Οι επιπτώσεις της COVID-19 στον τουρισμό και οι προοπτικές
Οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας στον τουρισμό ήταν δραματικές: ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού εκτιμά ότι οι διεθνείς αφίξεις και εισπράξεις το 2020 μειώθηκαν κατά 74% σε σχέση με το 2019. Αντίστοιχα στην Ελλάδα οι διεθνείς αφίξεις και εισπράξεις το 2020 μειώθηκαν κατά 76% σε σχέση με το 2019. Οι εκτιμήσεις για την ανάκαμψη του διεθνούς τουρισμού στα επίπεδα του 2019 είναι ότι θα επιτευχθεί περί το 2025.
Πέρα όμως από τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, έχει ξεκινήσει –σχεδόν από την αρχή της πανδημίας– και η συζήτηση για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας στον τουρισμό. Η συζήτηση αυτή συνήθως εστιάζει στα θέματα της βιωσιμότητας (sustainability) και του digitalization. Αν και η πανδημία αναμφίβολα έδρασε ως καταλύτης και ανέδειξε αυτά τα δύο θέματα, και τα δύο προϋπήρχαν στην ατζέντα του τουρισμού προ πανδημίας. Για παράδειγμα, το flightshaming (δηλαδή το να αισθάνεται κανείς ντροπή που πετάει με αεροπλάνο και μολύνει το περιβάλλον) είχε ξεκινήσει στη Σκανδιναβία ήδη από το 2018, ενώ υπάρχουν και πολλά συστήματα περιβαλλοντικής πιστοποίησης των τουριστικών επιχειρήσεων εδώ και πολλά χρόνια. Επίσης, οι online πωλήσεις στον τουρισμό στην Ευρώπη ήδη από το 2019 είχαν μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς από τις offline, ενώ πολλές αεροπορικές, ξενοδοχειακές και άλλες επιχειρήσεις και προορισμοί είχαν τα δικά τους applications για την εξυπηρέτηση των πελατών τους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το ταξίδι τους.
Η μεγάλη διαφοροποίηση που έφερε η πανδημία στον τουρισμό αφορά σε άλλους παράγοντες. Κατ’ αρχάς αναδείχθηκε ένας εξωγενής κίνδυνος (αυτός της πανδημίας) με δυνητικά καταστροφικές συνέπειες στην τουριστική δραστηριότητα που προηγουμένως κανένας δεν υπολόγιζε. Αν και η επανάληψη της πανδημίας και των μέτρων αντιμετώπισής της μάλλον θα είναι ένα σπάνιο φαινόμενο στο μέλλον (a black swan event), το νέο αυτό ρίσκο θα επηρεάσει τον τρόπο λήψης αποφάσεων των τραπεζών, των επιχειρηματιών και των εργαζομένων.
Οι τράπεζες και οι επιχειρηματίες θα υποβάλλουν τα business plans για τουριστικά projects σε stress tests για αυτό το ρίσκο. Για τις τράπεζες αυτό μπορεί να οδηγήσει σε απαίτηση για αυξημένες εξασφαλίσεις, αυξημένα επιτόκια ή μειωμένο ποσοστό δανείου στο σύνολο της επένδυσης ή ακόμα και σε απόρριψη του αιτήματος για κάποιες περιπτώσεις. Για τους επιχειρηματίες μπορεί να οδηγήσει σε πιο συντηρητική προσέγγιση των επενδυτικών πλάνων τους με επακόλουθο την υλοποίηση λιγότερων επενδυτικών σχεδίων.
Κάποιοι εργαζόμενοι ίσως θεωρήσουν ότι διακινδυνεύουν την επαγγελματική τους αποκατάσταση απασχολούμενοι στον τουριστικό χώρο και διακινδυνεύοντας να μείνουν άνεργοι λόγω κατάρρευσης της ζήτησης σε περίπτωση νέας πανδημίας. Ως επακόλουθο είναι πιθανόν να αλλάξουν κατεύθυνση και να αναζητήσουν νέο επάγγελμα ή νέο χώρο εργασίας. Η έλλειψη προσωπικού που θα δημιουργηθεί θα υποκατασταθεί εν μέρει από ρομπότ για απλές εργασίες (π.χ. info kiosk, σκούπες ρομπότ κ.λπ.) ή θα γίνει υποκατάσταση εργασιών από λύσεις digital, φαινόμενο που ήδη είναι σε εξέλιξη (π.χ. παραγγελιοληψία μέσω app).
Περαιτέρω, η πλήρης ή μερική τουριστική απραξία των τελευταίων 16 μηνών είχε τεράστιες οικονομικές επιπτώσεις στον αεροπορικό κλάδο –που μεταφέρει το 70% της εισερχόμενης τουριστικής κίνησης στην Ελλάδα, που συνεισφέρει το 90% του εισερχόμενου τουριστικού εσόδου– και στους tour operators, που σε μεγάλο βαθμό διασώθηκαν με κρατικά κεφάλαια (π.χ., μόνο η TUI, ο μεγαλύτερος tour operator παγκοσμίως, έχει λάβει έκτακτη οικονομική ενίσχυση 4,8 δισ. ευρώ από τη γερμανική κυβέρνηση). Παράλληλα, λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας που εξακολουθεί να επικρατεί, οι (δυνητικοί) ταξιδιώτες προβαίνουν κυρίως σε κρατήσεις τελευταίας στιγμής (last minute). Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων οδηγεί τις αεροπορικές εταιρείες και τους tour operators αφενός σε προγραμματισμό λιγότερων δρομολογίων και αφετέρου σε αδυναμία προγραμματισμού πτήσεων σε βάθος χρόνου που θα υπερβαίνει τις λίγες εβδομάδες. Η οικονομική αδυναμία των tour operators που έχει επιφέρει η πανδημία έχει ήδη οδηγήσει σε δραστική περικοπή των προκαταβολών που δίνουν και μάλλον θα οδηγήσει σε ανακατανομή των μεριδίων αγοράς στη διανομή του τουριστικού προϊόντος προς όφελος εναλλακτικών δικτύων διανομής, όπως οι online travel agents (π.χ. Booking), ενώ αναμένονται ανακατατάξεις και στα μερίδια αγορών των αεροπορικών εταιρειών.
Τέλος, η κρίση του τουρισμού άνοιξε πάλι τη συζήτηση περί μονοκαλλιέργειας του τουρισμού, ως εάν οι υπόλοιπες δραστηριότητες είχαν απαγορευτεί προκειμένου να αναπτυχθεί ο τουρισμός ή ως εάν ο τουρισμός θα επλήττετο από άλλες δραστηριότητες, όταν ισχύει ακριβώς το αντίθετο: όσο πιο πολυδιάστατη είναι η ζωή σε έναν τόπο, τόσο ελκυστικότερο είναι το τουριστικό προϊόν. Η πραγματικότητα βέβαια είναι ότι ο τουρισμός αναπτύχθηκε στα νησιά και σε άλλες περιοχές λόγω του τεράστιου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος του τουριστικού προϊόντος που προσφέρουν, και που αποτυπώνεται σε πληθώρα διεθνών μελετών που αναδεικνύουν το brand του ελληνικού τουρισμού ως ένα από τα ισχυρότερα στον κόσμο.
* Ο κ. Αρης Ίκκος είναι διευθυντής Έρευνας στο Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ. Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News