ΑΠΟΨΕΙΣ

Ενεργειακός λαϊκισμός

Ενεργειακός λαϊκισμός

Οπως στη διάρκεια της πανδημίας, έτσι και τώρα, η βέλτιστη οικονομική πολιτική προτάσσει την προσωρινή παρέμβαση του κράτους για να προστατέψει τον πυρήνα της οικονομίας από μία απότομη –και βίαιη– ύφεση.

Η δημόσια συζήτηση για τις επιδοτήσεις λογαριασμών ενέργειας είναι σε εξέλιξη. Μερικές επισημάνσεις:

Πρώτον, οι τιμές φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί 10-15 φορές, όχι 20%-30%. Ενας μηνιαίος λογαριασμός 100 ευρώ προ κρίσης θα ήταν τώρα 1.000+ ευρώ χωρίς καμία επιδότηση. Καμία ενεργειακή εξοικονόμηση δεν θα μπορούσε να αντισταθμίσει μία τέτοια αύξηση. Υπό αυτή την έννοια, η έκκληση «πρέπει όλοι να προσαρμοστούμε στις νέες τιμές και όσο πιο γρήγορα προσαρμοστούμε τόσο καλύτερα» είναι μία μορφή προτεσταντικού λαϊκισμού.

Είναι, όμως, και λάθος οικονομική πολιτική, στον βαθμό που η αύξηση των τιμών είναι προσωρινή και δεδομένου ότι η χώρα μας είναι μικρή και άρα η κατανάλωσή της δεν επηρεάζει τις παγκόσμιες τιμές. Αντίθετα, χιλιάδες επιχειρήσεις και νοικοκυριά κυριολεκτικά θα χρεοκοπούσαν αν δεν επιδοτούνταν. Οπως στη διάρκεια της πανδημίας, έτσι και τώρα, η βέλτιστη οικονομική πολιτική προτάσσει την προσωρινή παρέμβαση του κράτους για να προστατέψει τον πυρήνα της οικονομίας από μία απότομη –και βίαιη– ύφεση και το λεγόμενο «scaring». Και όπως συνέβη και με την πανδημία, ο λόγος κρατικού χρέους προς ΑΕΠ θα είναι τελικώς χαμηλότερος σε σχέση με αυτόν που θα καταγραφόταν αν δεν υπήρχε δημοσιονομική στήριξη.

Εξάλλου, οι τιμές είναι αυξημένες σε σχέση με την περίοδο πριν από τη κρίση παρά την επιδότηση. Εξ ου και η κατανάλωση ήδη βαίνει μειούμενη. Παράλληλα, η κυβέρνηση σύντομα θα ξεκινήσει και καμπάνια για πρακτικές συμβουλές εξοικονόμησης, συμπληρώνοντας τα προγράμματα αντικατάστασης ενεργοβόρων συσκευών που έχουν ήδη ανακοινωθεί. Και φυσικά ήδη στήριξε τον στόχο της Ε.Ε. για μείωση 15% στην κατανάλωση.

Δεύτερον, οι τιμές ηλεκτρισμού είναι τεχνητά συνδεδεμένες με την τιμή του φυσικού αερίου μέσω του λεγόμενου marginal pricing target model. Οι κανόνες της Ε.Ε. υποχρεώνουν τα κράτη-μέλη να τιμολογούν όλες τις μονάδες ενέργειας το ίδιο, ανεξάρτητα από το κόστος παραγωγής. Είναι και πάλι υποχρέωση του κράτους να παρεμβαίνει και να αναδιανέμει αυτή τη διαφορά όταν αυτή είναι τεράστια. Αυτό γίνεται αυτόματα στην περίπτωση π.χ. των ΑΠΕ, αλλά γίνεται και έμμεσα μέσω του νέου μηχανισμού παρέμβασης. Η συνολική επιδότηση των λογαριασμών περιέχει και την ανακατανομή αυτών των υπερκερδών προς όφελος των καταναλωτών. Το τελικό δημοσιονομικό κόστος που επιβαρύνει τον προϋπολογισμό είναι, λοιπόν, σημαντικά μικρότερο από το ποσό της επιδότησης των λογαριασμών.

Η κυβέρνηση αυτή έχει αποδείξει ότι προτάσσει τη δημοσιονομική αξιοπιστία και γι’ αυτό και οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων φλερτάρουν πλέον αυτές της Ιταλίας. Είμαστε προσηλωμένοι στον εθνικό στόχο της επενδυτικής βαθμίδας το 2023. Σε καμία περίπτωση το μηνιαίο δημοσιονομικό κόστος της ενεργειακής επιδότησης δεν είναι 1% του ΑΕΠ, όπως γράφτηκε. (Ούτε είναι σωστό να παίρνει κανείς το κόστος ενός μήνα και να το πολλαπλασιάζει επί 12 – η παραγωγή και η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας διαφέρει για πάρα πολλούς λόγους από μήνα σε μήνα.)

Πάνω από τα νούμερα είναι κάθε μήνα δεκάδες στελέχη αναλύοντας την κατάσταση. Ο στόχος του πρωτογενούς ελλείμματος 2% το 2022 παραμένει και είμαστε αισιόδοξοι ότι θα επιτευχθεί. Σε καμία περίπτωση δεν υφίσταται κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού λόγω της ενέργειας, όπως έχει γραφτεί. Και φυσικά η χώρα μας προηγείται σε σχέση με άλλες, που μόνο τώρα καλούνται να λάβουν τις δύσκολες αποφάσεις δημοσιονομικής στήριξης, καθότι η διάρθρωση της αγοράς ενέργειάς τους, τους επέτρεπε να αναβάλλουν τη λήψη αποφάσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι για πρώτη φορά τώρα μπαίνουν σοβαρά στην ευρωπαϊκή ατζέντα δύο ελληνικές προτάσεις που διατυπώθηκαν πριν από μήνες: το πλαφόν τιμών ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η μεταρρύθμιση του marginal pricing model.

Τρίτον, λαϊκισμός είναι και οι συζητήσεις περί καρτέλ ενέργειας. Οι τιμές φυσικού αερίου καθορίζονται στο εξωτερικό και εκεί πρέπει να αναζητηθούν οι ευθύνες. Στον Πούτιν και στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Στην Ελλάδα όχι απλώς δεν υπάρχει καρτέλ, αλλά υπάρχει το αντίστροφο ρίσκο από ό,τι γράφεται, δηλαδή να χρεοκοπήσει κάποιος πάροχος, όπως έγινε και σε άλλες χώρες. Αλίμονο αν η ΔΕΗ σήμερα ήταν στην κατάσταση που την παραλάβαμε το 2019, θα είχε ήδη καταρρεύσει. Οποιος πραγματικά πιστεύει ότι οι επιδοτήσεις πηγαίνουν στις εταιρείες, δεν έχει παρά να ζητήσει έναν μηνιαίο λογαριασμό ηλεκτρισμού χωρίς επιδότηση.

Τέταρτον, πρέπει να έχουμε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μας τη μεγάλη εικόνα. Η Ελλάδα είναι ήδη η 7η χώρα παγκοσμίως στην παραγωγή ηλεκτρισμού από ΑΠΕ. Το ελληνικό σχέδιο για την κλιματική μετάβαση και ενέργεια θα απαιτήσει μεγάλες αλλαγές από τους πολίτες και θα επηρεάσει την οικονομία τα επόμενα χρόνια. Οι πιο ευάλωτοι συμπολίτες μας θα χρειαστούν στήριξη, όπως για παράδειγμα με το πρόγραμμα «Εξοικονομώ». Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον Πούτιν να συνδέσει την ενεργειακή μετάβαση με την ακρίβεια στο μυαλό των συμπολιτών μας. Ούτε βέβαια να πετύχει ο στόχος της αποσταθεροποίησης ευρωπαϊκών κρατών. Ο αγώνας να σώσουμε τον πλανήτη μας είναι μακροχρόνιος, και οι πιο ευάλωτοι χρειάζονται τη στήριξη του κράτους στην πορεία αυτή.

Τέλος, κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί το μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι καμία απόφαση δεν είναι τελική, και μήνα με τον μήνα θα γίνονται προσαρμογές. Η κυβέρνηση δεν έχει το αλάθητο, και στην πορεία θα προσπαθεί να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα, όπως εξάλλου και έπραξε μετά την περασμένη άνοιξη.

Ωστόσο η αγορά ενέργειας είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και αξιόπιστα συμπεράσματα δεν μπορούν να εξαχθούν χωρίς συγκεκριμένη ανάλυση των αριθμών, δομών και δεδομένων. Στον δρόμο προς τον δύσκολο χειμώνα που έρχεται πρέπει να κινηθούμε με νηφαλιότητα, μακριά από υπερβολές, αγκυλώσεις και ιδεολογικούς συναισθηματισμούς.

* Ο κ. Αλέξης Πατέλης είναι επικεφαλής του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού.

** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News