Τα μάτια στην μπάλα
Βιώνουμε τον τελευταίο καιρό μια κατακόρυφη όξυνση του πολιτικού κλίματος. Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι συμπτωματικά ή όχι, αυτή επήλθε κυρίως μετά τη διακήρυξη ότι (ορθώς) δεν θα γίνουν πρόωρες εκλογές, αλλά και δευτερευόντως ότι η Ελλάδα (και πάλι ορθώς) προβάλλει διάφορες αντιστάσεις στην Ε.Ε., όπως στην ενιαία και υποχρεωτική περικοπή φυσικού αερίου. Εκτοτε υπάρχει μια αίσθηση μανίας να πέσει η κυβέρνηση κάτι σαν «ή τώρα ή ποτέ».
Η δεύτερη παρατήρηση είναι πως όσοι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους περί της (δήθεν μη) ελευθερίας του Τύπου παριστάνουν πως δεν υπάρχει ευρέως εμπεδωμένη η (ορθή) αντίληψη πως σε αυτή τη χώρα η (άκρατη) ελευθερία του Τύπου έχει οδηγήσει στη δημιουργία ενός άλλου πόλου πραγματικής εξουσίας, που, πρώτον, δεν λογοδοτεί σε κανέναν ευρισκόμενη εν πολλοίς στο απυρόβλητο ακόμη και της Δικαιοσύνης, και ως εκ τούτου, δεύτερον, επηρεάζει πρόσωπα και πράγματα κατά το δοκούν. Αλλη μία μάχη εξουσίας δηλαδή παρά ελευθερίας.
Η τρίτη παρατήρηση είναι κάτι που όλη η Ελλάδα επίσης συναισθάνεται: φαντάζει εντελώς πρακτικά άχρηστο και στρατηγικά αυτοκαταστροφικό να παρακολουθείται το κινητό του τέως ευρωβουλευτή και νυν προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Πραγματικά είναι δύσκολο να συναντήσει κανείς άνθρωπο που να μπορεί να φανταστεί έναν σοβαρό λόγο για τέτοια παρακολούθηση προσδοκώντας εγχώρια πολιτικά οφέλη.
Διαπιστώνουμε με απλή ανάλυση λοιπόν τα εξής. Πρώτον, η «μάχη» για να πέσει άμεσα η κυβέρνηση υποδηλώνει την ανησυχία όσων την επιδιώκουν πως το 2023 θα είναι ευνοϊκότερο για την επανεκλογή της και όχι το θέμα της ΕΥΠ. Δεύτερον, πως η αντιπολίτευση θα ήθελε να είναι αυτή που θα επωφεληθεί από την όποια βελτίωση του οικονομικού κλίματος. Τρίτον, η αντιπολίτευση πιστεύει ότι η βελτίωση θα επέλθει ακόμη και εάν βρίσκεται άλλη κυβέρνηση στην εξουσία αντί της παρούσας. Τέταρτον, ακόμη και εάν δεν υπάρχει βελτίωση, πιστεύεται πως δύσκολα θα υπάρχει χειροτέρευση για τη θέση της αντιπολίτευσης εάν βρεθεί άμεσα στην εξουσία παρά όχι. Πέμπτον και σημαντικότερον, πως αυτή η «αρένα» αντιπαράθεσης κυριολεκτικά και μεταφορικά αποτελεί συνειδητή επιλογή της αντιπολίτευσης. Ολη αυτή η ωραία κατάσταση υποκρύπτει μια αφέλεια που τρομάζει πραγματικά. Τόσο το γεωπολιτικό όσο και το οικονομικό περιβάλλον είναι τα δυσκολότερα που έχουν κληθεί να χειριστούν ελληνικές κυβερνήσεις από τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Ελλάδα ακόμη δεν έχει πρόσβαση στις αγορές με επενδυτική βαθμίδα, την οποία μάλιστα απώλεσε στην πρώτη κιόλας δεκαετία εντός του ευρώ λόγω αστείρευτης πολιτικής ανεπάρκειας. Και όμως να ’μαστε πάλι εδώ με νταηλίκια και τσαμπουκάδες να ρίξουμε την κυβέρνηση, για να αρπάξουμε καιροσκοπικά την ευκαιρία να βρεθούμε εμείς στην εξουσία για να τα αλλάξουμε όλα μια και τα ξέρουμε καλύτερα, και δεν έχουμε και εποπτεία. Σωστά; Οχι σωστά.
Η α-πολιτική αντιπαράθεση άλλη μία φορά το μόνο που καταδεικνύει είναι όρους ένδειας επιχειρημάτων. Για να το εκλεπτύνουμε παραπάνω, το ιστορικό επιχείρημα της Κεντροαριστεράς επί της ουσίας προτεραιοποιεί σχεδόν απόλυτα την τόνωση της ζήτησης έναντι της προσφοράς (την οποία μάλιστα σχεδόν κατατρέχει). Ομως η παρούσα συγκυρία είναι η χειρότερη των τελευταίων ίσως και 100 χρόνων, με την καταφανή ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης να οδηγεί σε πληθωρισμό παντού. Αυτό που συνεπώς χρειάζεται η χώρα αλλά και ο κόσμος όλος είναι πολιτικές βαθιάς και μόνιμης ανάπτυξης της προσφοράς και της παραγωγικότητας – ακόμη περισσότερο, δε, λαμβανομένης υπόψη της απώλειας της Ρωσίας και της βαθμιαίας απο-παγκοσμιοποίησης. Οι οποίες είναι ένας τρόπος να πούμε με λίγο περισσότερα λόγια πως η χώρα χρειάζεται επενδυτική βαθμίδα και στο όνομα και στη χάρη.
Ενα πάρα πολύ απλό και ανησυχητικά πιθανό σενάριο θα πήγαινε κάπως έτσι. Μια κυβέρνηση που θα προέκυπτε από καραμπόλες του κεντροαριστερού χώρου θα είχε ως άμεση συνέπεια την απώλεια πρόσβασης στις αγορές – τόσο άμεσης που ίσως και να ανέκυπτε και προεκλογικά από τις δημοσκοπήσεις και μόνο.
Γιατί; Διότι είναι τέτοια η έλλειψη επαφής με τις πολιτικές που θα έφερναν βιώσιμες λύσεις στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα.
Το ανησυχητικότερο είναι πως αντιλαμβανόμενοι την κατάσταση σε κάποιο βαθμό επιλέγουν ένα συνειδητό μπάχαλο ολκής για να δουν πού θα κάτσουν οι μπίλιες της εξουσίας και όλο και κάτι θα βγει στα τυφλά – 2015 redux, δηλαδή, με νέα εμπλοκή των παλιών «ηρώων».
Κάποιοι θα πουν ότι έχουμε τα ταμειακά διαθέσιμα – μάλιστα, μόνο που ο ιδιωτικός τομέας και οι τράπεζες δεν χρηματοδοτούνται από αυτά. Εξάλλου, ακόμη και τώρα που διαθέτουμε τα υψηλότερα διαθέσιμα από όλες τις χώρες και πάλι το ασφάλιστρο κινδύνου μας παραμένει το υψηλότερο όλων, και μη βιώσιμο μακροπρόθεσμα.
Αλλοι θα πουν ότι έχουμε την ΕΚΤ με τα νέα εργαλεία της. Πολύ ωραία. Μόνο που μόνη της αποφασίζει πότε και εάν θα τα χρησιμοποιήσει και ποιο είναι το ορθό επιτόκιο ανάλογα με την ποιότητα πολιτικής που παράγει μια χώρα, άρα απαγορευτικό. Το τζάμπα πέθανε, δηλαδή, και όπισθεν ολοταχώς προς νέα εποπτεία της νέας φουρνιάς μαθητευόμενων μάγων. Συμπέρασμα πρώτο: Το ευρύτερο πολιτικό σύστημα πάλι δεν αντιλαμβάνεται τα διακυβεύματα που καταστάθηκαν τόσο επώδυνα φανερά την τελευταία δεκαετία. Και το 2023 δεν θα πάρει καν τους έξι μήνες που διήρκεσε η σαπουνόπερα του 2015 ή ακόμη και του 2010, διότι τώρα η πίστα είναι πολύ πιο προχωρημένη, και εγχωρίως και παγκοσμίως. Η ύπαρξη των διαθεσίμων στα λάθος τεχνικά χέρια δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από μια ψευδαίσθηση ασφάλειας και μόνο.
Συμπέρασμα δεύτερο: Οσο η πολιτική αντιπαράθεση δεν λαμβάνει χώρα με όρους ουσίας και περιεχομένου έναντι των ασύλληπτων προκλήσεων μπροστά μας, αλλά με όρους μπούρδας και καιροσκοπικού μπάχαλου, οι καλοπροαίρετοι πολίτες πρέπει να ανησυχούν.
Συμπέρασμα τρίτο: Πάνω από όλα πρέπει επιτέλους να είναι οι πολίτες που θα αποτινάξουν αυτό το σαράκι της ακατάσχετης καιροσκοπικής μπουρδολογίας που στοιχειώνει την Ελλάδα, απαιτώντας ουσία πολιτικής από όσους έχουν τη φιλοδοξία να διαχειριστούν τις τύχες μας.
Συμπέρασμα τέταρτο: Στην τελική ευθεία για τις εκλογές του 2023 η κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει να αποδεικνύει έμπρακτα την επιμονή της στην ουσία πολιτικής για την οποία ανησυχεί ο κόσμος πέρα και πάνω από κάθε άλλη φασαρία και επίπλαστο κοσμοχαλασμό.
Τα μάτια στην μπάλα λοιπόν ή, όπως λέμε, eyes on the ball. Οι καιροί ου μενετοί.
* Ο κ. Ιναχος Λάζος είναι απόφοιτος του ΜΙΤ και ιδρυτής της Delphic Strategies, συμβουλευτικής εταιρείας επενδυτικών κεφαλαίων από την Ευρώπη, την Ασία και την Αμερική.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News