ΑΠΟΨΕΙΣ

Αϋλα περιουσιακά στοιχεία και αποσβέσεις

Αϋλα περιουσιακά στοιχεία και αποσβέσεις

Σύμφωνα με τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα (ΕΛΠ – ν. 4308/2014), πάγια περιουσιακά μιας επιχείρησης θεωρούνται εκείνα τα στοιχεία (ενσώματα, βιολογικά ή άυλα – ιδιόκτητα ή μισθωμένα με χρηματοδοτική μίσθωση) τα οποία χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της κατά τρόπο διαρκή και αναμένεται να αποφέρουν οικονομικά οφέλη πέραν της μιας ετήσιας περιόδου (παρ. 18.1.1. Λογιστικής Οδηγίας). Για τον λόγο αυτό, το κόστος κτήσης ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου που θα χρησιμοποιηθεί σε περισσότερες από μία διαχειριστικές περιόδους δεν μεταφέρεται στα αποτελέσματα της περιόδου που αυτό αποκτάται ως δαπάνη, αλλά σταδιακά σε περισσότερες από μία διαχειριστικές περιόδους και ανάλογα με την ωφέλιμη οικονομική ζωή του μέσω των αποσβέσεων που αναφέρουμε παρακάτω.

Ειδικότερα, ως άυλο πάγιο περιουσιακό στοιχείο ορίζεται ένα εξατομικευμένο πάγιο περιουσιακό στοιχείο, χωρίς υλική υπόσταση. Ενα άυλο περιουσιακό στοιχείο είναι εξατομικευμένο σε κάθε μία από τις δύο παρακάτω περιπτώσεις:

α) Μπορεί να διαχωριστεί ή να αποχωριστεί από την επιχείρηση και να πουληθεί ή να εκμισθωθεί, ή να ανταλλαχθεί, είτε από μόνο του είτε σε συνδυασμό με σχετικό συμβόλαιο, προσδιοριζόμενο περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση, ανεξάρτητα από το αν η επιχείρηση προτίθεται να προβεί σε τέτοια πράξη.

β) Προκύπτει από συμβατικά ή άλλα νομικά δικαιώματα, ανεξάρτητα από το αν τα δικαιώματα αυτά είναι μεταβιβάσιμα ή διαχωρίζονται από την οικονομική οντότητα ή από άλλα δικαιώματα και δεσμεύσεις (Παράρτημα Α των ΕΛΠ).

Με βάση τα ανωτέρω, άυλα περιουσιακά στοιχεία μπορούν να χαρακτηριστούν οι αγορές λογισμικού, τα εμπορικά σήματα, τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας (πατέντες), τα δικαιώματα χρήσης, οι άδειες λειτουργίας, το κόστος απόκτησης ποδοσφαιριστών ή άλλων επαγγελματιών αθλητών, η αγορά πελατειακής βάσης, η δαπάνη για την απόκτηση άδειας ενός φαρμάκου από τον ΕΟΦ κ.λπ. (παρ. 18.1.11 Λογ. Οδηγίας ΕΛΠ και ΣΛΟΤ 9/2016, 2551/2015, 2721/2018). Αντίθετα, δεν θεωρούνται άυλα περιουσιακά στοιχεία και αναγνωρίζονται ως έξοδα κονδύλια: α) Οι δαπάνες για την ίδρυση και έναρξη δραστηριότητας μιας επιχείρησης, που μπορεί να περιλαμβάνουν νομικά κόστη, κόστη συμβούλων, γραμματειακή υποστήριξη κ.λπ. καθώς και δαπάνες για το άνοιγμα ενός νέου υποκαταστήματος, νέων λειτουργιών, ή το λανσάρισμα νέων προϊόντων, β) οι δαπάνες εκπαίδευσης προσωπικού, γ) οι δαπάνες διαφήμισης και προώθησης, δ) οι δαπάνες για μετεγκατάσταση ή αναδιοργάνωση μέρους ή του συνόλου μιας επιχείρησης (παρ. 18.1.10 Λογ. Οδηγίας ΕΛΠ). Εξαίρεση στον ανωτέρω κανόνα αποτελούν οι δαπάνες που καταβάλλονται από 1.1.2022 από επιχειρήσεις με έδρα την Ελλάδα σε εταιρείες του εξωτερικού, για την απόκτηση δικαιώματος εισόδου και τοποθέτησης προϊόντων σε σημεία πώλησης στο εξωτερικό (listing fees, slotting fees), καθώς και οι δαπάνες προώθησης, προβολής και διαφήμισης, και οι δαπάνες έρευνας αγοράς, οι οποίες δύναται να αναγνωρίζονται ως άυλο περιουσιακό στοιχείο [παρ. 1(στ) του άρθρου 18 των ΕΛΠ].

Αϋλο περιουσιακό στοιχείο μπορεί να αποτελούν και οι δαπάνες ανάπτυξης (development) ενός προϊόντος αλλά όχι οι δαπάνες έρευνας (research). Ειδικότερα, oι δαπάνες ανάπτυξης αντιμετωπίζονται ως άυλο πάγιο περιουσιακό στοιχείο όταν πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) Υπάρχει πρόθεση και τεχνική δυνατότητα εκ μέρους της επιχείρησης να ολοκληρώσει το προϊόν, ούτως ώστε να είναι διαθέσιμο προς χρήση ή διάθεση, β) εκτιμάται ως πάρα πολύ πιθανό ότι το προϊόν θα αποφέρει μελλοντικά οικονομικά οφέλη, γ) υπάρχει αξιόπιστο σύστημα επιμέτρησης των στοιχείων του κόστους. Εάν δεν πληρούται έστω και μία από τις προϋποθέσεις αυτές, τότε η σχετική δαπάνη αναγνωρίζεται ως έξοδο (παρ. 1 άρθρου 18 ΕΛΠ).

Με εξαίρεση τις δαπάνες ανάπτυξης που προαναφέραμε, δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως άυλο περιουσιακό στοιχείο ένα στοιχείο που έχει δημιουργηθεί εσωτερικά από την ίδια την επιχείρηση (παρ. 2 του άρθρου 18 ΕΛΠ).

Για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος, η αξία των άυλων περιουσιακών στοιχείων αποσβένεται με τη σταθερή μέθοδο απόσβεσης με συντελεστή 10% κατ’ έτος. Ωστόσο, εφόσον από την αρχική συμφωνία απόκτησής τους προκύπτει διαφορετική των 10 ετών οικονομική διάρκεια ζωής, ο συντελεστής απόσβεσης διαμορφώνεται με βάση τη διάρκεια που προκύπτει από τη σύμβαση (παρ. 4 άρθρου 24 ΚΦΕ). Σε περίπτωση μεταβολής της αρχικής διάρκειας της σύμβασης, οι αποσβέσεις εξακολουθούν να διενεργούνται με τον συντελεστή απόσβεσης όπως αυτός διαμορφώθηκε με βάση τη διάρκεια της αρχικής συμφωνίας (ΔΕΑΦ Β 1118027 ΕΞ 2016/ 29.7.2016).

Η απόσβεση των άυλων περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων αρχίζει από τον επόμενο μήνα εντός του οποίου ξεκινά η χρήση ή εκμετάλλευση των εν λόγω παγίων, ανεξάρτητα αν, από την εκμετάλλευσή τους, η επιχείρηση αποκόμισε εντέλει έσοδα ή όχι (πολ. 1079/2016).

*Ο κ. Σταύρος Πετριδίσογλου είναι ορκωτός ελεγκτής λογιστής και Partner του φορολογικού τμήματος της Accounting Solutions A.E. (www.accountingsolutions.gr).

** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News