Η οικονομία του Μπάιντεν ένα χρόνο μετά
Μετά απο ένα χρόνο θητείας οι δημοσκοπήσεις δεν φέρνουν καλά νέα για τον Τζο Μπάιντεν. Η πιο πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι μόνο το 41% της κοινής γνώμης εκφράζεται θετικά, έναντι 54% πριν ένα χρόνο. Το ποσοστό επιδοκιμασίας είναι το χαμηλότερο στον πρώτο χρόνο θητείας των Αμερικανών προέδρων απο το 1993, με εξαίρεση τον Ντόναλντ Τραμπ του οποίου η αποδοχή ήταν στο 39%. Η δημοσκοπική καθίζηση συνδέεται κυρίως με τη διαχείριση της πανδημίας, του εσωτερικού πολιτικού ρήγματος, αλλά και της πορείας της οικονομίας. Επέδρασε ωστόσο και η καταστροφική αποχώρηση απο το Αφγανιστάν, που προέβαλε την εικόνα μιας ευάλωτης δύναμης διεθνώς.
Σε ό,τι αφορά την υπέρβαση της πανδημίας, που ο Τζο Μπάιντεν έθεσε σαν πρωταρχικό στόχο, οι προσδοκίες διαψεύστηκαν—όπως άλλωστε σε πολλές χώρες. Το 2021 οι ΗΠΑ κατέγραψαν 60000 περισσότερους θανάτους λόγω Covid-19 σε σχέση με το 2020, παρά την διαθεσιμότητα των εμβολίων. Μόνο το 44% της κοινής γνώμης έχει εμπιστοσύνη στη διαχείριση της πανδημίας, έναντι 65% ενα χρόνο πριν. Σε οτι αφορά το χάσμα που προκάλεσε η επεισοδιακή αλλαγή σκυτάλης στον Λευκό Οίκο, μόλις το 30% θεωρεί οτι ο πρόεδρος μπορεί να ενώσει ξανά τη χώρα, απο 48% στην αρχή της θητείας του.
Στο μέτωπο της οικονομίας μόνο το 44% πιστεύει οτι ο Μπάιντεν κάνει σωστές επιλογές, έναντι 56% ένα χρόνο πριν. Που οφείλεται αυτή η μεταστροφή της κοινής γνώμης; Το 2021 «έκλεισε» με ανάπτυξη 5,7% σε ετήσια βάση, που είναι η υψηλότερη από το 1984, ενώ η ανεργία μειώθηκε στο 3,9% επιστρέφοντας σχεδόν στο προ πανδημίας επίπεδο. Το «αγκάθι» είναι ότι, παρά την ταχεία ανάπτυξη, τα νοικοκυριά πιέζονται απο την έξαρση του πληθωρισμού, που έφθασε το 7% τον Δεκέμβριο — η χειρότερη επίδοση από το 1982. Σύμφωνα με τις έρευνες των νοικοκυριών, το 26,3% αναμένουν οτι οι οικονομική τους κατάσταση θα χειροτερεύσει στον επόμενο χρόνο, έναντι 18% την ίδια περίοδο πέρυσι.
Η εκτόξευση του πληθωρισμού οφείλεται σε σημαντικό βαθμό σε εσφαλμένους χειρισμούς που προκάλεσαν το «ντοπάρισμα» της ζήτησης. Η κυβέρνηση Μπάιντεν εμμένει στο αφήγημα των ελλειμμάτων της προσφοράς, λόγω των εμπλοκών της εφοδιαστικής αλυσίδας, στο οποίο προστέθηκε πρόσφατα το αφήγημα των επιχειρηματικών μονοπωλίων που εκμεταλεύονται τα εμπόδια για να αυξάνουν τις τιμές και τα κέρδη. Αν όμως η αύξηση των περιθωρίων κέρδους κατά την ανάκαμψη από την πανδημία είναι γεγονός, είναι ανεπαρκής ως παράγοντας ανάφλεξης των τιμών, όπως δέχονται οικονομολόγοι φιλικοί προς την κυβέρνηση.
Το ντοπάρισμα της ζήτησης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο πακέτο στήριξης 1,9 τρις $ (9% του ΑΕΠ) που εισήγαγε ο νέος πρόεδρος στην αρχή της θητείας του. Επρόκειτο για συμπληρωματική στήριξη στά δύο προηγούμενα πακέτα 2,9 τρις $ της κυβέρνησης Τραμπ το 2020. Υπήρξε ωστόσο μια σημαντική διαφορά: Τα πακέτα του 2020 στήριξαν το εισόδημα στην πρώτη φάση της πανδημίας όπου, λόγω των περιορισμών, η κατανάλωση είχε υποχωρήσει πάνω απο 10% (αριστερό γράφημα). Αντίθετα, το πακέτο Μπάιντεν ήρθε στην φάση ανάκαμψης όπου η κατανάλωση είχε ήδη επανέλθει στο προ πανδημίας επίπεδο. Με την υπερβολική ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος η καταναλωτική ζήτηση ξεπέρασε κατά 5% το προ πανδημίας επίπεδο. Όπως ήταν αναμενόμενο, η πλεονάζουσα ζήτηση, δεδομένων και των εμπλοκών των εφοδιαστικών αλυσίδων στην προσφορά αγαθών, οδήγησε σε έξαρση του πληθωρισμού.
Ο κίνδυνος είχε επισημανθεί έγκαιρα από έγκυρους παρατηρητές όπως ο Olivier Blanchard (πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ) και ο Larry Summers (πρώην υπουργός οικονομικών του Μπιλ Κλίντον). Η πραγματικότητα αποδείχθηκε όμως ακόμα χειρότερη γιατί στα προβλήματα των εφοδιαστικών αλυσίδων προστέθηκε το φαινόμενο της «μεγάλης παραίτησης» (Great Resignation). Πρόκειται για την σημαντική έξοδο απο το εργατικό δυναμικό που προκάλεσε η πανδημία, ιδιαίτερα γυναικών και πιο ηλικιωμένων εργαζομένων,. Όπως παρατηρεί ο Paul Krugman, αυτό ισοδυναμεί με περιορισμό του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας που, δεδομένης της πίεσης που ασκεί η ενισχυμένη ζήτηση, επιτείνει τον πληθωρισμό.
Μεγάλοι χαμένοι του πληθωρισμού είναι οι χαμηλόμισθοι και οι συνταξιούχοι, των οποίων τα εισοδήματα δεν συμβαδίζουν με την άνοδο του κόστους ζωής. Είναι χαρακτηριστικό οτι οι αμοιβές των εργαζομένων στην βιομηχανία μειώθηκαν σε πραγματικούς όρους για πρώτη φορά το 2021 παρά την στενότητα στην αγορά εργασίας (δεξιό γράφημα). Βραχυχρόνια η ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί, λόγω της απόσυρσης των μέτρων στήριξης, της αδυναμίας έγκρισης του προγράμματος Build Back Better (1,8 τρις $) από την Γερουσία, αλλά και των επικείμενων αυξήσεων των επιτοκίων από την FED. Με την επιβράδυνση της ανάπτυξης και το ροκάνισμα των εισοδημάτων απο τον πληθωρισμό η οικονομική διαχείριση της διακυβέρνησης Μπάιντεν κινδυνεύει τελικά να «γυρίσει μπούμεραγκ» κατά των πλέον ευάλωτων, αντίθετα με τις προθέσεις του νέου προέδρου. Οι οιωνοί δεν παρουσιάζονται συνεπώς ευνοϊκοί για τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, αλλά ίσως και για το κρίσιμο ορόσημο του 2024.
* Ο Αριστομένης Βαρουδάκης είναι Οικονομολόγος, Πρώην Καθηγητής Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News