ΑΠΟΨΕΙΣ

Τι αποκάλυψε για την Ε.Ε. η υπόθεση AstraZeneca

Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε τον Ντόναλντ Τραμπ να ανεβαίνει στο βήμα να μιλήσει για το πρόγραμμα εμβολίων των ΗΠΑ. Λόγω της χαοτικής του διαχείρισης, οι ΗΠΑ έχουν εμβολιάσει μόλις το 2% του πληθυσμού τους σε αντίθεση με τον Καναδά που έχει ήδη πάνω από 10% όπως και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αντίδραση του Τραμπ αναμενόμενη: Τα βάζει με τις φαρμακευτικές εταιρείες που τον κορόιδεψαν, ενώ αφήνει υπόνοιες ότι ο Καναδάς κλέβει εμβόλια επειδή τα εργοστάσια εκεί παράγουν απρόσκοπτα εμβόλια που δεν εξάγονται στις ΗΠΑ. 

Ο Τραμπ αποφασίζει να απαντήσει με τον μόνο τρόπο που ξέρει: επιβάλλει απαγόρευση εξαγωγών εμβολίων από τις ΗΠΑ και ανακοινώνει ότι θα κινηθεί νομικά ενάντια στις φαρμακευτικές εταιρείες. Σε μια κλασική του πρόκληση, δείχνει το συμβόλαιο που υπέγραψε η κυβέρνηση των ΗΠΑ με κάποια από τις εταιρείες σε ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση. Τα διεθνή ΜΜΕ δεν χάνουν χρόνο. Οι συζητήσεις για τον «εμβολιαστικό εθνικισμό», τον λαϊκισμό και τον προστατευτισμό του Τραμπ δίνουν και παίρνουν. Η ΕΕ ανακοινώνει με ήρεμο αλλά δηκτικό ύφος ότι μόνο μέσω διεθνούς συνεργασίας θα μπορέσουμε να βγούμε από την πανδημία. 

Όλα τα παραπάνω βεβαίως δεν είναι υποθετικό σενάριο αλλά πραγματικότητα. Μόνο που ο υπαίτιος δεν είναι ο Τραμπ αλλά…. η ΕΕ. Η σχετική αποτυχία του προγράμματος εμβολιασμού τον πρώτο μήνα δημιούργησε πρώτα ανησυχία και μετά γενικευμένη κρίση στις Βρυξέλλες που κλιμακώθηκε μέσα σε μερικές ώρες, από ανακοινώσεις εναντίον της AstraZeneca σε πιθανή απαγόρευση εξαγωγών εμβολίων.

Μέσα στην βιασύνη της μάλιστα, η ΕΕ συμπεριέλαβε στην απαγόρευση εξαγωγών και την Βόρειο Ιρλανδία, επικαλούμενη μια ρήτρα του πρωτοκόλλου που είχε υπογράψει με την Βρετανία στο πλαίσιο του Brexit. Χρειάστηκε η παρέμβαση του Δουβλίνου για να αποσυρθεί αυτή η διάταξη, ήταν όμως πια ξεκάθαρο ότι η ΕΕ κινείται σπασμωδικά, σχεδόν στα όρια του πανικού. 

Κατά μια άποψη, η ΕΕ προσπάθησε να παίξει την προηγούμενη εβδομάδα ένα ριψοκίνδυνο πολιτικό παιχνίδι. Σε απάντηση της κριτικής και παραπόνων από εθνικές πρωτεύουσες (ιδιαίτερα του Βερολίνου) για καθυστερήσεις στον εμβολιασμό, η Επιτροπή αποφάσισε να στρέψει την προσοχή στην AstraZeneca που είχε ανακοινώσει ότι θα παραδώσει τον Φεβρουάριο και Μάρτιο μόνο το 25% των υπεσχημένων ποσοτήτων εμβολίων. Με αυτόν τον τρόπο, στρέφοντας την προσοχή στο επερχόμενο εμβόλιο της AstraZeneca, η κοινή γνώμη θα ξεχνούσε τις αποτυχίες που είχαν ήδη λάβει χώρα με το εμβόλιο της Pfizer που η ΕΕ είχε εγκρίνει και χρησιμοποιούσε, όπως αποδείχτηκε όμως με μεγάλη καθυστέρηση και ελλείψεις. 

Μετατρέποντας την Astrazeneca στον «κακό» της υπόθεσης, η ΕΕ θα επέρριπτε τις ευθύνες σε μια φαρμακευτική εταιρεία, που λογικά δεν θα είχε πολλές συμπάθειες στην κοινή γνώμη. Η έμμεση κατηγορία ότι η AstraZeneca αθετεί τις υποχρεώσεις της έναντι της ΕΕ ενώ εκπληρώνει τις παραδόσεις της προς την Βρετανία έβαζε στο κάδρο και την κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον, την οποία όλες οι χώρες και όλα τα μεγάλα ΜΜΕ της Ευρώπης αντιμετώπιζαν έτσι κι αλλιώς με περιφρόνηση.

Η στρατηγική απόσεισης ευθυνών όμως απέτυχε και η ΕΕ τελικά οδηγήθηκε βήμα-βήμα, ασυνείδητα, με σχεδόν τραγικό τρόπο, σε κινήσεις προστατευτισμού που η ίδια στηλίτευε. Οι σχέσεις της ΕΕ με τον επιχειρηματικό κόσμο, μετά από τις κατηγορίες προς την AstraZeneca που ενδεχομένως οδηγήσουν σε δικαστική διαμάχη στα βελγικά δικαστήρια, και τις χώρες που θα υποστούν τις συνέπειες της απαγόρευσης εξαγωγών θα επιβαρυνθούν κατά πολύ.

Όπως και αν επιλυθεί τελικά αυτή η κρίση – πιθανότατα με την AstraZeneca και το Λονδίνο να επιτρέπουν στην ΕΕ να πάρει επιπλέον εμβόλια από αυτά που παρασκευάζονται στην Βρετανία ως κίνηση καλής θέλησης – θα αφήσει βαθιά τραύματα στην Επιτροπή Φον ντερ Λάιεν. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες για τις ενδοευρωπαϊκές ισορροπίες θα είναι σημαντικές.

Πρώτον, οι παλινωδίες της Επιτροπής δεν περνούν απαρατήρητες στις μεγάλες πρωτεύουσες. Αξίζει να θυμηθεί κανείς ότι στην αρχή της πανδημίας, μια ομάδα χωρών με πρωτοστάτες τις Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία είχε ξεκινήσει να μελετά την παραγγελία εμβολίων. Η Επιτροπή όμως τις είχε πείσει ότι η ΕΕ πρέπει να ακολουθήσει μια συλλογική πολιτική. Οι μεγάλες χώρες συμφώνησαν και η Επιτροπή ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις για λογαριασμό όλων των 27. Σήμερα, που οι εμβολιασμοί αναβάλλονται στην Γαλλία και η Ρώμη συζητά να κινηθεί δικαστικά έναντι των φαρμακευτικών, τα μεγάλα κράτη-μέλη έχουν μια καλή δικαιολογία για να αποδυναμώσουν περαιτέρω την Επιτροπή και την υπερεθνική συνιστώσα της ΕΕ. Ο διακυβερνητισμός και η λογική του εθνικού συμφέροντος βγαίνουν ενισχυμένοι από την κρίση.

Δεύτερον, καθώς η ΕΕ προσπαθεί να περισώσει την πρόσβασή της σε εμβόλια, η διεθνής της εικόνα και ιδιαίτερα η ρητορική περί ενός ανοικτού και θεσμοποιημένου παγκόσμιου πολιτικού και οικονομικού συστήματος δέχονται πλήγματα. Η απαγόρευση εξαγωγών επιβεβαιώνει την εικόνα της εγωιστικής Δύσης που αδιαφορεί πλήρως για τον υπόλοιπο κόσμο. Ενώ η ΕΕ μαλώνει για εκατομμύρια εμβόλια, σε όλη την Υποσαχάρια Αφρική έχουν γίνει μέχρι σήμερα μόλις 55 (!) εμβολιασμοί. Η στάση της ΕΕ δικαιώνει αυτό που η ίδια ξόρκιζε τα τελευταία χρόνια: την διάσπαση του διεθνούς συστήματος σε αντίπαλα οικονομικά μπλοκ που προσπαθούν να αποσπάσουν όσο το δυνατόν περισσότερους πόρους – επενδύσεις, εμβόλια, ψηφιακά δεδομένα – από τους ανταγωνιστές τους. Ένας Τραμπικός κόσμος χωρίς τον Τραμπ.

Τρίτον, αυτή η θλιβερή υπόθεση αποτελεί και ένα σοκ για την Ευρώπη σε ό,τι αφορά το Brexit. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια είχαμε μάθει να αντιμετωπίζουμε την Μεγάλη Βρετανία με περιφρονητική, σχεδόν σατιρική, διάθεση. Από τα «Οrder! Order!» στην Βουλή των Κοινοτήτων την εποχή που οι συμφωνίες της Τερέζα Μέι καταψηφίζονταν η μια μετά την άλλη στις φήμες για άδεια ράφια στα βρετανικά σούπερ μάρκετ, το Brexit παρουσιαζόταν ως μια τρέλα που θα έριχνε την Βρετανία σε πολιτική και οικονομική δίνη.

Φυσικά και η σχετική επιτυχία της Βρετανίας στον εμβολιασμό (μέχρι στιγμής) δεν δικαιώνει το Brexit. Πρέπει όμως να γίνει και μια ευκαιρία περισυλλογής σχετικά με το πώς η αποχώρηση της Βρετανίας αποδυναμώνει την ΕΕ. Ας σκεφτούμε πόσο καλύτερη θα ήταν η διαδικασία εμβολιασμού αν δεν είχε φύγει η Βρετανία, που με τα πανεπιστήμια και τις εταιρείες της θα προσέφερε επιστημονική επάρκεια, και με την πολύ πιο ευέλικτη λογική της στην διαπραγμάτευση με παίκτες της αγοράς θα εξισορροπoύσε τις σκληρώσεις του Ευρωπαϊκού συστήματος. Υπάρχει μια σειρά άλλων τομέων – ασφάλεια, ψηφιακή πολιτική, χρηματοοικονομικά – όπου κρίσεις ελλοχεύουν και η Βρετανία διαθέτει τεράστιο απόθεμα ειδίκευσης. Η κρίση των εμβολίων δείχνει με τον πιο έντονο τρόπο ότι δεν είναι μόνο η Βρετανία αλλά και η ΕΕ που έχει αποδυναμωθεί σημαντικά από το Brexit.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News