Είναι οι ανισότητες κυρίαρχο ζήτημα στην Ελλάδα;
Οι κυβερνητικές εξαγγελίες στη Δ.Ε.Θ. και ο αντίλογος από την αξιωματική αντιπολίτευση στα μέτρα που ανακοινώθηκαν έφεραν αρκετά δυναμικά στο προσκήνιο το ζήτημα των οικονομικών ανισοτήτων. Έναυσμα έδωσε το μέτρο της φορολογικής απαλλαγής των γονικών παροχών μεχρι 800.000 € που θεσμοθέτησε η κυβέρνηση. Το προηγούμενο αφορολόγητο όριο ήταν σημαντικά χαμηλότερο, στα 150.000 €.
Οι υποστηρικτές του υψηλού αφορολόγητου ορίου θεωρούν ότι ευνοεί την ενδοοικογενιακή μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και επιχειρήσεων και συνεπώς μπορεί να έχει ευεργετική επίδραση στην αποταμίευση και τις επενδύσεις. Η ενίσχυση και των δύο μεγεθών είναι σημαντική για την ταχύρρυθμη ανάπτυξη. Η αξιωματική αντιπολίτευση και οι επικριτές του μέτρου θεωρούν ότι η χαμηλότερη φορολογία των περιουσιακών μεταβιβάσεων ευνοεί περισσότερο τα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια παρά την μεσαία τάξη.
Θεωρητικά η κριτική δεν είναι αβάσιμη. Οι κληρονομιές και οι γονικές παροχές μπορούν να προσφέρουν στους αποδέκτες δυνατότητες που δεν συνδέονται με τις προσωπικές τους ικανότητες ή προσπάθειες. Μπορούν συνεπώς να επιτείνουν την ανισότητα των ευκαιριών. Άνισες ευκαιρίες σημαίνει ότι τα παιδιά οικογενειών χαμηλού εισοδήματος έχουν μικρότερη πιθανότητα υψηλής εισοδηματικής ανέλιξης στη σταδιοδρομία τους, σε σχέση με τα παιδιά πλουσιότερων οικογενειών που ενδέχεται να λάβουν γονικές παροχές μεγαλύτερου μεγέθους νωρίτερα στη ζωή τους. Στην περίπτωση αυτή, οι εισοδηματικές ανισότητες διατηρούνται σε σημαντικό βαθμό, περιορίζοντας την κοινωνική κινητικότητα από τη μία γενιά στην επόμενη. Το ερώτημα είναι ωστόσο κατά πόσο οι ανισότητες του εισοδήματος, του πλούτου και των ευκαιριών αποτελούν κυρίαρχο κοινωνικό φαινόμενο στη χώρα, επιβάλλοντας αντιμετώπιση κατά προτεραιότητα, όπως υποστηρίζουν οι επικριτές του μέτρου.
Ένα εύγλωττο μέτρο της κοινωνικής κινητικότητας είναι η συσχέτιση του εισοδήματος των παιδιών με αυτό των γονέων. Μηδενική συσχέτιση θα σήμαινε απόλυτη ισότητα ευκαιριών και πλήρη κοινωνική κινητικότητα μεταξύ των γενεών. Τέλεια συσχέτιση θα σηματοδοτούσε βαθιά ανισότητα ευκαιριών και πλήρη έλλειψη κοινωνικής κινητικότητας. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι στις σκανδιναβικές χώρες η συσχέτιση εισοδήματος παιδιών και γονέων είναι χαμηλή, της τάξεως του 0,15-0,2, έτσι ώστε η κοινωνική κινητικότητα μεταξύ των γενεών είναι ιδιαίτερα υψηλή (γράφημα). Αντίθετα στις λατινοαμερικανικές χώρες η συσχέτιση φθάνει το 0,7 αντικατοπτρίζοντας την έντονη ανισότητα των ευκαιριών και την χαμηλή κοινωνική κινητικότητα.
Οι ανισότητες των ευκαιριών βρίσκονται στην ρίζα και των εισοδηματικών ανισοτήτων. Παιδιά φτωχών οικογενειών εχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να ζούν σε υποβαθμισμένες περιοχές όπου τα σχολεία δεν παρέχουν ίδια ποιοτικά πρότυπα με αυτά πλουσιότερων περιοχών, δημιουργώντας έτσι έλλειμμα δεξιοτήτων. Οι εισοδηματικές ανισότητες επιτείνουν, με τη σειρά τους, τις ανισότητες των ευκαιριών καθώς οι εύποροι γονείς κληροδοτούν μεγαλύτερες περιουσίες στους απογόνους τους, που διευρύνουν τις δυνατότητες τους. Υπάρχει συνεπώς ένας φαύλος κύκλος ανισότητας των ευκαιριών και εισοδηματικών ανισοτήτων (γράφημα). Ως εκ τούτου, η φορολογία κληρονομιάς και γονικών παροχών μπορεί να δικαιολογηθεί καθώς, με τη διάσπαση της συγκέντρωσης του πλούτου, μπορεί να συμβάλλει στην ισότητα των ευκαιριών και τη βελτίωση της κοινωνικής κινητικότητας. Ο ΟΟΣΑ πρότεινε πρόσφατα ενίσχυση της φορολογίας αυτής στις χώρες – μέλη του σαν μέσο διεύρυνσης των φορολογικών εσόδων μετά την πανδημία.
Τι ισχύει όμως στην Ελλάδα; Η συσχέτιση του εισοδήματος παιδιών και γονέων είναι περίπου 0.3, όπως στην Ισπανία. Υποδεικνύει βέβαια χαμηλότερη κοινωνική κινητικότητα απο τις σκανδιναβικές χώρες, αλλά σημαντικά εντονότερη σε σχέση με μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία, Γαλλία και η Ιταλία. Σε ότι αφορά τις εισοδηματικές ανισότητες (που μετρούνται συνήθως με τον λεγόμενο συντελεστή Gini), η Ελλάδα βρίσκεται περίπου στη μέση των χωρών του ΟΟΣΑ, με δείκτη 0,31 το 2018. Οι περιουσιακές ανισότητες είναι επίσης χαμηλότερες καθώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, το πλουσιότερο 10% κατέχει το 40% της περιουσίας των νοικοκυριών, ενώ στην Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει το 60% και στις ΗΠΑ το 80%.
Οι ανισότητες των ευκαιριών, του εισοδήματος, και της περιουσίας είναι άρα συγκριτικά χαμηλότερες στην Ελλάδα. Αυτό δεν οφείλεται στο ως τώρα ισχύον φορολογικό καθεστώς κληρονομιάς και γονικών παροχών. Τα σχετικά φορολογικά έσοδα δεν είναι σημαντικά, αφού αντιστοιχούν σε λιγότερο από 0,3% των συνολικών φορολογικών εσόδων, έναντι 1% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ και 1,5% στη Γαλλία. Κατά συνέπεια, η μηχανική μετάθεση στην Ελλάδα πολιτικών που είναι δημοφιλείς αλλού, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπως η ευρύτερη φορολογία των περιουσιακών μεταβιβάσεων για την άμβλυνση των ανισοτήτων, φαίνεται αδόκιμη. Να σημειώσουμε ότι σε σκανδιναβικές χώρες, όπως η Σουηδία και η Νορβηγία, όπου η ανισότητα των ευκαιριών είναι περιορισμένη, η φορολογία κληρονομιάς και γονικών παροχών έχει καταργηθεί απο το 2004 και 2014 αντίστοιχα.
Το ζητούμενο στην Ελλάδα είναι αφενός η ταχύτερη ανάπτυξη, που με την αύξηση των εισοδημάτων και τη μείωση της ανεργίας θα περιορίσει τις ανισότητες – κατά την ανάκαμψη από την κρίση χρέους ο συντελεστής Gini μειώθηκε από 0.34 το 2015 στο 0,31 το 2018 – αφετέρου ο περιορισμός της ανισότητας των ευκαιριών στον «σκληρό πυρήνα» τους, που συνδέεται με το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των νοικοκυριών, τις τοπικές ανισότητες και την πρόσβαση σε προσχολική και ποιοτικά υψηλή εκπαίδευση για όλους.
O Αριστομένης Βαρουδάκης είναι Οικονομολόγος, Πρώην Καθηγητής Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Ο.Ο.Σ.Α
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News