ΑΠΟΨΕΙΣ

Η εβδομάδα που ο πληθωρισμός εδραιώθηκε

Η εβδομάδα που ο πληθωρισμός εδραιώθηκε

Τα γεγονότα που εκτυλίσσονται από τις 24 Φεβρουαρίου έχουν επιλύσει μια διαφωνία: ο πληθωρισμός δεν είναι πια προσωρινός.

Υπάρχουν τέσσερις λόγοι για να αναμένουμε αυξημένες πληθωρικές πιέσεις κι ένας ελαφρυντικός παράγοντας.

Το πρώτο είναι οι τιμές της ενέργειας, με τις τιμές τόσο του αργού πετρελαίου όσο και του φυσικού αερίου να ανεβαίνουν σε πολύ υψηλά επίπεδα από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία. Με τις κυρώσεις που επιβάλλονται τώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να μειώσει τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Αυτό σημαίνει και μείωση της συλλογικής ζήτησης αλλά και αντικατάσταση της ζήτησης από αλλού. Στο βαθμό που αυτό δεν μπορεί να συμβεί τους επόμενους 12 μήνες περίπου, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) εξακολουθεί να εξαρτάται από τη Ρωσία, οπότε είναι αναπόφευκτο η ενέργεια να καταστεί εργαλείο αντιποίνων. Για όσο διάστημα ισχύουν αυτές οι κυρώσεις, η ΕΕ θα είναι ευάλωτη και θα αντιμετωπίζει αντίστοιχα βαρύ ενεργειακό λογαριασμό.

Δεύτερον, αντιμέτωπη με υψηλό πληθωρισμό και την αβεβαιότητα που προκαλεί ο πόλεμος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) πρέπει να επανεξετάσει τα σχέδιά της. Οι αγορές ανέμεναν από την ΕΚΤ να ανακοινώσει ότι θα τερματίσει το Πρόγραμμα Αγοράς Περιουσιακών Στοιχείων (APP) και θα άνοιγε έτσι το δρόμο για αυξήσεις επιτοκίων μέχρι το τέλος του έτους. Δεδομένων των σημερινών συνθηκών και το πόσο γρήγορα μεταβάλλονται, αναμένω μια πραγματική αλλαγή στα μηνύματα που θα στείλει η ΕΚΤ στην επόμενη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου. Το αφήγημα της ΕΚΤ μέχρι πριν λίγες ημέρες ήταν ότι και οι υψηλές τιμές της ενέργειας ήταν προσωρινές κι ότι έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε η ίδια να χρησιμοποιήσει νομισματική πολιτική για την αντιμετώρισή τους. Η ΕΚΤ θα πρέπει τώρα να αποδεχθεί ότι οι τιμές θα παραμείνουν υψηλές για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά και να είναι σαφής ότι οι πολιτικές της πρέπει να συνεχίσουν να είναι επεκτατικές για να αντιμετωπίσουν την αβεβαιότητα που προκαλεί ο πόλεμος. Έτσι, όχι μόνο θα υπάρξουν υψηλότερες τιμές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αλλά η ΕΚΤ θα τις υποβοηθήσει.

Τρίτον, η δημοσιονομική πολιτική θα είναι επεκτατική αν και με διαφορετικό τρόπο από ό,τι κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι δύο κατηγορίες που πρέπει να προσέξουμε είναι οι στρατιωτικές δαπάνες και η στήριξη των νοικοκυριών για την αντιμετώπιση του ενεργειακού βάρους.

Το 2016, μόνο τρεις χώρες της ΕΕ εκπλήρωναν τον στόχο αμυντικών δαπανών που υποδεικνύει το  ΝΑΤΟ, για 2% του ΑΕΠ. Οι προκαταρκτικές εκτιμήσεις για το 2021 δείχνουν ότι οκτώ χώρες της ΕΕ αναμένονται τώρα να τον εκπληρώσουν. Η Γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε τώρα ότι θα αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες στα 100 δισεκατομμύρια ευρώ για να ανταποκριθεί σε αυτή την υποχρέωση στο ΝΑΤΟ. Αυτό συγκρίνεται με το 1,53% που δαπανήθηκε το 2021 και αντιπροσωπεύει αύξηση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα του Γερμανικού ΑΕΠ, η οποία θα διατηρηθεί σε βάθος χρόνου. Άλλες χώρες θα ακολουθήσουν σίγουρα, με την αύξηση των στρατιωτικών τους δαπανών.

Τέταρτον, πέρα από τις στρατιωτικές δαπάνες, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις πολύ υψηλές τιμές ενέργειας. Στις αρχές του χειμώνα, όλες οι χώρες της ΕΕ παρείχαν βοήθεια στα νοικοκυριά. Καθώς οι τιμές της ενέργειας συνεχίζουν να αυξάνονται και να επιβαρύνουν σε μεγάλο βαθμό το καλάθι του πληθωρισμού, μπορούμε να αναμένουμε περαιτέρω μέτρα στήριξης. Είναι σημαντικό ότι ο κίνδυνος επιπτώσεων του δεύτερου γύρου ήταν πάντα συνδεδεμένος με τη διάρκεια του υψηλότερου πληθωρισμού. Καθώς ο πληθωρισμός τώρα πια εδραιώνεται, ο κίνδυνος είναι πλέον πραγματικός και άμεσος.

Τότε το πραγματικό ερώτημα είναι τι θα συμβεί με την ανάκαμψη. Οι επιπτώσεις των δημοσιονομικών κινήτρων που θα διατεθούν για την αντιμετώπιση των συνεπειών του πολέμου θα μειωθούν από τη μείωση των επενδύσεων και του εδραιωμένου πληθωρισμού. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αναμένεται να καθυστερήσει οποιαδήποτε επιστροφή σε μια πειστική πορεία ανάπτυξης.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News