Ανησυχίες για το αυξανόμενο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ;
Αν η παγκόσµια οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2000 και η κρίση της πανδημίας των τελευταίων δύο ετών μάς έχουν διδάξει κάτι, είναι ότι οι ΗΠΑ αποκλείεται να ξεμείνουν από χρήματα. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης 2007-2009, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα δάνεισε και ξόδεψε πάνω από 29 τρισ. δολάρια για τη διάσωση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στη συνέχεια ξόδεψε ακόμα περισσότερα σε διαφόρου είδους δανεισμό «μη συμβατικής» νομισματικής πολιτικής, γνωστής ως «ποσοτική χαλάρωση». Κατά τη διάρκεια της κρίσης του ιού, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ έχει (μέχρι στιγμής) πιστώσει ιδιωτικούς τραπεζικούς λογαριασμούς πολιτών ή έχει στείλει επιταγές σ’ αυτούς που δεν γνωρίζει τους λογαριασμούς επιδόματα συνολικού ύψους περίπου 5 τρισ. δολαρίων ως οικονομική ενίσχυση. Δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα είναι η τράπεζα του υπουργείου Οικονομικών, όλες αυτές οι πληρωμές πραγματοποιήθηκαν μέσω αυτής – με την τράπεζα να εκκαθαρίζει τις επιδοτήσεις πιστώνοντας τα αποθεματικά ιδιωτικών τραπεζών. Οπως έχει στο παρελθόν εξηγήσει στο Κογκρέσο ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Ben Bernanke, η διαδικασία τέτοιων συναλλαγών από αυτήν γίνεται ηλεκτρονικά όπως και όλες οι άλλες δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού. Ολες οι δημόσιες δαπάνες περιορίζονται μόνο από την προθυμία του Κογκρέσου και την προθυμία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να αγοράσει ομόλογα που πωλούνται στην αγορά ή να δανείσει έναντι αυτών. Αυτή η διαδικασία γίνεται από την ίδρυση της κεντρικής τράπεζας και θα συνεχιστεί στο αόριστο μέλλον. Δεν υπάρχει ασάφεια σ’ αυτό το ζήτημα ούτε πρέπει να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την αμερικανική οικονομική δυνατότητα ή φερεγγυότητα. Το ερώτημα, λοιπόν, ποτέ δεν είναι αν οι ΗΠΑ μπορούν να ξοδέψουν περισσότερα χρήματα, αλλά αν πρέπει να ξοδέψουν περισσότερα.
Εάν το υπουργείο Οικονομικών δαπανήσει περισσότερα χρήματα από όσα εισέπραξε από πληρωμές φόρων κατά τη διάρκεια ενός έτους, το αρνητικό αποτέλεσμα καθιστά το κρατικό έλλειμμα. Σύμφωνα με τις τρέχουσες διαδικασίες λειτουργίας που έχουν υιοθετήσει η κεντρική τράπεζα και το υπουργείο Οικονομικών, τα νέα ομόλογα χρηματοδότησης του δημοσίου κατά τη διάρκεια του έτους θα είναι λίγο πολύ του ίδιου ποσού με το έλλειμμα. Κάθε χρόνο που το υπουργείο Οικονομικών παρουσιάζει έλλειμμα, προσθέτει στο ανεξόφλητο δημόσιο χρέος. Αντίστροφα, τυχόντα πλεονάσματα το μειώνουν. Από τις απαρχές του αμερικανικού κράτους, το υπουργείο Οικονομικών έκλεισε τα περισσότερα χρόνια με έλλειμμα. Επομένως, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια των περίπου 200 ετών (με σχετικά λίγα χρόνια πλεονασμάτων που το μείωσαν). Το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί ταχύτερα από την εθνική παραγωγή, εξ ου και η αιτία που ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ έχει αυξηθεί περίπου 1,8% ετησίως από την ίδρυση των ΗΠΑ.
Αν παρατηρείται μια τάση για πάνω από δύο αιώνες –με μόλις ένα μικρό διάλειμμα– μπορεί κανείς να αρχίσει να τη θεωρεί φυσιολογικά δεδομένο. Παραδόξως όμως ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός που δεν επιτεύχθηκε σχεδόν ποτέ, θεωρείται φυσιολογικός. Το εξαιρετικά σπάνιο πλεόνασμα, δε, προβάλλεται ως αξιοσημείωτο επίτευγμα. Το συνηθισμένο έλλειμμα καθίσταται μη φυσιολογικό, μη βιώσιμο και αποτέλεσμα πράξεων ανευθυνότητας.
Θα πρέπει να γνωρίζουμε όμως ότι το «έλλειμμα» της κυβέρνησης είναι το «πλεόνασμα» των άλλων θεσμικών τομέων, του ιδιωτικού (νοικοκυριών και επιχειρήσεων) και του εξωτερικού. Και αυτό διότι οι δημόσιες δαπάνες πρέπει να είναι ίδιες με το εισόδημα στο σύνολο και των τριών. Εάν η κυβέρνηση ξοδεύει περισσότερα από τα εισοδήματά της (φορολογικά έσοδα), τότε ανάλογα όλοι στον μη δημόσιο τομέα πρέπει να ξοδεύουμε λιγότερα από το εισόδημά μας. Επιπλέον, όλο το δημόσιο χρέος που είναι ανεξόφλητο το κατέχει ο μη δημόσιος και ο εξωτερικός τομέας – και το σύνολο που κατέχουν οι δύο αυτοί τομείς είναι περιουσία τους. Δεδομένου ότι το ανεξόφλητο δημόσιο ομοσπονδιακό χρέος αυξάνεται ονομαστικά, αλλά και ως ποσοστό του ΑΕΠ, ο πλούτος των άλλων τομέων αυξάνεται απόλυτα, αλλά και σε σχέση με το εθνικό εισόδημα.
Εντούτοις, οι περισσότεροι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι όλα αυτά τα καλά νέα για τον πλούτο των άλλων θεσμικών τομέων έχουν κόστος: «τα ελλείμματα προκαλούν πληθωρισμό!», «το χρέος αυξάνει τα επιτόκια και παραγκωνίζει τις ιδιωτικές επενδύσεις!», «η οικονομική ανάπτυξη παραμένει στάσιμη επειδή οι κρατικές δαπάνες είναι εκ φύσεως λιγότερο αποτελεσματικές από τις ιδιωτικές δαπάνες!», «όλα αυτά κάνουν τους ξένους να μη θέλουν και να απομακρυνθούν από τα δολάρια, προκαλώντας υποτίμηση του νομίσματος!».
Τα ελλείμματα και οι αυξανόμενοι δείκτες χρέους είναι ο ιστορικός κανόνας – πλην μερικών εξαιρέσεων. Ο πληθωρισμός έρχεται και φεύγει. Τα μεγάλα ελλείμματα του προέδρου Ομπάμα κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2009 δεν πυροδότησαν τον πληθωρισμό – και πράγματι, ο πληθωρισμός ήταν κάτω από τον στόχο της κεντρικής τράπεζας για πολλά χρόνια, ακόμη και όταν ο λόγος χρέους αυξανόταν σταθερά από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έως το 2019. Η αρχική απάντηση στην πανδημία –που τελικά θα προσέθετε τρισεκατομμύρια περισσότερα στα ελλείμματα και στο χρέος– δεν πυροδότησε τον πληθωρισμό. Βλέπουμε όμως τον πληθωρισμό να αυξάνεται απότομα φέτος και πολλοί οικονομολόγοι, συμπεριλαμβανομένων και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, πιστεύουν ότι οι φετινές αυξήσεις τιμών προέρχονται κυρίως από προβλήματα εφοδιαστικών αλυσίδων (προσφορά).
Το ερώτημα ποτέ δεν είναι αν οι ΗΠΑ μπορούν να ξοδέψουν περισσότερα χρήματα, αλλά αν πρέπει να ξοδέψουν περισσότερα.
Τα επιτόκια μειώθηκαν και παρέμειναν θεαματικά χαμηλά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Οποιος κοιτάξει μόνο τις δύο τελευταίες δεκαετίες θα μπορούσε λογικά να συμπεράνει ότι τα επιτόκια φαίνεται να συσχετίζονται αντιστρόφως με τα ελλείμματα και το χρέος. Αν και πιστεύουμε ότι υπάρχει μια θεωρητικά εύλογη υπόθεση που μπορεί να υποστηριχθεί για ένα τέτοιο συμπέρασμα, τα στοιχεία δεν είναι απόλυτα, καθώς υπάρχουν εξαιρέσεις.
Τέλος, το δολάριο παρέμεινε ισχυρό –ίσως πολύ ισχυρό για ορισμένους– τα τελευταία 30 χρόνια, παρά την τάση των ΗΠΑ να έχουν όχι μόνο δημοσιονομικά, αλλά και μεγάλα εμπορικά ελλείμματα.
Παρότι υπάρχουν ισχυρές πεποιθήσεις σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις στον πληθωρισμό, στην ανάπτυξη και στις υποτιμήσεις του νομίσματος (δολαρίου) από τα δημόσια ελλείμματα και το αυξανόμενο χρέος, οι πεποιθήσεις αυτές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Οταν γίνονται αυτές οι συζητήσεις, η συνήθης απάντηση των υπερασπιστών των πλεονασμάτων είναι: απλά περιμένετε, κάποια ημέρα θα έρθει ο λογαριασμός.
Δύο αιώνες περιμένουμε και θα συνεχίζουμε…
* Ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Levy Economics Institute και καθηγητής στο Bard College, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ, τ. υπουργός.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτα στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News