Εταιρικοί φόροι και ανισότητες
Η αύξηση του φόρου εισοδήματος των αμερικανικών εταιρειών βρέθηκε στο επίκεντρο των δημοσίων δαπανών των ΗΠΑ που εγκρίθηκαν από το Κογκρέσο πρόσφατα, κατόπιν προτάσεων του προέδρου Μπάιντεν. Στόχο της αύξησης αποτελεί η μείωση του δημόσιου ελλείμματος. Βέβαια ο ισοσκελισμός των δημοσίων δαπανών μέσω φόρων είναι εντελώς άστοχος, όμως δεν είναι θέμα αυτού του άρθρου. Εδώ θα περιοριστούμε να δούμε κατά πόσον τελικά αποδοτική είναι μια αύξηση φόρου εταιρικών κερδών στα δημόσια οικονομικά. Θα δούμε δύο πλευρές του θέματος. Πρώτον, αν τελικά καταπολεμάται ο πληθωρισμός που προκύπτει από τις δαπάνες που προορίζονται για την οικονομική ανακούφιση και τόνωση της οικονομίας εξαιτίας του κορωνοϊού. Δεύτερον, αν επιτυγχάνεται, μέσω της φορολόγησης των πλουσίων, η μείωση των ανισοτήτων οι οποίες έχουν προκαλέσει ακραία πολιτικά ζητήματα την τελευταία δεκαετία.
Με μια πρώτη ματιά, η αύξηση του φόρου εταιρικών κερδών που ενέκρινε το αμερικανικό Κογκρέσο φαίνεται να έχει πολλά οφέλη. Οι εταιρικοί φόροι έχουν μακρά ιστορία και κατά καιρούς έχουν δικαιολογηθεί πολλαπλώς. Για παράδειγμα, οι εταιρείες υποτίθεται ότι εξυπηρετούν και αυτές τον δημόσιο σκοπό και συμφέρον, γι’ αυτό και τους χορηγούνται ειδικά προνόμια, όπως η περιορισμένη ευθύνη και απολαμβάνουν άλλα οφέλη ρητά και σιωπηρά είτε βάση νομοθεσίας είτε μέσω ad hoc παρεμβάσεων της εκάστοτε κυβέρνησης. Σε αντιστάθμισμα για τα προνόμια που λαμβάνουν από την αμερικανική κυβέρνηση υποστηρίζεται ότι πρέπει να πληρώσουν φόρους, το λεγόμενο «δίκαιο μερίδιό» τους στο κόστος των δημόσιων αγαθών. Δεδομένης δε διαχρονικά αλλά και τα τελευταία χρόνια της κακής φήμης ορισμένων εξ αυτών για συμμετοχή τους σε σκάνδαλα, όπως η καταστροφή του περιβάλλοντος, η ανεύθυνη μεταχείριση υπαλλήλων, πελατών ή γειτόνων και οι offshoring πρακτικές για απόκρυψη εισοδήματος, το αίτημα για αύξηση της φορολόγησής τους ικανοποιεί το λαϊκό αίσθημα δικαιοσύνης και δίνει συγχρόνως εκλογική προτίμηση σε όποιο κόμμα το θεσπίζει.
Ας προσπαθήσουμε, όμως, να σκεφτούμε λίγο πέρα από τις καθιερωμένες γραμμές. Υπάρχουν σοβαροί λόγοι που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι ο φόρος εισοδήματος εταιρειών είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικός στην καταπολέμηση του πληθωρισμού και της ανισότητας από ό,τι πολλοί πιστεύουν. Η απάντηση στο «ποιος πληρώνει;» τη φορολογία των επιχειρήσεων δεν είναι ξεκάθαρη. Ξέρουμε ότι το κόστος της φορολογίας μετακυλίεται σε εργαζομένους, πελάτες, μετόχους και προμηθευτές.
Ας δούμε πρώτα την περίπτωση της μετακύλισης του φόρου σε εργαζομένους και πελάτες. Οι εκτιμήσεις για τη φορολογική επίπτωση σε αυτούς (οι περισσότεροι από τους οποίους δεν είναι πλούσιοι) κυμαίνονται από 20% έως 100%. Ετσι, στον βαθμό που οι εταιρείες μπορούν να αυξήσουν τις τιμές για να μεταφέρουν το βάρος των φόρων στους πελάτες σε κάποια προϊόντα, αυτός ο φόρος είναι πληθωριστικός, και όχι προοδευτικός. Οταν το ισοδύναμο του φόρου μεταφερθεί στους εργαζομένους –με τη μορφή μεταβολών στους χαμηλούς μισθούς– σε μεγάλο βαθμό καταλήγουμε και πάλι να έχουμε έναν αντίστροφα προοδευτικό φόρο (εκτός φυσικά των επιχειρήσεων που πληρώνουν υψηλούς μισθούς). Ακόμα, εάν οι εργαζόμενοι αποδεχθούν χαμηλότερους μισθούς, ενδεχομένως κάτι τέτοιο να οδηγούσε σε αποπληθωριστικές πιέσεις. Οι εργαζόμενοι σε ισχυρότερες θέσεις μάλλον θα μπορέσουν να επιβάλουν αυξήσεις μισθών που αντισταθμίζουν τον πληθωρισμό, μειώνοντας τις αποπληθωριστικές πιέσεις μεν, ενισχύοντας τις μισθολογικές ανισότητες δε.
Είναι, όμως, η καλύτερη λύση οι φόροι να μετακυλίονται στους μετόχους μέσω χαμηλότερων μερισμάτων και κερδών κεφαλαίου; Δεδομένου ότι οι ατομικοί μέτοχοι έχουν εισοδήματα και πλούτο υψηλότερο από τον μέσο όρο, αυτό θα μειώσει τις ανισότητες. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, η μείωση των ανισοτήτων θα ήταν πολύ μικρότερη από ό,τι θα φανταζόταν κανείς. Το ποσοστό της ιδιοκτησίας μετοχών σε ατομικούς λογαριασμούς νοικοκυριών είναι περίπου 25%, με το υπόλοιπο να ανήκει σε αλλοδαπούς (περίπου 40%), συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς (περίπου 30%), και το υπόλοιπο να ανήκει σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Αλλά ακόμα και η μείωση του πληθωρισμού από φόρους των μετόχων θα αποδειχθεί ανίσχυρη. Οι περισσότερες μετοχές κατέχονται από ιδρύματα ή ξένους – και έτσι δεν θα μειώσουν σημαντικά τις δαπάνες της ζήτησης στην εγχώρια παραγωγή. Επιπλέον, οι περισσότεροι ατομικοί κάτοχοι μετοχών έχουν μικρό ενδιαφέρον για δαπάνες και, επίσης, είναι σχετικά λίγοι. Προκύπτει, έτσι, το συμπέρασμα ότι, όσον αφορά και τη μείωση του πληθωρισμού, το αποτέλεσμα θα είναι ισχνό.
Στη σύγχρονη θεωρία του χρήματος, οι εταιρικοί φόροι δεν γίνονται αποδεκτοί για τη χρηματοδότηση των δαπανών της αμερικανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Και εάν, όπως είδαμε, είναι οριακή η επίδραση που ασκούν στη μείωση της ανισότητας πλούτου ή στις πληθωριστικές πιέσεις, τότε γιατί να υπάρχουν; Η άποψη αυτή είναι σύμφωνη με τη σύσταση των Hyman Minsky και William Vickrey (βραβείο Νομπέλ 1996) ότι οι φόροι στις εταιρείες πρέπει να εξαλειφθούν πλήρως.
Η κατάργηση των αμερικανικών ομοσπονδιακών φόρων εταιρειών θα είχε πολύ μικρότερες συνέπειες από ό,τι πολλοί θα μπορούσαν να φανταστούν. Στις ΗΠΑ, άλλωστε, οι δαπάνες εταιρειών που εκπίπτουν από τη φορολογία το 2021 αναμένεται να ξεπεράσουν το μέγεθος των φορολογικών εσόδων εισοδήματος εταιρειών, όπως ισχυρίζεται το Peter Peterson Foundation σε πρόσφατη έρευνά του. Οταν οι φόροι επιβάλλονται για να μειώσουν την ανισότητα εισοδήματος και πλούτου, ή ακόμα και για να ικανοποιήσουν τη λανθασμένη ιδέα (αλλά ακόμα ευρέως αποδεκτή) ότι ενισχύουν τις κρατικές δαπάνες, θα πρέπει να μετατρέπονται σε φορολογία προσώπων.
Η πρόταση που παρουσιάζεται σε αυτό το άρθρο είναι η αντικατάσταση των εταιρικών φόρων εισοδήματος με τη φορολογία στα κεφαλαιακά κέρδη (πραγματικά και εκτιμώμενα) που θα φορολογούνται ετησίως ως συνηθισμένο εισόδημα βάσει των φορολογικών συντελεστών.
Εάν οι φόροι στις εταιρείες αντικατασταθούν έτσι όπως ισχυριζόμαστε ότι πρέπει να γίνει, δεν θα χρειάζονταν πια οι εταιρείες να επιβαρύνονταν με φορολογικούς κανόνες κατά την πραγματοποίηση επενδύσεων. Οι πιέσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ για έναν παγκόσμιο ελάχιστο φόρο δεν θα ήταν πλέον απαραίτητες. Για ανταγωνιστικούς λόγους άλλες χώρες θα ακολουθούσαν το παράδειγμα. Οι ξένοι ιδιοκτήτες θα λάμβαναν ένα απροσδόκητο όφελος. Οι προσδοκώμενες επενδύσεις στις ΗΠΑ θα ενισχύονταν σημαντικά, οδηγώντας σε μεγαλύτερες άμεσες ξένες επενδύσεις και εσωτερική απασχόληση. Το offshoring για αποφυγή φόρων θα τελείωνε. Οι οργανισμοί και οι ιδιοκτήτες εταιρειών θα περνούσαν σε ίση φορολογική βάση με τους μισθωτούς. Το κόστος φορολογικής συμμόρφωσης θα μειωνόταν δραστικά. Αλλωστε, σύμφωνα με μελέτη του 2016, 193 δισ. δολάρια δαπανήθηκαν για φορολογική συμμόρφωση των αμερικανικών επιχειρήσεων – περίπου ίσα με τα συνολικά έσοδα που προέκυψαν από τον φόρο. Σε αυτά δεν βάζουμε τα πολλά δισεκατομμύρια που δαπανώνται στις ΗΠΑ στην άσκηση φορολογικής πίεσης (lobbying).
Από τεχνικής άποψης είναι σχετικά εύκολο ο φόρος εισοδήματος εταιρειών να μετεξελιχθεί σε έναν ιδιαίτερα προοδευτικό φόρο, καταλογίζοντας τα κεφαλαιακά κέρδη (πραγματικά και εκτιμώμενα) στους μετόχους και φορολογώντας τους ως κανονικό εισόδημα. Ετσι θα διασφαλιστεί ότι το φορολογικό βάρος θα μετακυλιόταν δικαιότερα στα χαμηλά και υψηλά εισοδήματα, χωρίς αντίκτυπο στον πληθωρισμό και, κυρίως, συμβάλλοντας στη μείωση των ανισοτήτων. Το δύσκολο είναι να απαλλαγούμε από τις ιδεοληψίες του τι είναι προοδευτικό και τι συντηρητικό.
* Ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Levy Economics Institute, καθηγητής στο Bard College, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ, τ. υπουργός. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.