Ο στενός διάδρομος διαφυγής
Ο τίτλος του άρθρου αποτελεί παράφραση του τίτλου ενός πρόσφατου βιβλίου των Acemoglou και Robinson («Ο στενός διάδρομος. Κράτη, κοινωνίες και η μοίρα της ελευθερίας», εκδ. Λιβάνη), που όμως αφορά τη σχέση δημοκρατίας και ανάπτυξης. Εκφράζει, ωστόσο, με εξαιρετικό τρόπο τις συνθήκες οι οποίες διαμορφώνονται σήμερα σε διεθνές και εθνικό επίπεδο.
Δεν έχει σημασία αν άλλες χώρες πλήττονται λιγότερο ή περισσότερο ή αν διαθέτουν μικρότερους ή μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας στην πολιτική τους. Μετά τον απόηχο των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης του 2007-2008 και των ετών της πανδημίας, αναδύονται νέες αποσταθεροποιητικές εξελίξεις και νέες απειλές με τη μορφή της στενότητας και της ακρίβειας των ενεργειακών πόρων, της οπισθοδρόμησης από δράσεις που ίσως περιόριζαν τις καταστροφικές επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής για τον πλανήτη πριν από τις κρίσιμες ημερομηνίες του 2030 και 2050, των ένοπλων συγκρούσεων και της ανάδειξης ενός ιδιότυπου πολεμικού τοπίου και στο πεδίο της οικονομίας. Οι γνωστές διαβεβαιώσεις, ότι πολλά από τα φαινόμενα που σημειώνονται είναι προσωρινά, διαχειρίσιμα και ελάχιστα ανησυχητικά, έχουν δώσει τη θέση τους στην αφωνία και την αμφιθυμία για το πώς επικοινωνείται ένα διογκούμενο πρόβλημα στην κοινή γνώμη και οι δύσκολες, αλλά επιτακτικές επιλογές που απαιτούνται.
Μπορεί κανείς να χαθεί σε πολλές μικρές, αποσπασματικές ή πρόσκαιρες ερμηνείες για τους λόγους των ανατροπών που βιώνουμε. Θεωρώ ότι είναι αναγκαίο να αναζητήσουμε συστημικές ερμηνείες –που δεν είναι μία– για να κατανοήσουμε το τοπίο στο οποίο κρίνεται η τύχη όλων μας και ιδίως των πιο ευάλωτων πληθυσμιακών τμημάτων σε διεθνή και εθνική κλίμακα. Η οικονομική κρίση του 2007-2008 αποκάλυψε την κεντρική αδυναμία μιας σημαντικής μερίδας της παγκόσμιας οικονομίας. Ηδη από τότε, ο μοχλός μεγέθυνσης των ΗΠΑ, της Ευρώπης, της Κίνας και πολλών ακόμα χωρών στηριζόταν στη συνεχή διεύρυνση ενός ανεξέλεγκτου παγκοσμιοποιημένου χρηματοοικονομικού συστήματος, που με δάνεια, συναλλαγές σε τίτλους, πιστωτικές μοχλεύσεις και διόγκωση της παγκόσμιας ρευστότητας κρατούσε την παραγωγική δραστηριότητα σε κάποιο, έστω αναιμικό, επίπεδο. Ο ρόλος των επενδύσεων, των τεχνολογικών αλλαγών και της παραγωγικότητας, που στο παρελθόν αποτελούσαν τη βάση της αναπτυξιακής διαδικασίας, συρρικνώθηκε, με αποτέλεσμα η μεγέθυνση να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από χρηματοοικονομικές συναλλαγές, που παρουσίαζαν ισχυρές διακυμάνσεις και παλινδρομήσεις.
Ας μην ξεχνάµε ότι οι χρηματοοικονομικές κρίσεις ξεκίνησαν γύρω στο 1975 από μια περιορισμένη περιοχή (το Μεξικό, Tequila crisis), επαναλήφθηκαν σε πολύ ευρύτερη κλίμακα στις χώρες της Ν.Α. Ασίας το 1997 και στη Ρωσία το 1998, επανήλθαν γενικότερα με τη φούσκα του dotcom το 2000 και πήραν την πιο έντονη μέχρι τότε μορφή με την κρίση των δανείων μειωμένης εξασφάλισης το 2007, πλήττοντας την παγκόσμια οικονομία. Το μάθημα δεν ελήφθη. Η κρίση ξεπεράστηκε (διεθνώς και στην Ελλάδα) –αν ξεπεράστηκε– με την υλοποίηση των ίδιων περίπου πολιτικών που προκάλεσαν την κρίση του 2007-2008. Μάλιστα στο σχήμα προστέθηκε και η Κίνα, που χρησιμοποίησε επίσης αντίστοιχα εργαλεία για την προώθηση της ανάπτυξής της (υπερδανεισμός για αγορές ακινήτων και φούσκες ακινήτων).
Μεταξύ 2008 και σήμερα, τρισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ έπεσαν στην αγορά, με μηδενικά σχεδόν επιτόκια, προκειμένου να ξεπεραστεί η ύφεση που προκλήθηκε το 2008. Για πολλά χρόνια ο πληθωρισμός στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών ήταν ανύπαρκτος. Πολλοί απορούσαν πώς τέτοιος όγκος νομισματικής ρευστότητας δεν είχε οδηγήσει σε αυξήσεις τιμών. Οδήγησε τώρα. Οι τιμές των ακινήτων και των χρηματιστηριακών τίτλων είχαν εμφανίσει από καιρό ισχυρές ανοδικές τάσεις, δημιουργώντας ανησυχίες για νέες φούσκες και αδιέξοδα. Ο δημόσιος δανεισμός που τροφοδότησε για πολλά χρόνια την κατανάλωση και την οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε σε μια δεκαπενταετία (2008-2022) κατά 26 ποσοστιαίες μονάδες στην Ευρωπαϊκή Ενωση (από 70% του ΑΕΠ στο 96%) και αντίστοιχα σε πολλές άλλες χώρες. Στην ουσία, οι μακροχρόνιες συνέπειες της κρίσης του 2007-2008 αντιμετωπίστηκαν με πολιτικές που είχαν προκαλέσει την κρίση εκείνη και προετοίμαζαν την επόμενη. Η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση στο παίγνιο αυτό. Παρά την οδυνηρή εμπειρία της στα χρόνια πριν από το 2009, παρά το κούρεμα του χρέους της το 2012, έφτασε να αυξήσει το χρέος της μεταξύ 2012 και 2021 από 160% του ΑΕΠ σε περίπου 200% το 2021 – το τρίτο μεγαλύτερο παγκοσμίως.
Η αδυναμία επίτευξης πραγματικής ανάπτυξης και ρυθμών μεγέθυνσης, που να συνδέονται με ένα ισχυρό παραγωγικό πρότυπο, οδήγησε στην αναζήτηση υποκατάστατων πολιτικών, που δημιουργούσαν μεν ένα θετικό κλίμα για κάποια χρόνια, αλλά αφανώς προετοίμαζαν την ανατροπή του και τη δημιουργία συνθηκών που θα ακύρωναν κάποια στιγμή τις όποιες θετικές επιδράσεις προηγήθηκαν. Σε εσωτερικό επίπεδο, τα αδιέξοδα αυτής της πολιτικής stop and go τα είδαμε πολλές φορές στη μεταπολίτευση. Πρακτικά, όλες αυτές οι εξελίξεις υποδηλώνουν την ίδια αδυναμία: να επιτευχθούν ρυθμοί μεγέθυνσης που να εκφράζουν την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης, της τεχνολογίας και των γνώσεων ως μοχλών ανάπτυξης και να διασφαλίζουν την ανθεκτικότητα της αναπτυξιακής διαδικασίας, χωρίς να εκτινάσσουν κάθε λίγα χρόνια τις ανισότητες και την κατάρρευση των προσδοκιών και του βιοτικού επιπέδου εκατομμυρίων οικογενειών.
Με το σκηνικό που έχει δημιουργηθεί, ισχυροποιείται και ένας ακόμα μοχλός αποσταθεροποίησης. Τα τεράστια χρέη κρατών και επιχειρήσεων διογκώνονται τόσο πολύ, ώστε η προοπτική μείωσής τους μέσω ανάπτυξης της οικονομίας ή μέσω δημοσιονομικών πολιτικών να γίνεται όλο και λιγότερο πιθανή. Κοινωνίες και κυβερνήσεις έχουν εθισθεί σε συνεχή ελλείμματα και όλο και μεγαλύτερο δανεισμό. Η υπέρβαση και η επιστροφή, έστω σταδιακή, σε πιο υγιείς ισορροπίες σημαίνει εξαιρετικά οδυνηρά μέτρα, που πυροδοτούν πολιτική δυσαρέσκεια, κοινωνικές αντιδράσεις και ανατροπές. Σε ένα τέτοιο τοπίο, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες έχουν ένα αφανές και πιεστικό συμφέρον να αφήσουν τον πληθωρισμό να ροκανίσει σταδιακά το βάρος του χρέους σε βάρος των καταθετών και των επενδυτών, η μεγάλη πλειονότητα των οποίων είναι αδύνατο να αντιδράσει. Εναλλακτικά, τόσο μεγάλα χρέη είναι αδύνατο να μην κουρευτούν κάποια στιγμή, κάτι που θα προκαλέσει βίαιες αντιδράσεις και θα είναι πάλι εις βάρος των ίδιων οικονομικών φορέων.
Το γεγονός ότι ένας ελεγχόμενος πληθωρισμός (π.χ. της τάξης του 6%-8%) μπορεί να παίξει έναν τέτοιο ρόλο, αλλά ταυτόχρονα να επηρεάσει αρνητικά την αναπτυξιακή διαδικασία, θέτει διλήμματα πολιτικής, που με τα σημερινά δεδομένα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα απαντηθούν με μεγαλύτερη χαλαρότητα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Το ενδιαφέρον είναι, ότι ακόμα και όσοι θέλουν να στηρίξουν την ανάπτυξη, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου ευρύτερων στρωμάτων, την αποτροπή επιδείνωσης των ανισοτήτων και της φτώχειας, τάσσονται συνεχώς και έντονα υπέρ πολιτικών, που, τελικώς, καταλήγουν να πλήξουν τις ίδιες τις αξίες και σχέσεις που θα ήθελαν να προστατέψουν. Mainstream και ετερόδοξες –προοδευτικές– πολιτικές, παρά τις φαινομενικές αντιθέσεις τους, πήγαν χέρι χέρι, καταλήγοντας στο ίδιο αποτέλεσμα. Απλώς, κάποια στιγμή, ανασύρεται το επιχείρημα των σκληρών, ανάλγητων και νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που στην πράξη όλες οι δυνάμεις έχουν στηρίξει, μέχρι τα αποτελέσματά τους να γίνουν αισθητά στα πιο αδύναμα στρώματα. Ας θυμηθούμε πώς πτώχευσε όλη σχεδόν η Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1970, πώς πτώχευσε σχεδόν η Ελλάδα το 2009-2010, πώς κατέρρευσαν εκατομμύρια νοικοκυριά στις ΗΠΑ το 2008-2009 και πολλές άλλες περιπτώσεις.
Θα έπρεπε να σημαίνουν κάτι όλα αυτά για εμάς; Ισως, αν θέλουμε να μη μετατραπούμε σε μόνιμο επαίτη της Ευρώπης με όλες τις οικονομικές, κοινωνικές και γεωπολιτικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Ισως, αν πιστεύουμε ότι η κλιματική αλλαγή, το ενεργειακό, οι αδύναμες αναπτυξιακές μας επιδόσεις, η γήρανση, τα ελλείμματα του ασφαλιστικού, τα δημοσιονομικά ελλείμματα και η υπερχρέωση αποτελούν πλέον εξαιρετικά ισχυρές απειλές για να τις αντιμετωπίζουμε παθητικά και απροβλημάτιστα. Ισως, αν σκεφτούμε το πόσο θα εκτιναχθεί η εξυπηρέτηση του, κατά τα άλλα, «θωρακισμένου» μη προστατευμένου δημόσιου χρέους μας με τα νέα δεδομένα και πόσο η αύξηση των επιτοκίων θα επιβαρύνει τις επιχειρήσεις, που στηρίζουν την ανάπτυξη της χώρας.
Είναι προφανές ότι ούτε οι προοπτικές ούτε οι προτάσεις πολιτικής είναι εύκολες. Αντίθετα, σε ταχύ χρόνο γίνονται όλο και πιο δύσκολες. Επιπλέον, το τι είναι ανάγκη να γίνει δεν είναι άγνωστο. Εχει διατυπωθεί ξανά και ξανά. Η χώρα μας έχει χάσει την αίσθηση της ανάγκης να επενδύσει στην παραγωγή και τους μοχλούς της ανάπτυξης (τεχνογνωσία, ανθεκτικά επιχειρηματικά μεγέθη, νέες κλαδικές δραστηριότητες, πολιτικές προσανατολισμένες στην παραγωγική βάση, στην εκπαίδευση, στην αποτελεσματικότητα των θεσμών και όχι σε παροχές και φαινομενικές αναδιανομές, πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, του ενεργειακού κ.ά.). Τις τελευταίες δεκαετίες το παραγωγικό μας σύστημα διολισθαίνει συνεχώς σε βιομηχανικές δραστηριότητες και υπηρεσίες χαμηλής παραγωγικότητας, που εγκλωβίζουν την αναπτυξιακή διαδικασία σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Με τέτοια παραγωγική διάρθρωση είναι μαθηματικά αδύνατο να ξεφύγουμε προς τροχιές εξέλιξης που θα έδιναν μια ισχυρή ώθηση προς τα επάνω, θα δημιουργούσαν ελπίδα και θα υποκινούσαν πρωτοβουλίες και επιλογές για ένα θετικότερο αύριο. Οι επιδόσεις της οικονομίας εδώ και πάνω από μια δεκαετία αρκούν για να δείξουν ότι όλα αυτά δεν είναι υποθέσεις ή προβλέψεις. Είναι πλέον μια δύσκολη πραγματικότητα και εξαρτάται από εμάς να την ανατρέψουμε. Στην Ιστορία υπάρχουν αναρίθμητες περιπτώσεις κοινωνιών που έδυσαν με αργό, αλλά μη αναστρέψιμο τρόπο. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις –όχι μεμονωμένες– που κοινωνίες είδαν τις απειλές, βρήκαν τη δύναμη να απεγκλωβιστούν από τις Σειρήνες και να συμπορευτούν με το μέλλον.
* Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι πρώην υπουργός.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News