Ασφάλιστρο για τον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής
Η κλιματική αλλαγή έχει έλθει δυναμικά στο προσκήνιο καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η σύνοδος τών Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα στη Γλασκώβη (COP26). H κατανόηση της αμφίδρομης σχέσης της κλιματικής αλλαγής με την ανάπτυξη είναι σημαντική για την εξεύρεση ρεαλιστικών λύσεων μετριασμού των κλιματικών κινδύνων.
Η ανάπτυξη αυξάνει την χρήση ενέργειας απο ορυκτά καύσιμα για την παραγωγή, τις μεταφορές και την κατανάλωση. Μεταφράζεται ετσι αυτόματα σε εκπομπές άνθρακα, επιβαρύνοντας δυνητικά το κλίμα. Υπολογίζεται οτι για κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ απο το 1990 μεχρι το 2019 οι εκπομπές άνθρακα αυξήθηκαν κατά 0.4%. Με την πάροδο πάντως του χρόνου η ανάπτυξη γίνεται λιγότερο ρυπογόνος καθώς οι εκπομπές άνθρακα ανά μονάδα του ΑΕΠ αποκλιμακώνονται (γράφημα). Η μείωση αυτή ήταν 1,6% ετησίως κατά μέσο όρο απο το 1990 μεχρι το 2019. Δεν ήταν όμως αρκετή για να αναστρέψει την επικίνδυνη συσσώρευση ρύπων στην ατμόσφαιρα.
Η κλιματική αλλαγή είναι γεγονός αν και ακραία σενάρια που συχνά βλέπουν το φως της δημοσιότητας είναι ίσως αμφισβητούμενης αξιοπιστίας. Αν πάντως η άνοδος της θερμοκρασίας δεν μετριαστεί η ανάπτυξη θα πληγεί καίρια. Οι απώλειες θα προέλθουν από την μείωση των αποδόσεων των καλλιεργειών και της παραγωγικότητας, την πιθανή διάδοση ασθενιών, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και την αύξηση της στάθμης της θάλασσας. Αν και τα περιθώρια λάθους είναι σημαντικά σε μακροχρόνιους ορίζοντες, πρόσφατες εκτιμήσεις προβλέπουν έως και 23% μείωση του ΑΕΠ το 2100 αν οι παρούσες τάσεις συνεχιστούν.
Για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής η διεθνής κοινότητα στοχεύει, μέσω της συμφωνίας των Παρισίων το 2015, την επίτευξη μηδενικών καθαρών εκπομπών άνθρακα (carbon neutrality) μεχρι το 2050. Οι προηγμένες οικονομίες έχουν δεσμευθεί στον στόχο αυτό. Οι μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες, στις οποίες αντιστοιχεί η μερίδα του λέοντος των εκπομπών άνθρακα, έχουν διατυπώσει πιο απόμακρους στόχους — το 2060 η Κίνα και το 2070 η Ινδία.
Πώς όμως μπορούν να μειωθούν τόσο δραστικά οι εκπομπές άνθρακα ώστε να επιτευχθεί ουδέτερο αποτύπωμα το 2050; Υπάρχουν δυο δυνατότητες:
- Υποχώρηση του ΑΕΠ με απότομο φρενάρισμα της ανάπτυξης («αποανάπτυξη»).
- Περεταίρω αποκλιμάκωση των εκπομπών άνθρακα ανά μονάδα του ΑΕΠ («πράσινη ανάπτυξη» ή «πράσινη μετάβαση»).
Η χαλιναγώγηση του υπερκαταναλωτισμού που προτείνουν οι υποστηρικτές της «αποανάπτυξης» (degrowth) ευσταθεί σαν επιχείρημα. Η βασική αντίφαση ωστόσο της άποψης αυτής είναι οτι χωρίς ανάπτυξη είναι αδύνατο να μειωθούν η φτώχεια και οι ανισότητες. Η Παγκόσμια Τράπεζα υπολογίζει σε 711 εκατομύρια όσους αντιμετωπίζουν συνθήκες ακραίας φτώχειας, που αντιστοιχεί στο 9% του παγκόσμιου πληθυσμού. Το φρενάρισμα της ανάπτυξης θα έθετε επίσης σε κίνδυνο και την βιωσιμότητα του χρέους, που έχει αυξηθεί σημαντικά παγκοσμίως λόγω της πανδημίας.
Η στρατηγική της «πράσινης ανάπτυξης», στην οποία προσβλέπουν οι κυβερνήσεις, βασίζεται σε δύο πυλώνες: (α) την ριζική αλλαγή των ενεργειακών προτύπων (π.χ. με την ευρύτερη χρήση μαζικών μέσων μεταφοράς με χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα και με την ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων) και, (β) την δραστική μείωση των εκπομπών άνθρακα με την ευρείας κλίμακας χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτές οι αλλαγές θα επιτρέψουν να μειωθούν πιο δραστικά οι εκπομπές άνθρακα ανά μονάδα του ΑΕΠ (η φθίνουσα καμπύλη στο γράφημα).
Η επίτευξη του στόχου μηδενικών καθαρών εκπομπών άνθρακα το 2050 χωρίς επιβράδυνση της ανάπτυξης εκτιμάται οτι θα απαιτήσει μείωση των εκπομπών άνθρακα ανά μονάδα του ΑΕΠ κατά 9% ετησίως — υπερπενταπλάσια απο το παρελθόν. Χρειάζεται δηλαδή μια δραματική μεταστροφή που προϋποθέτει: (α) κίνητρα για την αλλαγή των ενεργειακών προτύπων με δραστική αύξηση των φόρων άνθρακα που επιβαρύνουν τους καταναλωτές, (β) ευρείες ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις σε καθαρές πηγές ενέργειας, και (γ) εντατικοποίηση της έρευνας καθώς η αναγκαία τεχνολογία είναι ακόμα σε σημαντικό βαθμό πειραματική.
Εκτιμάται οτι οι επενδύσεις σε καθαρές πηγές ενέργειας θα πρέπει να τετραπλασιαστούν, ξεπερνώντας τα 4 τρις $ ετησίως (5% του παγκόσμιου ΑΕΠ) μεχρι το 2050. Αν και η αναγκαία κινητοποίηση πόρων είναι κολοσσιαία, η σημαντική μείωση του κόστους των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας τις καθιστά ανταγωνιστικές, ευνοώντας τις ιδιωτικές επενδύσεις. Ταυτόχρονα όμως ο άνθρακας καλύπτει πάνω απο τα 2/3 της παραγωγής ενέργειας στην Κίνα και την Ινδία, θέτοντας το ορόσημο του 2050 υπό αίρεση.
Το κόστος της πράσινης μετάβασης θεωρείται διαχειρίσιμο γιατί η αρνητική επίδραση των φόρων άνθρακα προβλέπεται οτι περίπου θα αντισταθμιστεί από την απασχόληση και το εισόδημα που θα δημιουργήσουν οι «πράσινες επενδύσεις». Το ΔΝΤ εκτιμά οτι μεχρι το 2030 οι μαζικές επενδύσεις θα επιταχύνουν την ανάπτυξη, ενώ στη συνέχεια η ανάπτυξη θα φρενάρει κάπως λόγω του βάρους των φόρων άνθρακα. Συνολικά το κόστος εκτιμάται σε 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2050.
Συνοψίζοντας, το κόστος της πράσινης μετάβασης σε όρους ανάπτυξης μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα μικρό διαχρονικό τίμημα για την αποφυγή του ασύγκριτα υψηλότερου κόστους της κλιματικής αλλαγής. Πρόκειται για ένα είδος ασφάλιστρου για την κάλυψη του κινδύνου που ελοχεύει. Απομένει να αποδειχθεί αν η πολιτική βούληση για την τήρηση των κλιματικών δεσμεύσεων είναι ισχυρή και αν τα εκλογικά σώματα θα «βάλουν πλάτη» τουλάχιστον στις μεγάλες δημοκρατίες του πλανήτη.
* O Αριστομένης Βαρουδάκης είναι Οικονομολόγος, Πρώην Καθηγητής Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Ο.Ο.Σ.Α.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News