ΑΠΟΨΕΙΣ

Η πανδημία, η διάσωση και η ευκαιρία για την τραπεζική κανονικότητα

Η πανδημία, η διάσωση και η ευκαιρία για την τραπεζική κανονικότητα

Στην αρχή της πανδημίας, ο μεγάλος φόβος, πέρα του υγειονομικού, ήταν οι οικονομικές συνέπειες και οι αντοχές του τραπεζικού συστήματος. Έχοντας μόλις εμφανίσει τα πρώτα σημάδια κερδοφορίας και με τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων να βρίσκεται σε εξέλιξη, οι προοπτικές του τραπεζικού κλάδου όταν ξεκίνησε η πανδημία μόνο αισιοδοξία δεν προκαλούσαν.  

Ένα χρόνο μετά, τα καταστροφικά σενάρια δεν επαληθευτήκαν, οι αποτιμήσεις των τραπεζών έχουν βελτιωθεί και η αισιοδοξία έχει επανέλθει. Τα κόκκινα δάνεια δεν αυξήθηκαν σημαντικά, τα περιουσιακά στοιχεία κρατήσαν την αξία τους και σε κάποιες περιπτώσεις, όπως τα κρατικά χρεόγραφα, ανατιμήθηκαν με αποτέλεσμα οι προβλέψεις για την κερδοφορία των τραπεζών να αναθεωρούνται επί το βέλτιον. Οι εξελίξεις αυτές προκαλούν ερωτηματικά. Μήπως ήταν υπερβολικές οι αρχικές εκτιμήσεις; Ήταν τελικά τόσο καλά προετοιμασμένες οι τράπεζες να αντέξουν το σοκ; Δεδομένης της βελτίωσης των προβλέψεων, θα πρέπει οι εποπτικές αρχές να χαλαρώσουν τους περιορισμούς, π.χ. πληρωμή μερίσματος στους μετόχους των τραπεζών; Η σύντομη απάντηση στα τρία ερωτήματα είναι όχι, όχι και όχι. 

Οι εκτιμήσεις για τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας μπορεί να μην επιβεβαίωσαν το δυσοίωνο σενάριο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν αμελητέες. Συγκεκριμένα, η ύφεση το έτος 2020 υπολογίζεται στο 8.2%, χαμηλότερα του 10.5% που είχε προβλεφθεί, κοντά όμως στα χειρότερα επίπεδα της ύφεσης κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης χρέους στη Ελλάδα. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης η ύφεση του 8.2% αποτελεί τη δεύτερη χειρότερη επίδοση της ελληνικής οικονομίας από το 1960 και μετά.    

Γιατί λοιπόν η ιστορικά μοναδική ύφεση, αντίστοιχη της ύφεσης του 2011-12 η οποία οδήγησε τότε στη ραγδαία αύξηση των κόκκινων δανείων, δεν κλόνισε το τραπεζικό σύστημα; Μήπως ήταν καλυτέρα προετοιμασμένες οι τράπεζες; Αναμφίβολα οι τράπεζες έχουν σημειώσει πρόοδο ειδικά τα δυο τελευταία έτη. Η σταθεροποίηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και η κερδοφορία δικαιώνουν τις προσπάθειες που έχουν γίνει έως σήμερα. Ωστόσο ο δείκτης ΜΕΔ, παρά τη βελτίωση, παραμένει ιστορικά υψηλός στο 28%, τα υπάρχοντα κεφάλαια των τραπεζών είναι ποιοτικά ανεπαρκή αφού σε μεγάλο βαθμό αποτελούνται από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις αλλά και δυνητικά ανεπαρκή ποσοτικά ως αποτέλεσμα της ακολουθούμενης πολιτικής μείωσης των ΜΕΔ μέσω του προγράμματος «Ηρακλής». Επομένως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι οι αντοχές των τράπεζων ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν ζήσαμε ένα νέο τραπεζικό κράχ.

Στην πραγματικότητα, το κράτος ανέλαβε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου το κόστος της πανδημίας και γι΄αυτό δεν επαληθευθήκαν τα καταστροφικά σενάρια. Τα αναγκαία για την αποφυγή μιας νέας κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, προγράμματα στήριξης της απασχόλησης και του εισοδήματος διέσωσαν το τραπεζικό κλάδο από το κίνδυνο της πανδημίας. Στηρίζοντας την εγχώρια οικονομία, το ελληνικό κράτος έμμεσα έσωζε και τις τράπεζες από την ανάγκη νέας κεφαλαιοποίησης. 

Η παρατήρηση αυτή μας οδηγεί στο τρίτο ερώτημα. Μήπως ήρθε η ώρα να χαλαρώσουν οι περιορισμοί στις τράπεζες; Η έμμεση διάσωση του τραπεζικού κλάδου από το κίνδυνο της πανδημίας θα έπρεπε να συνεπάγεται τη διατήρηση των περιορισμών στο τραπεζικό κλάδο, τουλάχιστον για τη μερισματική πολιτική. Ταυτόχρονα, οι προτεραιότητες του κλάδου θα πρέπει να αναθεωρηθούν. Μέχρι σήμερα η πολιτική μείωσης των ΜΕΔ αποτελούσε το μεγάλο διακύβευμα. Η ελληνική οικονομία όμως έχει ανάγκη από επενδύσεις και το ταμείο ανάκαμψης προσφέρει μια σημαντική ευκαιρία για τη χώρα. Επενδύσεις χωρίς τράπεζες δεν μπορούν να υπάρξουν διότι η επιλογή των επενδύσεων θα πρέπει να γίνει με όρους αγοράς. Επομένως, ο κλάδος οφείλει να εστιάσει ξανά στη λεγόμενη παραδοσιακή τραπεζική όπου οι τράπεζες αναλαμβάνουν να διαχωρίσουν και να χρηματοδοτήσουν, μαζί με το ταμείο, τα οικονομικά επωφελή έργα. Πρακτικά αυτό σημαίνει ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού με στελέχη τα οποία γνωρίζουν από επενδύσεις, ενίσχυση των πληροφοριακών συστημάτων ιδιαίτερα στο τομέα της αξιολόγησης και διαχείρισης των κινδύνων και βέβαια κεφάλαια διαθέσιμα για νέες επενδύσεις. Οι πρόσφατες αυξήσεις κεφαλαίου με στόχο την ανάπτυξη αποτελούν ενθαρρυντικό σημάδι. Ας ελπίσουμε ότι η νέα τραπεζική κανονικότητα θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι την επόμενη κρίση. 

* Ο Δρ. Παναγιώτης Αβραμίδης, είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Χρηματοοικονομικής, Alba Graduate Business School, The American College of Greece.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News