Μια ματιά στο ΑΕΠ και τη δυναμική του
Με βάση τα διαθέσιμα εποχικά διορθωμένα στοιχεία, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε όρους όγκου κατά το 1ο τρίμηνο 2021 παρουσίασε αύξηση κατά 4,4%, σε σχέση με το 4ο τρίμηνο 2020, ενώ σε σύγκριση με το 1ο τρίμηνο 2020 παρουσίασε μείωση κατά 2,3%. Η μείωση αυτή είναι ηπιότερη σε σχέση με τις προβλέψεις, δεδομένου του γεγονότος ότι το πρώτο τρίμηνο στο σύνολό του πέρασε με lockdown. Με βάση τα μέχρι τώρα στοιχεία της πορείας των ευρωπαϊκών οικονομιών, τα οποία βεβαίως υπόκεινται σε αναθεωρήσεις, σε τριμηνιαίο επίπεδο η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ είναι η καλύτερη στην ΕΕ27, αν και σε ετήσιο επίπεδο είναι χειρότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ27 (-1,8% έναντι -1,7% στην Ευρωζώνη). Πρέπει να σημειωθεί ότι, στα ελληνικά στοιχεία, αναθεωρήθηκε επί τα χείρω το πρώτο τρίμηνο του 2020 και επί τα βελτίω τα υπόλοιπα τρία του 2020. Το συνολικό αποτέλεσμα του 2020 έμεινε μεν αμετάβλητο σε ύφεση -8,2%, ωστόσο η βάση σύγκρισης για την ετήσια μεταβολή προέκυψε ευνοϊκότερη.
Σε επίπεδο συνιστωσών της ζήτησης, η καλή τριμηνιαία επίδοση προέρχεται από την αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης και των εξαγωγών, σε μεγάλο βαθμό όμως και από τη μεγάλη θετική μεταβολή των αποθεμάτων. Ωστόσο, εάν δει κανείς τα στοιχεία σε τρέχουσες τιμές (εποχικά διορθωμένα), τα αποθέματα φαίνονται να μειώθηκαν κατά €125εκ., επομένως η εμφανιζόμενη μεγάλη αύξησή τους σε πραγματικές τιμές πρέπει να συσχετίζεται με έντονη αρνητική μεταβολή του σχετικού αποπληθωριστή. Ο γενικός αποπληθωριστής του ΑΕΠ είναι επίσης έντονα αρνητικός, στην περιοχή του -2%. Αυτό το γεγονός, μεταξύ άλλων, υποδηλώνει και απομένουσες υφεσιακές πιέσεις.
Στις ετήσιες μεταβολές, η εικόνα δείχνει μείωση σε ιδιωτική κατανάλωση και εξαγωγές, η οποία αντισταθμίζεται εν μέρει από αυξήσεις σε επενδύσεις παγίων (βοηθούμενη κι από ευνοϊκή επίδραση βάσης) και δημόσια κατανάλωση, καθώς και μειώσεις εισαγωγών.
Εν γένει, δεν θα ήταν ορθό να υπεραναλύσουμε τις τάσεις οι οποίες αναδύονται, δεδομένου ότι τα στοιχεία είναι προσωρινά και θα αναθεωρηθούν στην επόμενη ανακοίνωση, ιδίως δεδομένης της ιδιώνυμης συγκυρίας της πανδημίας. Ωστόσο είναι σαφές ότι η ελληνική οικονομία μπαίνει σε ένα μονοπάτι σταδιακής ανάκαμψης. Ο δυναμισμός αυτής της ανάκαμψης τα επόμενα τρίμηνα θα εξαρτηθεί από τρεις κομβικές παραμέτρους:
- Την πορεία του τουρισμού, με την προσπάθεια να επικεντρώνεται στην αναπλήρωση μέρους των απωλεσθεισών πρώιμων κρατήσεων από κρατήσεις της τελευταίας στιγμής, πάντα σε συνάρτηση με την πορεία της πανδημίας και των εμβολιασμών εγχωρίως και στις βασικές μας αγορές.
- Την συνεισφορά στην εγχώρια ζήτηση από την αύξηση καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων τους προηγούμενους μήνες και την αντίστοιχη συμπιεσμένη ζήτηση. Εδώ η προσδοκία δεν είναι τόσο από το εμπόριο αγαθών, στα οποία είμαστε ήδη κοντά στα προ πανδημίας επίπεδα, αλλά από τις υπηρεσίες.
- Στην ταχύτητα με την οποία θα προχωρήσουν τα επενδυτικά σχέδια τα οποία περιλαμβάνονται στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Κι εδώ το ζητούμενο μακροοικονομικά είναι η πρόοδος των ίδιων των επενδύσεων και όχι το πότε θα έρθουν τα ευρωπαϊκά χρήματα. Αυτό είναι ζήτημα ρευστότητας η οποία δεν λείπει από το Κράτος, εάν χρειαστεί να μπορεί να χρησιμοποιηθούν εθνικοί πόροι για κάποιους μήνες και να αναπληρωθούν μετά.
Στο μακροπρόθεσμο διάστημα όμως, ο δυναμισμός της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται επικυρίαρχα από την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων οι οποίες αυξάνουν το παραγωγικό δυναμικό, τη δημοσιονομική σταθερότητα και την ελκυστικότητα της χώρας ως προορισμού επενδύσεων. Αποτελεί αυτό προϋπόθεση ώστε οι πόροι να χρησιμοποιηθούν με τον βέλτιστο τρόπο και να μεγιστοποιηθεί η συνεισφορά τους στους μακροχρόνιους ρυθμούς ανάπτυξης.
* Ο Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, [email protected].
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News