Ο «τελευταίος χορός» του φυσικού αερίου στις αγορές
Τα τελευταία δεκαπέντε και πλέον χρόνια το φυσικό αέριο είναι ο βασιλιάς των ενεργειακών αγορών. Εχει χαρακτηρισθεί ως το καύσιμο-γέφυρα για τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις μηδενικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Τα συστήματα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών, όπως είχαν σχεδιαστεί από το 2020, το καθιστούν φθηνότερο από τον άνθρακα, δίνοντάς του σημαντικό πλεονέκτημα για χρήση σε βιομηχανίες και καταναλωτές.
Η κυριαρχία του στην Ευρώπη αποτυπωνόταν και στην προώθηση έργων μεταφοράς και ανάπτυξης του δικτύου αγωγών φυσικού αερίου, με ταυτόχρονη επιδίωξη τη μείωση της εξάρτησης από τη Ρωσία. Πολλοί αγωγοί σχεδιάστηκαν, όπως ο περίφημος Nabucco, που τύγχανε μάλιστα της στήριξης πολλών χωρών της Ευρώπης και των ΗΠΑ, καθώς θα έφερναν φυσικό αέριο από νέες πηγές και περισσότερες χώρες. Τελικά από τους τόσους αγωγούς που σχεδιάστηκαν, κατασκευάσθηκε μόνο ο TAP (ο μικρότερος όλων, με δυναμικότητα 10 bcm/έτος). Εχει βέβαια ολοκληρωθεί και ο Nord Stream 2. Αυτός όμως εξυπηρετεί αποκλειστικά τα συμφέροντα της Γερμανίας και δεν είναι καθόλου σίγουρο αν και πότε θα λειτουργήσει. Επίσης, δεν συμβάλλει στην απεξάρτηση από τη Ρωσία, στόχο στον οποίο η Ε.Ε. απέτυχε παταγωδώς.
Ακόμα όμως και στις ΗΠΑ, το φθηνό φυσικό αέριο (σχιστολιθικό κυρίως) ήταν βασικό εργαλείο της διακυβέρνησης του Ομπάμα προκειμένου να στηρίξει την κλιματική του πολιτική. Η επικράτησή του έναντι του άνθρακα δεν ανετράπη ούτε κατά την περίοδο της προεδρίας Τραμπ. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, με το φυσικό αέριο το 2010 να συμμετέχει κατά 20% στην κάλυψη ζήτησης ηλεκτρισμού, ενώ το 2019 το ποσοστό αυτό έφθασε στο 33%.
Το σημείο καμπής στην αλλαγή στρατηγικής ήταν το τέλος του 2019, λίγο πριν ξεσπάσει ο κορωνοϊός, όταν η Επιτροπή παρουσίαζε την Πράσινη Συμφωνία (Green Deal). Με τον νέο της στόχο για μηδενικές εκπομπές το 2050, η διάρκεια ζωής του φυσικού αερίου ως γέφυρα καθίσταται πλέον ιδιαίτερα βραχύβια (μικρότερη της 10ετίας σε κάθε περίπτωση). Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ε.Ε. το 2019, που η κατανάλωσή της στο φυσικό αέριο ήταν 480 bcm, προέβλεπε τη ζήτησή του για το 2030 στα 255 bcm. Πρόκειται για μείωση ζήτησης 47% μέσα σε 11 χρόνια.
Τι σημαίνει αυτό; Πως, πλέον, μόνο η αξιοποίηση υφιστάμενων υποδομών αερίου έχει νόημα. Νέες υποδομές δεν θα λειτουργήσουν για επαρκές διάστημα που να τις καθιστά οικονομικά βιώσιμες. Μάλιστα, το περίφημο «taxonomy», η λίστα δηλαδή δραστηριοτήτων που η Ε.Ε. χαρακτηρίζει ως συμβατές για βιώσιμη χρηματοδότηση από τις τράπεζες, εντείνει περαιτέρω την ανασφάλεια των σχετικών επενδύσεων.
Εχει η ελληνική ενεργειακή πολιτική ευθυγραμμιστεί με τις νέες συνθήκες; Το αέριο ήταν πάνω από το 40% της ηλεκτροπαραγωγής τις περισσότερες μέρες του χειμώνα, ενώ είμαστε η μόνη χώρα στην Ε.Ε. που η ηλεκτροπαραγωγή από αέριο αυξήθηκε κατά 24% την ίδια περίοδο. Στις άλλες χώρες μειώθηκε δραστικά. Στην Ολλανδία κατά 49%, στη Γαλλία κατά 46%, στη Γερμανία κατά 30% και στην Ισπανία κατά 21%, με βάση την τελευταία έκθεση της Επιτροπής. Ενα νέο καμπανάκι μάλιστα ήρθε από τον πολύ συντηρητικό Παγκόσμιο Οργανισμό Ενέργειας. Η ζήτηση φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή στην Ευρώπη αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω το 2022 (κατά 6% σε σύγκριση με το 2021), λόγω αύξησης της διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση από ό,τι αναμένεται να συμβεί στην Ελλάδα. H σημερινή κρίση στις τιμές του, που δημιουργεί κυρίως η Ρωσία, δεν θα αλλάξει τη μοίρα του. Ισως του παρατείνει τη ζωή για λίγα χρόνια, ώστε οι κερδοσκόποι να καλύψουν τις θέσεις τους.
Η αλλαγή πολιτικής στην Ελλάδα είναι επιβεβλημένη. Διαφορετικά δεν θα οδηγηθούμε μόνο σε αδρανή περιουσιακά στοιχεία και υποδομές. Η αύξηση του ενεργειακού κόστους που επιτείνει το πρόβλημα της ενεργειακής ένδειας θα εντείνει τις ανισότητες, με κοινότητες και ανθρώπους να «αδρανοποιούνται». Η απεξάρτηση από το αέριο περνάει μόνο μέσα από ευρείας κλίμακας προγράμματα προώθησης ανανεώσιμων πηγών και συστημάτων αποθήκευσης σε επίπεδο τελικής κατανάλωσης, με ταυτόχρονη εξοικονόμηση ενέργειας. Με νέες ενεργειακές πολιτικές μπορούν να καταστούν τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις και οι αγρότες ενεργειακά αποδοτικοί αυτοπαραγωγοί, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα όχι μόνο της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας απέναντι στον «τελευταίο χορό» του αερίου στις ενεργειακές αγορές.
* Ο κ. Χάρης Δούκας είναι αν. καθηγητής ΕΜΠ.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News