ΑΠΟΨΕΙΣ

Δαπάνες επιχειρήσεων που δεν αναγνωρίζονται αν εξοφληθούν µε µετρητά

Δαπάνες επιχειρήσεων που δεν αναγνωρίζονται αν εξοφληθούν µε µετρητά

Στην προσπάθεια καταπολέµησης της φοροδιαφυγής, έχουν περιληφθεί διατάξεις στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος (ΚΦΕ) που απαγορεύουν στις επιχειρήσεις τη φορολογική έκπτωση µιας δαπάνης εάν αυτή εξοφληθεί µε µετρητά.

Συγκεκριµένα, µε τις διατάξεις του άρθρου 23 του ΚΦΕ, στο οποίο καθορίζονται οι µη εκπιπτόµενες επιχειρηµατικές δαπάνες, περιλαµβάνονται τρεις κατηγορίες δαπανών οι οποίες δεν εκπίπτουν εάν εξοφληθούν µε µετρητά.

Η πρώτη κατηγορία, που είναι και η ευρύτερη, περιλαµβάνει κάθε είδους δαπάνη που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των 500 ευρώ, είτε από την ηµεδαπή είτε από την αλλοδαπή. Εφόσον οι δαπάνες αυτές δεν εξοφληθούν ολικά ή τµηµατικά µε τη χρήση τραπεζικού µέσου πληρωµής, τότε δεν αναγνωρίζονται φορολογικά (περ. β΄ άρθρου 23 ΚΦΕ).

Ειδικότερα για την κατηγορία αυτή έχει διευκρινιστεί ότι στην έννοια της αγοράς των αγαθών και της λήψης των υπηρεσιών εµπίπτουν οι αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών, εµπορευµάτων, υλικών, παγίων κ.λπ., οι πάσης φύσεως δαπάνες της επιχείρησης καθώς και οι πάσης φύσεως υπηρεσίες που λαµβάνει η επιχείρηση.

Ως αξία συναλλαγής λαµβάνεται υπόψη το καθαρό ποσό της αξίας της συναλλαγής, προ ΦΠΑ.

Ως εξόφληση µε τραπεζικό µέσο πληρωµής νοείται η κατάθεση του ποσού στον τραπεζικό λογαριασµό του προµηθευτή. Ωστόσο, η κατάθεση αυτή µπορεί να γίνει είτε µε µετρητά είτε µε µεταφορά µεταξύ λογαριασµών (έµβασµα), αρκεί να αποδεικνύεται ότι τα ποσά πράγµατι κατατίθενται στον τραπεζικό λογαριασµό του προµηθευτή που εξέδωσε το φορολογικό στοιχείο. Επίσης, τραπεζικό µέσο πληρωµής µπορεί να είναι η χρήση χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών της εταιρείας που πραγµατοποιεί την πληρωµή, η έκδοση τραπεζικής επιταγής της επιχείρησης ή η εκχώρηση επιταγών τρίτων, η χρήση συναλλαγµατικών οι οποίες εξοφλούνται µέσω τραπέζης, η χρήση ταχυδροµικής επιταγής – ταχυπληρωµής ή η κατάθεση σε λογαριασµό πληρωµών των Ελληνικών Ταχυδροµείων (ΠΟΛ 1216/2014).

Σε περίπτωση που καταβάλλονται προκαταβολές έναντι της αξίας του αγαθού ή της υπηρεσίας ή όταν πραγµατοποιούνται τµηµατικές καταβολές που αφορούν συναλλαγές συνολικού ύψους άνω των 500 ευρώ απαιτείται η χρήση τραπεζικού µέσου, ανεξαρτήτως του ποσού τής κάθε τµηµατικής καταβολής ή προκαταβολής.

Επισηµαίνεται ότι όλη η δαπάνη πρέπει να εξοφληθεί µε τραπεζικό µέσο, και όχι µέρος ή τµήµα αυτής. Αν δηλαδή για µια δαπάνη 2.500 ευρώ εξοφληθούν έστω και 50 ευρώ µετρητά και τα υπόλοιπα όπως ορίζει ο νόµος, τότε όλο το ποσό της δαπάνης δεν εκπίπτει.

Σε περίπτωση που οι αντισυµβαλλόµενοι είναι ταυτόχρονα προµηθευτές και πελάτες, επιτρέπεται να προβούν σε εκατέρωθεν λογιστικούς συµψηφισµούς. Οταν όµως η διαφορά που αποµένει µετά τον συµψηφισµό είναι µεγαλύτερη των 500 ευρώ, τότε για να αναγνωρισθεί το σύνολο της αξίας των αγορών απαιτείται η εξόφληση της διαφοράς αυτής να πραγµατοποιηθεί µε τραπεζικό µέσο πληρωµής.

Από την ΑΑ∆Ε διευκρινίσθηκε (ΠΟΛ 1055/2016) ότι η εξόφληση µιας επιχείρησης στον τραπεζικό λογαριασµό του προµηθευτή µπορεί να γίνει όχι αποκλειστικά από την ίδια αλλά και από τρίτο (π.χ. πελάτη της), στον οποίο θα δώσει εντολή να καταθέσει το ποσό που χρωστάει στον προµηθευτή, αρκεί να αποδεικνύεται µε βάση τα κατάλληλα στοιχεία (τραπεζικά παραστατικά ή άλλα έγγραφα) η εξόφληση του προµηθευτή καθώς και ο λόγος εξόφλησης των δαπανών από τον τρίτο.

Επίσης, από την ΑΑ∆Ε έχει γίνει δεκτό ότι η µη εξόφληση των ως άνω δαπανών µε τη χρήση τραπεζικού µέσου πληρωµής δεν συνιστά, από µόνη της, εικονικότητα ως προς τη συναλλαγή και δεν έχει ως αποτέλεσµα τον προσδιορισµό του εισοδήµατος µε έµµεσες µεθόδους προσδιορισµού κερδών, εφόσον δεν συντρέχουν και άλλοι λόγοι (ΠΟΛ 1216/2014).

Επισηµαίνεται ότι οι δαπάνες που έχουν πραγµατοποιηθεί εντός ενός φορολογικού έτους αλλά δεν έχουν εξοφληθεί στο έτος αυτό κρίνονται οριστικά, ως προς την εκπεσιµότητά τους, στο φορολογικό έτος που θα λάβει χώρα η εξόφληση αυτών. Στην περίπτωση που στο έτος εξόφλησης των δαπανών διαπιστωθεί ότι οι δαπάνες αυτές εξοφλήθηκαν χωρίς να γίνει χρήση τραπεζικού µέσου πληρωµής (π.χ. µε µετρητά), η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλει τροποποιητική δήλωση του φορολογικού έτους εντός του οποίου πραγµατοποιήθηκε η συναλλαγή, προσθέτοντας τα ποσά αυτών των δαπανών ως θετική λογιστική διαφορά.

Οι άλλες δύο κατηγορίες δαπανών οι οποίες δεν αναγνωρίζονται φορολογικά στις επιχειρήσεις αν εξοφληθούν µε µετρητά έστω και µερικώς είναι οι δαπάνες ενοικίων και η δαπάνη µισθοδοσίας του προσωπικού (περίπτωση ιε΄ και ιδ΄ του άρθρου 23 ΚΦΕ). Συγκεκριµένα, και οι δαπάνες αυτές δεν αναγνωρίζονται φορολογικά εφόσον η τµηµατική ή ολική εξόφληση αυτών δεν έχει πραγµατοποιηθεί µε τη χρήση ηλεκτρονικού µέσου πληρωµής ή µέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωµών, όπως π.χ. τα πιστωτικά ιδρύµατα. Οι διευκρινίσεις που έχουν δοθεί µέχρι σήµερα από την ΑΑ∆Ε και για τις ανωτέρω περιπτώσεις εξόφλησης των δαπανών είναι σχετικά ανάλογες µε την πρώτη κατηγορία.

*Ο κ. Σταύρος Πετριδίσογλου είναι ορκωτός ελεγκτής λογιστής και Partner του φορολογικού τμήματος της Accounting Solutions A.E. (www.accountingsolutions.gr).

** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News