ΑΠΟΨΕΙΣ

Φορολογική έκπτωση τόκων δανείων επιχειρήσεων

Φορολογική έκπτωση τόκων δανείων επιχειρήσεων

Πολλές επιχειρήσεις για κάλυψη των τρεχουσών υποχρεώσεών τους καταφεύγουν σε δανεισµό είτε από χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα είτε από τρίτους. Ως απόρροια του δανεισµού προκύπτουν δαπάνες τόκων, για τη φορολογική αναγνώριση των οποίων τίθενται κάποιες προϋποθέσεις και περιορισµοί. Αρχικά να αναφέρουµε ότι οι τόκοι αυτοί για να αναγνωριστούν φορολογικά θα πρέπει να πληρούν τις παρακάτω βασικές και γενικές προϋποθέσεις που ισχύουν για όλες τις επιχειρηµατικές δαπάνες (άρθρο 22 ΚΦΕ) και συγκεκριµένα: α) Να πραγµατοποιούνται προς το συµφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εµπορικές συναλλαγές της. β) Να αντιστοιχούν σε πραγµατική συναλλαγή και η αξία της συναλλαγής να µην κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η φορολογική διοίκηση (αφορά την περίπτωση των ενδοοµιλικών συναλλαγών). γ) Να εγγράφονται στα τηρούµενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγµατοποιούνται και να αποδεικνύονται µε κατάλληλα δικαιολογητικά.

Πέρα όµως των ανωτέρω γενικών προϋποθέσεων, ειδικά για τους τόκους τίθενται από τον ΚΦΕ και οι παρακάτω περιορισµοί:

Σύµφωνα µε την περ. α του άρθρου 23 του ΚΦΕ, εάν το επιτόκιο του δανείου είναι µεγαλύτερο από το επιτόκιο που αναφέρεται στο στατιστικό δελτίο οικονοµικής συγκυρίας της Τράπεζας της Ελλάδος στην πλησιέστερη χρονική περίοδο πριν από την ηµεροµηνία δανεισµού (επιτόκιο αλληλόχρεων λογαριασµών προς µη χρηµατοπιστωτικές επιχειρήσεις), τότε το υπερβάλλον ποσό των τόκων που προκύπτει από την εφαρµογή του υψηλότερου αυτού επιτοκίου δεν αναγνωρίζεται φορολογικά.

Στην έννοια των τόκων εµπίπτουν και οι τόκοι υπερηµερίας από δανειακή σύµβαση, καθόσον ακολουθούν τη σύµβαση αυτή (πολ. 1113/2015). Από τον περιορισµό αυτό της έκπτωσης των τόκων εξαιρούνται τα τραπεζικά και οµολογιακά δάνεια, αλλά και άλλα ειδικότερα πλαίσια δανείων.

Στην περίπτωση δανείων µεταξύ συνδεδεµένων προσώπων (ενδοοµιλικές συναλλαγές), για την έκπτωση των τόκων εφαρµόζονται αποκλειστικά οι ειδικότερες διατάξεις περί εφαρµογής της αρχής των ίσων αποστάσεων (άρθρο 50 του ΚΦΕ). ∆ηλαδή οι τόκοι θα πρέπει να προκύπτουν από ένα επιτόκιο το οποίο θα ίσχυε σε δανειακή σύµβαση µεταξύ δύο ανεξάρτητων προσώπων.

Τόκοι που προκύπτουν λόγω οφειλής φόρων, τελών, δασµών, εισφορών, αµοιβών προς το ∆ηµόσιο ή νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα.

Περαιτέρω, έχει τεθεί σηµαντικός κανόνας περιορισµού των τόκων µε το άρθρο 49 του ΚΦΕ για µεγάλου ύψους επιχειρηµατικών χρηµατοδοτήσεων στους οποίους το υπερβαίνον κόστος δανεισµού είναι άνω των 3 εκατ. ευρώ ανά φορολογικό έτος. Ειδικότερα, εφόσον το υπερβαίνον κόστος δανεισµού είναι πέραν του ορίου των 3 εκατ. ευρώ, τότε εκπίπτει το µεγαλύτερο ποσό µεταξύ των 3 εκατ. ευρώ και του 30% των κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA).

Ο όρος «υπερβαίνον κόστος δανεισµού» σηµαίνει το ποσό που καταβάλλει η επιχείρηση για τόκους κάθε µορφής χρέους και χρηµατοδότησης, αλλά µετά την αφαίρεση τυχόν εσόδων από τόκους που αυτή λαµβάνει.

Ωστόσο, το υπερβαίνον κόστος δανεισµού που δεν µπορεί να εκπέσει σε ένα φορολογικό έτος µεταφέρεται στα επόµενα έτη µε τον ίδιο κανόνα και χωρίς χρονικό περιορισµό.

Από τον κανόνα αυτό εξαιρούνται ειδικά δάνεια τα οποία χρησιµοποιήθηκαν για τη χρηµατοδότηση µακροπρόθεσµων δηµόσιων έργων υποδοµής και οι χρηµατοπιστωτικές επιχειρήσεις (παρ. 5 και 7 άρθρου 49 ΚΦΕ). Περαιτέρω και κατά παρέκκλιση του κανόνα περιορισµού των τόκων, σε περίπτωση κατά την οποία η χρηµατοδοτούµενη εταιρεία είναι µέλος ενοποιηµένου οµίλου δύναται να εκπίπτει το υπερβάλλον κόστος δανεισµού µε κάποιες άλλες προϋποθέσεις που τίθενται στην παρ. 8 του άρθρου 49 του ν. 4172/2013.

Ανεξάρτητα από τις προαναφερόµενες διατάξεις, θα πρέπει να εξετάζεται µε ιδιαίτερη προσοχή και η περίπτωση που λαµβάνεται δάνειο και καταβάλλονται τόκοι για απόκτηση συµµετοχής σε άλλη εταιρεία. Στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρµογή οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 48 του ΚΦΕ, σύµφωνα µε τις οποίες οι τυχόν δαπάνες που έχουν πραγµατοποιηθεί και συνδέονται µε τη συµµετοχή αυτή, όπως συµβολαιογραφικά έξοδα, φόροι, αµοιβές τρίτων, κ.λπ., καθώς και τυχόν χρηµατοοικονοµικά έξοδα (τόκοι δανείων για την απόκτηση των συµµετοχών) κ.λπ. δεν εκπίπτουν στο σύνολό τους (πολ. 1039/2015). Εδώ όµως να σηµειώσουµε ότι µε τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 4935/2022 δίνεται η δυνατότητα έκπτωσης των δαπανών αυτών υπό συγκεκριµένες προϋποθέσεις, πλην όµως προκύπτουν ζητήµατα εφαρµογής της εν λόγω διάταξης, καθώς µέχρι σήµερα δεν έχει ερµηνευθεί από τη φορολογική διοίκηση.

Στην έννοια των τόκων εµπίπτουν και οι τόκοι υπερηµερίας από δανειακή σύµβαση, καθόσον ακολουθούν τη σύµβαση αυτή.

*Ο κ. Σταύρος Πετριδίσογλου είναι ορκωτός ελεγκτής λογιστής και Partner του φορολογικού τµήµατος της Accounting Solutions A.E. (www.accountingsolutions.gr).

**Tο άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Kαθημερινή της Κυριακής. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News