ΑΠΟΨΕΙΣ

Οργή Θεού

Οι υποδομές είναι, από τεχνολογική και πολιτική άποψη, μάλλον βαρετά πράγματα. Δεν δίνουν ευκαιρίες για success stories και για πολιτική επικοινωνία παρά μόνο όταν αφορούν κάτι καινοτομικό και τεχνολογικά προωθημένο, το 5G για παράδειγμα, αλλά και τότε αυτό συζητιέται περισσότερο ως σύμβολο προόδου και οδοδείκτης ανάπτυξης, παρά για την πρακτική του αξία αυτή καθ’ εαυτή. Η διαχείριση των υποδομών, όπως άλλωστε και άλλων κρατικών λειτουργιών, όπως η πολιτική προστασία, χαρακτηρίζεται από ένα παράδοξο: είναι τόσο πιο πολύ επιτυχημένες, όσο περισσότερο ξεχνάμε την ύπαρξή τους, όσο δηλαδή γίνονται αυτονόητες και δεδομένες και δεν δημιουργούν ειδήσεις για τα μέσα ενημέρωσης. Όχι όταν ανακοινώνονται νέες δυνατότητες και εξελίξεις.

Το παράδοξο αυτό είναι παγίδα για τις κυβερνήσεις, που έχουν μια εγγενή αδυναμία σε οτιδήποτε αρκετά θεαματικό για να γίνει story, βάζοντας συχνά σε δεύτερη προτεραιότητα ή αμελώντας με πατροπαράδοτη απρονοησία αυτά τα βαρετά, αυτά που είναι επιτυχημένα όταν δεν φαίνονται και δεν ακούγονται, τα οποία όμως θα γίνουν όμως πολύ αρνητικό story όταν κάτσει μια στραβή στην βάρδια τους. Έτσι το να ανακοινωθεί ένα πρόγραμμα επιδότησης ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων που τελικά κατάφερε να βγάλει στους δρόμους μερικές δεκάδες μικρά οχήματα και αν, είναι ένα επικοινωνιακό στόρυ, γιατί είναι πολιτικά συμβολικό: σηματοδοτεί μια πολιτική θέση ενώ η πρακτική του επίδραση είναι ασήμαντη. Το να εκσυγχρονιστεί προληπτικά το δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας ώστε να μην κόβεται το ρεύμα στη μισή Αθήνα όταν κάνει ζέστη και φορτώνεται το δίκτυο ή όταν σκάει ένας αρχαίος και ιστορικού ενδιαφέροντος μετασχηματιστής του ΔΕΔΔΗΕ στην Ελευσίνα, δεν αξίζει – όταν γίνει στην ώρα του ούτε μονόστηλο. Αλλά θα γίνει είδηση το ότι δεν έγινε όταν έπρεπε όταν κοπεί.

Οι βαρετές όμως υποδομές όμως είναι αναγκαία συνθήκη για την ποιότητα της ζωής μας, για την λειτουργία της καθημερινής οικονομίας και είναι και συνθήκη δημοκρατίας: μας αφορούν όλους, είναι η υλική και απτή υπόσταση του κοινού πράγματος που είναι το κράτος και μειώνουν τις ανισότητες. Έτσι μία οποιαδήποτε κυβέρνηση δεν είναι επιτυχημένη στον τομέα των υποδομών, όταν ανακοινώνει νέες καινοτομικές εξελίξεις για τις μεταφορές, τις τηλεπικοινωνίες ή την ενέργεια, αλλά όταν πρώτα λειτουργούν όπως πρέπει οι παλιές, τουλάχιστον στα επίπεδα του πολιτισμένου κόσμου. Μπορεί ο digital nomad της ψηφιακής εποχής να έρθει στην χώρα μας «για τον ήλιο και το 5G» , αλλά θα πρέπει να μπορεί να φορτίζει το κινητό του. Και αυτό όπως αποδείχτηκε, στην χώρα αυτή, δεν είναι καθόλου δεδομένο, αν ο digital nomad εγκατασταθεί για παράδειγμα στα βόρεια προάστια της Αθήνας όπου παραδόξως χιονίζει λίγο μια δυο φορές τον χρόνο.

Τα έλεγα αυτά πριν λίγα μόνο χρόνια όταν μετακομίζοντας στα νέα μας γραφεία, σε κεντρική αρτηρία και ούτε δύο-τρία χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσαμε να έχουμε γρήγορη και σταθερή σύνδεση Internet και ότι έπρεπε να κάνουμε την δουλειά μας με μια οικιακή σύνδεση μέτριας ταχύτητας. Ή όταν μέναμε για δύο μέρες χωρίς ρεύμα επειδή το καλοκαίρι το σύστημα διανομής ενέργειας της περιοχής δεν μπορούσε να αντέξει τα κλιματιστικά, που έχουν την κακή συνήθεια να λειτουργούν όλα μαζί όταν κάνει ζέστη. Αλλά δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα σας έγραφα αυτό το κείμενο με στυλό σε χαρτί και στο φως των κεριών, κρυώνοντας, εγκλωβισμένος, βρώμικος και πεινασμένος, χωρίς ρεύμα, θέρμανση, νερό, τηλέφωνο, σύνδεση Internet και σήμα στο κινητό, και χωρίς δυνατότητα μετακίνησης για πέντε ολόκληρες μέρες, σε ένα προάστιο της πρωτεύουσας μιας ευρωπαϊκής χώρας. Και μαζί με εμένα άνθρωποι σε πάνω από 150.000 νοικοκυριά. Εμείς τουλάχιστον ζούμε σε αυτήν την χώρα και οφείλαμε να ξέρουμε καλύτερα. Φαντάσου δηλαδή να είχαν ήδη έρθει και οι στρατιές των ανύποπτων digital nomads που θα δελεαστούν από τις φορολογικές ελαφρύνσεις που θεσπίστηκαν.

Βέβαια, στην χώρα όπου παρά τις εκατοντάδες πυρκαγιές κάθε χρόνο εδώ και πολλές δεκαετίες, μια πυρκαγιά που ξεφεύγει αντιμετωπίζεται πάντα με δέος ως απρόβλεπτο φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στο ότι φυσούσε πολύ ή έκανε πολλή ζέστη, στην χώρα όπου με λίγους προβλέψιμους πόντους χιόνι μερικές φορές τον χρόνο, κάθε χρόνο, κλείνουν οι αυτοκινητόδρομοι της πρωτεύουσας (ενώ θα έπρεπε να υπάρχει η τεχνική υποδομή που θα τους κρατάει ανοιχτούς, κάθε χρόνο θα την χρειαζόμαστε στο κάτω κάτω!) είναι επόμενο, λίγοι παραπάνω πόντοι χιόνι να χαρακτηρίζονται «θεομηνία». «Θεομηνία» είναι η οργή του Θεού και όταν θυμώνει ο Θεός οι άνθρωποι και οι ευσεβείς κυβερνήσεις προσεύχονται, τι άλλο να κάνουν δηλαδή; Μπορούσε κανείς να προβλέψει ότι στα βόρεια και βορειοανατολικά προάστια της πρωτεύουσας θα χιονίσει λίγο πιο πολύ ώστε να είναι έτοιμα τα συνεργεία του ΔΕΔΔΗΕ, η Πολιτική Προστασία, η Περιφέρεια και οι Δήμοι; Επειδή δηλαδή χιονίζει κάθε χρόνο, θα έχουμε και θα εφαρμόζουμε επιχειρησιακά σχέδια;

Μάλλον σε μια χώρα που έχει μάθει να πουλάει τον ήλιο της, είναι υπερβολικό να απαιτούμε να σκεφτεί κανείς ότι θα μπορούσαν τα αστικά δίκτυα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας να μην είναι εναέρια και κάτω από το ύψος των δέντρων (των κήπων και των πεζοδρομίων, όχι κανενός άγριου δάσους, μη φανταστείτε). Και αφού τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών από την μια πλευρά συνδέονται μερικές φορές σε οπτικές ίνες, δεν μπορούμε έχουμε παράλογες απαιτήσεις, όπως πχ το να μην φτάνουν στην άλλη πλευρά, στα σπίτια, με εναέρια καλώδια πάνω σε αρχαίους σάπιους ξύλινους στύλους του ΟΤΕ. Άλλωστε στις «κανονικές» συνθήκες, που είναι και οι μόνες για τις οποίες είναι σχεδιασμένη να λειτουργεί αυτή η χώρα, δεν πειράζει αν η ύδρευση στα προάστια της πρωτεύουσας γίνεται με γεωτρήσεις και τοπικά αντλιοστάσια χωρίς γεννήτριες για την περίπτωση όπου κοπεί το ρεύμα, και αν η πολυδιαφημισμένη, εκσυγχρονισμένη και πολυεπίπεδα αποκεντρωμένη και με δικό της προβεβλημένο σταρ υφυπουργό Πολιτική Προστασία, δεν βγαίνει στους δρόμους όταν την έχουν ανάγκη οι πολίτες αλλά μόνο δυο μέρες μετά για βόλτα στην λιακάδα. Ή ακόμα και αν ευστάθεια του συνολικού δικτύου διανομής στην Πρωτεύουσα κινδυνεύσει να καταρρεύσει συνολικά όταν μια τόσο μεγάλη περιοχή βγει εκτός δικτύου. Θέματα δηλαδή που άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν λύσει τουλάχιστον από την δεκαετία του 1980, και όταν ρίχνει είκοσι πόντους χιόνι απλά τα παιδιά παίζουν στους κήπους χιονοπόλεμο χαρούμενα.

Αυτή η μοιρολατρική προσφυγή στην κακή τύχη, στην «θεομηνία», στο ότι κάνει ζέστη το καλοκαίρι και κρύο τον χειμώνα, η επίκληση εξαιρετικών τάχα συνθηκών για καταστάσεις που συμβαίνουν προβλέψιμα και με κανονικότητα, είναι τόσο εύκολη δικαιολογία της κοινωνίας αλλά και αυτών που σε μια δημοκρατία έχουν το χρέος να προνοούν τουλάχιστον για τους συνηθισμένους κινδύνους με την επιμέλεια ενός νοικοκύρη, που όταν λέμε συχνά χαριτολογώντας ότι αυτή η χώρα επιζεί από την καλή της τύχη, τελικά όντως το εννοούμε. Η χώρα ποντάρει στο ότι δεν της θα κάτσει η στραβή. Άλλωστε υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος δήλωσε ότι όσοι «επιλέγουμε» να ζήσουμε εκτός «οργανωμένου αστικού ιστού» – σε περιοχές δηλαδή ρυμοτομημένες, με σχέδια πόλεως, πλατείες, πεζοδρόμια, σχολεία και εμπορικά κέντρα – πρέπει να ξέρουμε ότι παίρνουμε τα ρίσκα μας. Δεν δικαιούμαστε να απαιτούμε ό,τι και οι κάτοικοι των αστικών κέντρων. Φαντάζομαι τι δεν δικαιούνται με αυτή την λογική οι άνθρωποι των χωριών της ορεινής Ελλάδας και εξοργίζομαι με την απρονοησία τους και την ανευθυνότητά τους να επιμένουν να ζουν και να εργάζονται εκτός οργανωμένου αστικού ιστού.

Αν η πρώτη απόδραση όλων των κυβερνήσεων από την ευθύνη τους είναι η μεταφυσική επίκληση της οργής του Θεού ή της Φύσης, η δεύτερη είναι πάντα το παρελθόν και ιστορία. Όλα τα κακώς κείμενα, η ανεπάρκεια των υποδομών στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πάντα ευθύνη των προηγουμένων σε μια ατέρμονη αλυσίδα μεταβίβασης ευθύνης που φτάνει μέχρι την ίδρυση του κράτους και ακόμη πιο πριν. Αλλά αυτό δεν είναι παρά μια βολική σύγχυση της έννοιας της πολιτικής ευθύνης σε μια δημοκρατία: είναι ένα θέμα η πολιτική ευθύνη εκείνου που κάποτε δεν είχε κάνει τα πράγματα σωστά· και είναι ένα εντελώς ξεχωριστό θέμα η πολιτική ευθύνη εκείνου που ανέλαβε την εντολή να τα διαχειριστεί και να τα διορθώσει. Μπορεί να είναι από πολιτική άποψη βαρετά πράγματα και να μην ακούσει κανένα μπράβο και κανένα wow από τους ψηφοφόρους για κάτι που και αυτοί ξεχνούν και θεωρούν δεδομένο μέσα στην επιπολαιότητα μιας κοινωνίας που πορεύεται με σύνθημα «δεν βαριέσαι, ωχ αδελφέ». Αλλά είναι μέρος του job description και του ήταν γνωστό από πριν αναλάβει τη δουλειά.

Πάντως, για να πω την αμαρτία μου, στους συνεργάτες μου στο εξωτερικό που δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί μου για σοβαρά θέματα επί ημέρες, μιλούσα μετά κι εγώ για ακραία καιρικά φαινόμενα. Δεν είπα σε κανέναν ότι για μερικούς πόντους χιόνι ήμουν συνολικά αποκλεισμένος από τον πολιτισμό, σε συνθήκες όχι ψηφιακού, αλλά πραγματικού παραδοσιακού νομάδα, για πέντε ολόκληρες ημέρες. Ντράπηκα.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News