημιουργηθεί. Η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειες είναι ορθή και επιβεβλημένη επιλογή, αλλά δεν μπορεί ακόμη να καλύψει τη διαφορά λόγω της στοχαστικότητας και των αδυναμιών που υφίστανται στην αποθήκευση της παραγόμενης ενέργειας. Αλλες πηγές ενέργειας –πέραν του ντίζελ το οποίο συνδέεται και με αυξημένες εκπομπές ρύπων– όπως το LPG, απαιτούν επενδύσεις για να αξιοποιηθούν πλήρως ή βρίσκονται, όπως το υδρογόνο, από πλευράς τεχνολογίας και υποδομών σε μη αξιοποιήσιμο επίπεδο. Η αλλαγή μείγματος υπέρ της ηλεκτρικής ενέργειας –όπου είναι τεχνολογικά και ποιοτικά εφικτό– προσκρούει στο γεγονός ότι περίπου το 40% της ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα μας γίνεται μέσω της ανάλωσης φυσικού αερίου.
Η ηλεκτροπαραγωγή καλύπτει το 68,5%-70% της κατανάλωσης του φυσικού αερίου στη χώρα μας. Η συνολική κατανάλωση σε φυσικό αέριο ανέρχεται σε 70 εκατ. MWH. Οι μεγάλες βιομηχανίες (βλ. λιπάσματα, διυλιστήρια και αλουμίνιο) αποτελούν μόνο το 12,7% αυτής της κατανάλωσης. Επιπροσθέτως, ένα τμήμα της βιομηχανίας (βλ. χαλυβουργεία, υαλουργία, κεραμουργία κ.λπ.) εξυπηρετείται από τα δίκτυα διανομής. Αρα μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι το 15% της συνολικής κατανάλωσης του φυσικού αερίου στη χώρα μας απορροφάται από τη βιομηχανία. Το ρωσικό φυσικό αέριο κατά το 2021 ανήλθε στο 40% του συνόλου των εισαγωγών στη χώρα μας. Βάσει δόκιμων υπολογισμών, εάν οι εισαγωγές του ρωσικού φυσικού αερίου διακοπούν πλήρως για το διάστημα 8/22 – 3/23, η χώρα μας θα παρουσιάσει έλλειμμα 26 TWH (και ακόμη 24 ΤWH για εξαγωγές στη Βουλγαρία εάν συνεχιστούν). Είναι ένα εξαιρετικά δυσμενές σενάριο που θα επηρεάσει με βεβαιότητα την ελληνική βιομηχανία και τη δυνατότητα να λειτουργήσει ειδικά σε κλάδους που δεν υφίστανται εναλλακτικές ή που η ενέργεια είναι εξαιρετικά σημαντική παράμετρος του κόστους. Η επιστροφή στη χρήση λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μετά τη σταδιακή μείωση στο πλαίσιο της απολιγνιτοποίησης και η αντίστοιχη μείωση της παραγωγής από φυσικό αέριο, δεν αρκούν στο να εξασφαλίσουν άμεσα επάρκεια μιας και εκεί ανακύπτει το ζήτημα του κόστους και ειδικά του χρόνου.
Το κείμενο θέσεων που απεστάλη προς τους επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με κοινοποίηση στους εμπλεκόμενους Ευρωπαίους επιτρόπους, μετά την εξαγγελθείσα πρόθεση της Ε.Ε. να μειώσει την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά 15%, προτείνει τη λήψη άμεσων μέτρων προς αποτροπή της μόνιμης αποβιομηχάνισης της Ε.Ε. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι διμερείς συμβάσεις για την παροχή ενέργειας από ΑΠΕ μεταξύ παρόχων ενέργειας και βιομηχανικών καταναλωτών (PPAS) πρέπει να ενθαρρυνθούν έμπρακτα εντός ενός συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου, το κόστος από τη συμμετοχή στο Σύστημα Εμπορίας Ρύπων (ETS) πρέπει να μειωθεί και η στήριξη των επιχειρήσεων που πλήττονται καθοριστικά από την ενεργειακή κρίση να ενισχυθεί περαιτέρω. Επίσης, είναι απαραίτητο να αποφευχθούν τα επιπρόσθετα μέτρα ρυθμιστικού χαρακτήρα στις πληττόμενες επιχειρήσεις σε αυτή την κρίσιμη περίοδο, καθώς και να αξιοποιηθούν αναλογικά τα επιπρόσθετα φορολογικά έσοδα από τις επιχειρήσεις που ευνοούνται από την άνοδο των τιμών ενέργειας. Στα ανωτέρω μέτρα θα πρέπει να επισημανθεί ότι είναι αναγκαίο να προχωρήσουν και μια σειρά από εγχώριες πρωτοβουλίες που αφορούν όχι μόνο τη χώρα μας και που τελούν υπό έγκριση από την Ε.Ε. με πλέον σημαντικές εκείνες του Green Pool και της αποσύνδεσης των τιμών του φυσικού αερίου από τη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ανακοινώθηκαν στις 14/9/22 και αφορούν βασικά τον μηχανισμό ανάκτησης υπερεσόδων βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση αλλά δεν διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα της βιομηχανίας.
Η ενεργειακή κρίση απειλεί ευθέως τη βιωσιμότητα της ελληνικής και της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Οποιαδήποτε ολιγωρία στη δυναμική αντιμετώπισή της σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο θα έχει με βεβαιότητα επαχθείς επιπτώσεις που δεν θα είναι μεσοπρόθεσμα αναστρέψιμες και θα αποτελέσουν πηγή πρόσθετων και πολυσήμαντων προβλημάτων με οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις.
* Ο κ. Π. Λώλος είναι γενικός διευθυντής του Κλάδου Χαλκού και εκτελεστικό μέλος του δ.σ. της ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ Α.Ε.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News