Αγορές εναντίον κεντρικών τραπεζών, πληθωρισμός εναντίον ανάπτυξης
Καθώς η διαδικασία των εμβολιασμών αποκτά ολοένα και ισχυρότερη δυναμική, το ενδιαφέρον των αναλυτών αρχίζει να στρέφεται εκ νέου σε θέματα αμιγώς οικονομικής και χρηματοοικονομικής φύσεως. Οπως αναλύουμε και στην πρόσφατη τριμηνιαία μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς, δεσπόζουσα θέση σε αυτή την επικαιροποιημένη ατζέντα καταλαμβάνουν στην παρούσα συγκυρία δύο –άμεσα συνδεδεμένα– ζητήματα.
Το πρώτο ζήτημα σχετίζεται με την αντιπαράθεση που κυριαρχεί στην τρέχουσα συγκυρία μεταξύ αφενός των μεγάλων κεντρικών τραπεζών (κατά βάση της αμερικανικής FED και δευτερευόντως της ΕΚΤ) και αφετέρου των λεγόμενων «αγορών». Από τη μια, η επιχειρηματολογία και οι διακηρύξεις των κεντρικών τραπεζών στοχεύουν στο να πείσουν όλους τους οικονομικούς παράγοντες αναφορικά με την πρόθεσή τους να ασκήσουν επεκτατική νομισματική πολιτική (δηλαδή πολιτική χαμηλών επιτοκίων και ποσοτικής χαλάρωσης), προκειμένου οι ανεπτυγμένες οικονομίες όχι μόνο να επανέλθουν σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης αλλά και να ανακτήσουν την πρότερη αναπτυξιακή δυναμική τους. Στον αντίποδα, οι αγορές αμφισβητούν έμπρακτα τις προθέσεις και διακηρύξεις αυτές των κεντρικών τραπεζών, καθώς μέσω της τιμολόγησης των κρατικών ομολόγων προεξοφλούν την de facto άσκηση μιας πολύ πιο περιοριστικής νομισματικής πολιτικής σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Πίσω από αυτή τη διελκυστίνδα μεταξύ νομισματικών Αρχών και αγορών υποβόσκει μια ακόμα πιο σημαντική διάσταση απόψεων αναφορικά με τη διαδραστική σχέση μεταξύ ανάπτυξης και πληθωρισμού. Το κλασικό πλαίσιο γύρω από το οποίο έχει δομηθεί η κατανόηση της σχέσης μεταξύ ανάπτυξης και πληθωρισμού εδράζεται στο σκεπτικό ότι περίοδοι έντονης ανάπτυξης καταλήγουν σε ένα σημείο όπου η ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες προσεγγίζει ή και ξεπερνά την προσφορά, με αποτέλεσμα την υπερθέρμανση της οικονομίας και την εκδήλωση πληθωριστικών πιέσεων. Παρά το γεγονός ότι στην προ COVID περίοδο η σχέση αυτή έμοιαζε να έχει διαταραχθεί –με αποτέλεσμα η πορεία των τιμών να παραμένει υποτονική ή στάσιμη ανεξάρτητα από τα επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας–, το σκεπτικό των αγορών είναι ότι ο σχεδιασμός της επερχόμενης επιστροφής στην κανονικότητα, της χαλαρής νομισματικής πολιτικής και της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής θα οδηγήσει σύντομα σε οικονομική υπερθέρμανση και συνεπώς πληθωρισμό. Το καταληκτικό συμπέρασμα του συλλογισμού αυτού είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες, όταν βρεθούν αντιμέτωπες με αυτές τις μη αναμενόμενες πληθωριστικές πιέσεις, θα θελήσουν να διαφυλάξουν την αξιοπιστία τους προχωρώντας –ενάντια στις τωρινές διακηρύξεις τους– σε αυξήσεις επιτοκίων.
Η επίλυση της ανωτέρω διάστασης απόψεων αναμένουμε να παραμείνει εκκρεμής για σημαντικό χρονικό διάστημα και ενδεχομένως να περιπλακεί ακόμη περισσότερο εξαιτίας του γεγονότος ότι η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από πρωτοφανή μεταβλητότητα και αβεβαιότητα στα μακροοικονομικά στοιχεία, γεγονός που επιτρέπει σε κάθε πλευρά να υποστηρίζει ότι οι εξελίξεις τη δικαιώνουν. Η δική μας τοποθέτηση έναντι όλων αυτών των εξελίξεων είναι η εξής: Επανειλημμένα στο παρελθόν οι αγορές έχουν θεωρήσει ότι εισερχόμαστε σε ένα νέο καθεστώς πραγμάτων (paradigm shift), στο οποίο ό,τι γνωρίζαμε στο παρελθόν θα έπαυε να ισχύει και μια νέα τάξη πραγμάτων θα αναδεικνυόταν. Καθώς οι προσδοκίες αυτές έχουν πολλάκις αποδειχθεί υπερβολικές, έχει σημασία να προσπαθήσουμε να καταγράψουμε και να αξιολογήσουμε τις αντίρροπες δυνάμεις υπέρ και κατά κάθε άποψης και έτσι να καταλήξουμε στο επικρατέστερο σενάριο.
Υπέρ της άποψης των κεντρικών τραπεζών συνηγορούν τόσο η κατακόρυφη αύξηση του χρέους (κυρίως σε κρατικό και εταιρικό επίπεδο) που καταγράφηκε την περίοδο της πανδημίας όσο και το πρότερο περιβάλλον της «δομικής στασιμότητας», δηλαδή της χαμηλής παραγωγικότητας, ανάπτυξης και πληθωρισμού. Στον αντίποδα, υπέρ της άποψης των αγορών συντείνουν εξελίξεις όπως αυτή της «απο-παγκοσμιοποίησης» αλλά πρώτα και κύρια της «δημοσιονομικής κυριαρχίας», δηλαδή του καθεστώτος εκείνου όπου οι κεντρικές τράπεζες χαράσσουν την πολιτική τους με άξονα τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και όχι τη συγκράτηση του πληθωρισμού. Αξιολογώντας λοιπόν όλα αυτά τα δεδομένα και δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στο σκεπτικό ότι η χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι πρόσκαιρη έως ότου ξεπεραστούν οι συνέπειες της πανδημίας, πιστεύουμε ότι σε βάθος χρόνου η πολιτική των κεντρικών τραπεζών θα δικαιωθεί, καθώς ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει σταδιακά στα προ COVID υποτονικά επίπεδά του.
* Ο κ. Ηλίας Λεκκός είναι επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής της Τράπεζας Πειραιώς. Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News