AUKUS: Όταν η Ευρώπη «κοιμάται»
Η είδηση για την αμυντική συμφωνία AUKUS έπεσε σαν κεραυνός σε καλοκαιριάτικο μεσημέρι, δημιουργώντας την αίσθηση ότι οι ΗΠΑ και μαζί τους η Αγγλία και η Αυστραλία φέρθηκαν άκομψα και χωρίς συμμαχικό πνεύμα στην ΕΕ και ιδιαίτερα στη Γαλλία. Προφανώς είναι δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς αυτό που συνέβη χωρίς να γνωρίζει τα κίνητρα και τα δεδομένα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται με την πρώτη ματιά.
Είναι προφανές ότι η οποιαδήποτε προσέγγιση σε αυτό το θέμα, θα πρέπει να ξεκινήσει από την εξέταση της γενεσιουργού αιτίας της AUKUS, δηλαδή από τη διαπίστωση ότι η Κίνα δείχνει να εξελίσσεται σε έναν σημαντικό γαιωπολιτικό κίνδυνο. Ας δούμε γιατί:
ü Είναι μια πολύ μεγάλη χώρα, που έχει σχεδόν διπλάσιο πληθυσμό από όσο οι ΗΠΑ και η ΕΕ μαζί.
ü Έχει «χτίσει» τεράστια στρατιωτική ισχύ.
ü Εξελίσσεται τεχνολογικά με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.
ü Απλώνει όλο και περισσότερο τα «πλοκάμια» της στην Ασία, την Αφρική και τη Δύση, εξασφαλίζοντας στρατηγικές επενδύσεις και υποδομές.
ü Συσσωρεύει αδιάκοπα πλούτο, ο οποίος προέρχεται από την απομήζυση και τη διάβρωση των δυτικών οικονομιών: Με την εκτός ελέγχου εισαγωγική διείδυση της σε αυτές, εκτοπίζει σημαντικό μέρος της εγχώριας παραγωγής, φέρνοντας μόνιμη και μη αναστρέψιμη ανισορροπία στα εμπορικά τους ισοζύγια. Αυτό της εξασφαλίζει 600-700 δις ετήσια πλεονάσματα (τα μισά προέρχονται από τις ΗΠΑ) και αέναη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι την πιο πάνω (πραγματικά τρομακτική) ισχύ, τη διαχειρίζεται ένα de facto δικτατορικό καθεστώς, το οποίο δείχνει τη διάθεση να συνασπισθεί με ανάλογα καθεστώτα, όπως εκείνα της Ρωσίας, του Ιράν, της Τουρκίας κλπ. Αυτό, πολύ απλά, σημαίνει ότι όσο η Κίνα δυναμώνει και επεκτείνεται τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος για την ελευθερία και τη δημοκρατία, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η AUKUS λοιπόν χρειαζόταν και απ’ ότι φαίνεται θα αποτελέσει ένα σημαντικό ανάχωμα απέναντι στην επεκτατική πολιτική του Πεκίνου. Θα χρειασθούν όμως αρκετά ακόμη αναχώματα αυτής της μορφής, πράγμα που σημαίνει ότι θα ακολουθήσουν ανάλογες συμφωνίες μεταξύ των δυνάμεων της Δύσης. Έτσι, η κοινή μοίρα και ο κοινός στόχος, θα αποκαταστήσουν αργά ή γρήγορα τις όποιες μεταξύ τους διαταραχές όπως π.χ. αυτή που δημιουργήθηκε μεταξύ ΗΠΑ και Γαλλίας. Το μεγάλο πρόβλημα είναι αλλού. Βρίσκεται στην αδυναμία της ΕΕ να βγεί από τη σημερινή μεταβατική κατάσταση και αδράνεια της και να αντιμετωπίσει ενιαία και ρεαλιστικά τις κρίσιμες γαιωπολιτικές προκλήσεις.
Η ΕΕ, αυτή η κορυφαία ένωση χωρών, η οποία υπερτερεί σε οικονομική ισχύ της Κίνας (ΑΕΠ 18 τρις $ έναντι 14) και έχει 10 φορές ισχυρότερη οικονομία από τη Ρωσία, που διαθέτει κορυφαίες πολεμικές βιομηχανίες και πρωτοποριακή πολεμική τεχνολογία, που αθροιστικά διαθέτει τεράστια στρατιωτική ισχύ, που βρίσκεται στην κορυφή της πολιτιστικής πυραμίδας και της δημοκρατίας, αντί να είναι ο πρωταγωνιστής των γεωπολιτικών εξελίξεων, παραμένει ένας απλός και περιφρονημένος θεατής. Εγκλωβισμένη σε αναποτελεσματικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, παγιδευμένη στους εσωτερικούς ανταγωνισμούς και στη μικροψυχία των οικονομικά ισχυρών χωρών που επιβραδύνουν τη διαδικασία σύγκλισης, αποψιλομένη από πολιτικούς-οραματιστές, απέχει πολύ ακόμη από την πολιτική ενοποίηση, η οποία θα την έβγαζε από τον μικρόκοσμο της.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός ότι στις σημερινές σκληρές και επικίνδυνες γεωπολιτικές καταστάσεις, που είναι «ηλίου φαεινότερο» ότι η στρατιωτική ισχύς καθορίζει τις εξελίξεις, η ΕΕ επιμένει να πορεύεται χωρίς έναν ενιαίο και σεβαστό αμυντικό μηχανισμό. Το γεγονός ότι κάποιες χώρες-μέλη διαθέτουν τις δικές τους ισχυρές «στρατιωτικές μηχανές», δεν λύνει το πρόβλημα. Δεν αποκλείεται μάλιστα να αποδυναμώνονται και αυτές, γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ισχύ τους προς κάθε κατεύθυνση, χωρίς κάποιες ελάχιστες ενδοευρωπαικές (και χρονοβόρες) συναινέσεις. Ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που οι ΗΠΑ προχώρησαν στην AUKUS χωρίς καν να το κουβεντιάσουν με την ΕΕ και αντιμετώπισαν τόσο άκομψα την στρατιωτικά παντοδύναμη Γαλλία. Θα μπορούσε ακόμη να ισχυρισθεί κάποιος ότι οι ΗΠΑ βλέπουν επιφυλακτικά και τη Γερμανία, η οποία έχει πολλές οικονομικές δοσοληψίες με το Πεκίνο και βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με τη Ρωσία για τον Nord Stream, βλέποντας το τυρί και υποβαθμίζοντας τον κίνδυνο της φάκας.
Αντίθετα με την ΕΕ, η Αγγλία και η Αυστραλία προτιμήθηκαν γιατί δείχνουν να έχουν συνειδητοποιήσει την ανάγκη άμεσης αντίδρασης στον κινεζικό κίνδυνο και να έχουν τη δυνατότητα να συνάπτουν συμφωνίες «σε χρόνο μηδέν».
Ας μην τα βάζουμε λοιπόν με τον Μπάιντεν. Αυτός τράβηξε τα εξάσφαιρά του τότε που πίστευε ότι είναι ανάγκη να το κάνει και δεν φταίει που η “Ενωμένη Ευρώπη” επιμένει να ονειρεύεται ότι θα της δοθεί ρόλος χωρίς να αντιτάξει ισχύ και που σε ώρες κινδύνου φοράει τις πυτζάμες της… αντί «να πάρει το όπλο της».
O Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News