ΑΠΟΨΕΙΣ

Όπου Μέρκελ, βλέπε Γερμανία

Όπου Μέρκελ, βλέπε Γερμανία

Η αποχώρηση της Άγκελα Μέρκελ από την καγκελαρία της Γερμανίας εγείρει το ερώτημα σε ποιον βαθμό θα αλλάξει η στρατηγική του Βερολίνου στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής και κατ’ επέκταση ο κεντρικός προσανατολισμός της Ευρωζώνης. Για να απαντήσει κανείς θα πρέπει πρώτα να βεβαιωθεί ότι έχει κατανοήσει τα χαρακτηριστικά της γερμανικής κοινωνίας, δηλαδή του γερμανικού εκλογικού σώματος, στα θέματα που αφορούν την τσέπη.

Πολλά μπορούν να γραφτούν για τη νοοτροπία της μέσης γερμανικής οικογένειας, για την κουλτούρα της αποταμίευσης και για τους ηθικούς κανόνες που διέπουν το γερμανικό σύστημα. Ένα όμως είναι το στοιχείο που κάνει τη διαφορά για τη Γερμανία στην αλληλεπίδραση με τις υπόλοιπες χώρες του Ευρώ. Οι Γερμανοί είναι αλλεργικοί στην αμοιβαιοποίηση των κινδύνων. Κοινώς, δεν τους αρέσουν οι θεσμικές παρεμβάσεις και οι διακρατικές συμφωνίες που δυνητικά τους υποχρεώνουν να πληρώνουν για άλλους.

Πρώτον, διότι δεν το θεωρούν δίκαιο. Δεύτερον, διότι δεν εμπιστεύονται την αποτελεσματικότητα άλλων χωρών, ιδίως αν αυτές τοποθετούνται γεωγραφικά στον ευρωπαϊκό Νότο· «Όταν οι οικονομικές συνθήκες είναι καλές, η Γερμανία σταθεροποιεί τον προϋπολογισμό της. Έτσι προνοεί, και δημιουργεί τον χώρο για να αντιμετωπίζει τις κρίσεις, τις οποίες γι’ αυτόν τον λόγο διαχειρίζεται από ευνοϊκή θέση», έλεγε με νόημα ο απερχόμενος πρόεδρος της Bundesbank Γενς Βάιντμαν.

Εν τέλει, αφού πληρώσουν, θα κάνουν ό,τι μπορούν για να βεβαιωθούν αφενός ότι αξίζει τον κόπο, αφετέρου ότι θα πάρουν πίσω τα λεφτά τους. Σαρκαστικές αναφορές που συναντήσαμε στα χρόνια της ελληνικής κρίσης από απλούς Γερμανούς πολίτες, του τύπου «πάω να δουλέψω για τους Έλληνες», είναι ενδεικτικές της βαρύτητας που δίνουν οι Γερμανοί στην τύχη των χρημάτων τους ως φορολογούμενοι. Ίσως αυτό να εξηγεί και το λειτουργικό κράτος τους.

Η συγκεκριμένη παράμετρος διαμορφώνει κάθε φορά το κλίμα στη γερμανική κοινωνία, αντικατοπτρίζεται πολιτικά και μετριέται στις δημοσκοπήσεις. Κατ’ επέκταση, πρόκειται για ένα στοιχείο το οποίο λαμβάνουν υπόψη όλες οι πολιτικές δυνάμεις στη Γερμανία, ανεξάρτητα από τις επί μέρους διαφορές τους. Είτε μιλάμε για το CDU, είτε μιλάμε για το SPD. Μου είχε κάνει αίσθηση η αναφορά του βιογράφου της Άγκελα Μέρκελ, Matt Qvortrup, σε συζήτηση που είχαμε το 2017, όταν η ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Μάρτιν Σουλτς έκλεινε προσωρινά την ψαλίδα του SPD από το CDU στις δημοσκοπήσεις: «Ο Σουλτς, αν τυχόν εκλεγεί, θα είναι πιο σκληρός από τη Μέρκελ. θεωρείται στη Γερμανία υπερβολικά Ευρωπαίος. Γι’ αυτό και θα προσπαθήσει να αποδείξει το αντίθετο».

Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι έχουν αλλάξει οι θεμελιώδεις αρχές αυτής της – για κάποιους συντηρητικής, για άλλους συνετής – γερμανικής προσέγγισης. Η στροφή του Βερολίνου στη διαχείριση της τρέχουσας κρίσης, όπως τη σηματοδότησε η «παραχώρηση» του Ταμείου Ανάκαμψης, δεν αναιρεί την κεντρική ιδέα στη χάραξη οικονομικής πολιτικής που οδηγείται από τους Γερμανούς ψηφοφόρους. Κι αυτό διότι ο κορωνοϊός ήταν μια αντικειμενική, έκτακτη συνθήκη για την οποία δεν ευθύνονταν ούτε η απληστία των αγορών, ούτε οι διαρθρωτικές αδυναμίες του ευρωπαϊκού Νότου, ούτε ο λαϊκισμός δημαγωγών ηγετών, ούτε το σωρευμένο χρέος της Ελλάδας. Ήταν μια πανδημία, όμοια της οποίας η παγκόσμια κοινότητα δεν είχε αντιμετωπίσει τα προηγούμενα 100 χρόνια.

Γι’ αυτό και την επόμενη διετία, η αρχή της δημοσιονομικής πειθαρχίας θα επανέλθει ως προτεραιότητα στην Ευρωζώνη και η Ελλάδα θα επιστρέψει στα πρωτογενή πλεονάσματα για την ταχύτερη αποπληρωμή του χρέους της. Είναι ενδεικτική η διαφαινόμενη εισήγηση του ESM στο πλαίσιο της συζήτησης για το Σύμφωνο Σταθερότητας στην Ευρωζώνη: μπορεί να δίνει κάποιον χώρο στο πλαφόν για το χρέος, αλλά εδραιώνει τον δημοσιονομικό κανόνα για τα ελλείμματα στο 3% του ΑΕΠ ως ανώτατο όριο.

Εξ ου και οι προσεκτικά διατυπωμένες αναφορές του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τον αποχαιρετισμό της Άγκελα Μέρκελ την Παρασκευή στην Αθήνα. Από τη μία σημείωσε ότι προσβλέπει σε μια εποικοδομητική συνεργασία με τον επόμενο καγκελάριο της Γερμανίας η οποία θα συμπεριλαμβάνει και τη συζήτηση για αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας, από την άλλη σημείωσε ότι αυτό «δεν σημαίνει ότι θα ξεχάσουμε τι σημαίνει δημιοσιονομική πειθαρχία», τονίζοντας ότι από το 2023 η Ελλάδα θα παράγει ξανά πρωτογενή πλεονάσματα. Η όποια συζήτηση για την προσαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων μετά και την εμπειρία της πανδημίας «δεν πρέπει να εκληφθεί ως μια άδεια να επιστρέψουμε σε κακές συνήθειες του παρελθόντος», υπογράμμισε ο Έλληνας πρωθυπουργός, λέγοντας αυτό που ήθελε να ακούσει πρωτίστως η γερμανική κοινή γνώμη.

Έγινε ντόρος με την αναφορά της Μέρκελ ότι η πιο δύσκολη στιγμή στη θητεία της ήταν η στιγμή που ζήτησε «τόσο πολλά από τους Έλληνες». Όμως η απερχόμενη καγκελάριος είπε ότι ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της, δεν είπε ότι το μετάνιωσε. Το 2015, τη χρονιά που δοκιμάστηκαν τα όρια της γερμανικής πυγμής και συγχρόνως ανοχής απέναντι στον αδύναμο κρίκο της Ευρωζώνης, η Άγκελα Μέρκελ έβαλε φρένο στη θέση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για Grexit, προβαίνοντας σε μια προσωπική, ηγετική επιλογή που της πιστώθηκε. Από εκεί και ύστερα, όπου Μέρκελ ή Σολτς, βλέπε Γερμανία. Κοινώς, business as usual, μέχρι νεωτέρας.

Υστερόγραφο: Όταν συμμετέχεις σε μια Ένωση, έχεις δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις. Αν δυσανασχετείς με τις υποχρεώσεις, παύεις να είσαι μέλος αυτής της Ένωσης, θυσιάζοντας όμως και τα δικαιώματα. Ειδάλλως, σηκώνεις τα μανίκια και δουλεύεις σκληρά και υπομονετικά, για να βελτιώσεις τη θέση σου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ζυμώνεσαι με τους εταίρους σου ή ότι δεν προάγεις με κάθε ευκαιρία τα εθνικά σου συμφέροντα. Κρατάς όμως μικρό καλάθι, όταν έχεις απέναντι τη Γερμανία. Θα βγεις μόνο κερδισμένος.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News