Απόψεις Παρασκευή 27/05/2022, 00:01
ΑΠΟΨΕΙΣ

H επενδυτική βαθμίδα επιβάλλει δημοσιονομική σταθερότητα

H επενδυτική βαθμίδα επιβάλλει δημοσιονομική σταθερότητα

Η Ελλάδα έχει υποφέρει πολύ στο παρελθόν από την έλλειψη δημοσιονομικής σταθερότητας. Η χώρα βίωσε, από το 1827, πέντε χρεοκοπίες και πολύ περισσότερες δημοσιονομικές κρίσεις, ενώ βρέθηκε επανειλημμένως υπό διεθνή έλεγχο. Οι εκτροχιασμοί των δημόσιων οικονομικών κατά κανόνα συνοδεύονται από μεγέθυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Από μία οπτική γωνία, τα περίφημα δίδυμα ελλείμματα αποτελούν αντανάκλαση της χαμηλής παραγωγικότητας και των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, τα οποία γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστούν (ή προκαλούνται κατά μία άποψη) από επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Τα τελευταία χρόνια, και έπειτα από τρία προγράμματα προσαρμογής, η Ελλάδα είχε μπει σε τροχιά πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Δυστυχώς, οι ανάγκες αντιμετώπισης της πανδημίας (δαπάνες και εγγυήσεις 43 δισ. ευρώ μεταξύ 2020-2022) οδήγησαν εκ νέου σε υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα (-10,2% του ΑΕΠ το 2020, -7,4% το 2021). Αναμφισβήτητα οι δαπάνες αυτές συνέβαλαν στην ανακούφιση αρκετών νοικοκυριών και επιχειρήσεων που το χρειάζονταν. Είναι, ωστόσο, επίσης αναμφισβήτητο στοιχείο πως οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες αυξήθηκαν μεταξύ Δεκεμβρίου 2019 – Μαρτίου 2022 κατά 33,5 δισ. ευρώ, μια αύξηση που δεν μπορεί να αποδοθεί σε οικονομική μεγέθυνση, αφού το ΑΕΠ στο τέλος του 2021 ήταν σε επίπεδο χαμηλότερο αυτού του τέλους του 2019. Εξίσου σοβαρό, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε το 2020 έλλειμμα 6,6% του ΑΕΠ (ενώ η οικονομία συρρικνωνόταν) και το 2021 έλλειμμα 5,9% (ενώ η οικονομία μεγεθυνόταν). Προφανώς αυτό εν μέρει σχετίζεται με τη συγκυρία, επιβεβαιώνει όμως και την αιτιώδη συνάφεια με τα δημοσιονομικά ελλείμματα.

Υπό μία ευρύτερη οπτική, η ελληνική οικονομία δεν έχει μεταρρυθμιστεί επαρκώς ώστε να αναπτύσσεται χωρίς να παράγει ελλείμματα. Κι ενώ ηλπίζετο ότι φέτος θα επανέλθουμε σε δημοσιονομική σταθερότητα, ενέσκηψε ο πόλεμος στην Ουκρανία και η επίταση της ενεργειακής κρίσης (η οποία όμως έχει και άλλα αίτια). Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση έχει ήδη λάβει νέα μέτρα αξίας 6,9 δισ. ευρώ για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων έναντι των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας. Τα μέτρα δεν έχουν ισόποση επίπτωση στον φετινό προϋπολογισμό καθότι εν μέρει χρηματοδοτούνται από τον λογαριασμό ΑΠΕ, όμως από κάπου θα λείψουν κι αυτά τα χρήματα στο μέλλον.

Η συζήτηση αυτή δεν είναι ακαδημαϊκή. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η χώρα, έπειτα από 12 χρόνια προσαρμογών, δεν έχει καταφέρει να ανακτήσει ακόμα την επενδυτική βαθμίδα από κανέναν οίκο αξιολόγησης και τα ελληνικά ομόλογα βαθμολογούνται ως «σκουπίδια». Το γεγονός αυτό έχει πολλαπλές επιπτώσεις: βγάζει τη χώρα από το ραντάρ πολλών σοβαρών μακροπρόθεσμων επενδυτών, αυξάνει το κόστος χρηματοδότησης για κράτος, τράπεζες και επιχειρήσεις, και κάνει ολοένα και δυσκολότερο για την ΕΚΤ να συνεχίσει να παρέχει την ομπρέλα προστασίας στη χώρα (PEPP, TLTRO) επικαλούμενη συνεχώς εξαιρέσεις από τους κανόνες της. Επομένως, η ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας το ταχύτερο δυνατόν, ιδίως μέσα σε ένα περιβάλλον αυξημένης μεταβλητότητας και αβεβαιότητας, αποτελεί υψηλή προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής. Μία από τις βασικότερες παραμέτρους τις οποίες εξετάζουν οι οίκοι αξιολόγησης για να προβούν σε μία τέτοια κίνηση είναι η δημοσιονομική σταθερότητα. Τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα των δύο προηγούμενων ετών και η επιβράδυνση της αναπτυξιακής πορείας επιβάρυναν τους λόγους του δημόσιου χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών προς το ΑΕΠ. Η αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους βεβαίως δεν αντιμετωπίζει κίνδυνο διότι, μετά τις παρεμβάσεις των μνημονίων, το χρέος έχει πολύ μεγάλη μέση διάρκεια (18 έτη, υπερδιπλάσια της Ευρωζώνης), χαμηλά επιτόκια (κλειδωμένα για πολλά χρόνια μέσω συμφωνιών ανταλλαγής επιτοκίων) και οφείλεται κατά τα 3/4 στον επίσημο τομέα. Ωστόσο, ο πληθωρισμός και η προοπτική αυξήσεων των επιτοκίων από την ΕΚΤ για την αντιμετώπισή του, αυξάνει ήδη τις αποδόσεις των ομολόγων. Επιπλέον, η αβεβαιότητα επιδεινώνει τις χρηματοοικονομικές συνθήκες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι χώρες που θεωρούνται από τις αγορές ότι έχουν πιο ευαίσθητα θεμελιώδη, «τιμωρούνται» με υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου. Η Ελλάδα έχει τώρα απόδοση του δεκαετούς ομολόγου περί το 3,5%, από 1% πριν από ένα έτος. Επιπλέον, η διαφορά απόδοσης (spread) με την Ιταλία, που είναι η άλλη χώρα της Ευρωζώνης με υψηλό λόγο χρέους προς το ΑΕΠ, από αρνητική υπέρ μας στις 10 μονάδες βάσης τον Ιούνιο του 2021, είναι τώρα θετική (μεγαλύτερη απόδοση του ελληνικού ομολόγου) στις 60 μονάδες βάσης. Οι αγορές θεωρούν τώρα ότι η πορεία των δημόσιων οικονομικών καθιστά τα ελληνικά ομόλογα πιο επισφαλή από τα ιταλικά. Αυτό θα επιβαρύνει το κόστος των μελλοντικών εκδόσεων.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η εμπιστοσύνη είναι ένα αγαθό το οποίο δύσκολα χτίζεται και εύκολα γκρεμίζεται. Κύκλοι σκεπτικιστών σε Βρυξέλλες, Φρανκφούρτη και χρηματοοικονομικά κέντρα κατά καιρούς δεν χάνουν ευκαιρία να εγείρουν αμφιβολίες για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, κάτι που θα μπορούσε να προκύψει και τώρα με αφορμή, για παράδειγμα, το γεγονός ότι η χώρα με τον υψηλότερο λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ στην Ευρωζώνη έδωσε το μεγαλύτερο πακέτο στήριξης ενώ ζητεί την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία. Αυτοί που δεν εμπιστεύονται την Ελλάδα θεωρούν ότι η χώρα έχει την τάση να εκμεταλλεύεται κάθε παράθυρο ευκαιρίας (εν προκειμένω τη γενική ρήτρα διαφυγής που ενεργοποίησε η Ε.Ε. για την αντιμετώπιση της πανδημίας) ώστε να παράγει δημοσιονομικά ελλείμματα. Επιπλέον, ο πολιτικός κύκλος, σε όλες τις δημοκρατίες, οδηγεί συχνά σε δημοσιονομικές παρεκβάσεις. Αλλά μεγαλύτερη σημασία από το τι λέει ο οποιοσδήποτε έχει το ύψος του spread.

Είναι σημαντικό λοιπόν το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα να περιοριστεί φέτος έως το 2% του ΑΕΠ, όπως προέβλεψε η κυβέρνηση στο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης, και το 2023 να επανέλθουμε σε πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα. Ο πληθωρισμός έχει πράγματι σοβαρές επιπτώσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, όμως τα μέτρα αντιμετώπισής του πρέπει να είναι στοχευμένα σε αυτούς που πράγματι έχουν ανάγκη και όχι οριζόντια, και να αποφεύγεται ο πειρασμός παρεμβάσεων που ανατροφοδοτούν τον πληθωρισμό και τον εδραιώνουν στις πληθωριστικές προσδοκίες. Πιο μακροχρόνια, θα ήταν ευχής έργον το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων στα οποία έχει δεσμευτεί η χώρα να επαναπροσδιοριστεί σε λογικότερο ύψος, σε συνεργασία με τους δανειστές, υπό την προϋπόθεση παρεμβάσεων εάν αυτό καταστεί αναγκαίο, ώστε η οικονομία να βρει αναπτυξιακό χώρο. Δεν μπορούμε όμως να παραμείνουμε σε ελλείμματα. Είναι αυτό κεντρική προϋπόθεση ώστε σε πρώτο στάδιο να αποφύγουμε αρνητικές εξελίξεις στην αξιολόγηση της χώρας και, σε δεύτερο στάδιο, να ανακτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα. Δεν είναι πολυτέλεια, είναι προϋπόθεση αποφυγής περιπετειών.

* Ο κ. Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών.

** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News