Πατέντες και εμβόλια
Τον τελευταίο καιρό στον δημόσιο διάλογο γίνεται συχνή αναφορά στις πατέντες που σχετίζονται με τα νέα εμβόλια για την COVID-19 και στην ανάγκη εξαγοράς τους ή άμεσης παραχώρησης των δικαιωμάτων παραγωγής και σε άλλους προμηθευτές, ώστε να επιταχυνθεί η παραγωγή και διάθεση στο ευρύ κοινό. Αυτό που συνήθως υπονοείται, είναι ότι η προνομιακή αυτή διαδικασία προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας εμποδίζει την πρόοδο και την καινοτομία, δημιουργεί μονοπωλιακές συνθήκες στη σχετική αγορά και τελικά δυσκολεύει την κλιμάκωση της παραγωγής και κάνει την παροχή των εμβολίων πιο ακριβή.
Οι απόψεις αυτές βασίζονται σε άγνοια του τρόπου με τον οποίο προστατεύεται η καινοτομία παγκοσμίως. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο δεν έχουν δημιουργηθεί μονοπωλιακές συνθήκες στα εμβόλια αλλά αντίθετα, ο σχετικός ανταγωνισμός είναι έντονος, ενώ είναι ακριβώς αυτή η προστασία που πιέζει προς ακόμα χαμηλότερες τιμές και περισσότερα εμβόλια. Η ταχύτητα της απόκρισης των εταιρειών, η πληθώρα των επιλογών που σύντομα θα έχουμε και οι χαμηλές, κατά βάση, τιμές των εμβολίων, αποτελούν μία νίκη της καινοτομίας η οποία έχει προέλθει ακριβώς λόγω της προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας. Αν δεν υπήρχε αυτή η προστασία δεν θα είχαν σπεύσει τόσες εταιρείες και ερευνητές να καλύψουν αυτή την ανάγκη, καθώς τα κίνητρα θα ήταν ασθενικά.
Αυτή τη στιγμή τρία ασφαλή και εξαιρετικά αποδοτικά εμβόλια έχουν πάρει άδειες και πολλά άλλα βρίσκονται σε διάφορα στάδια έγκρισης. Εκτιμάται δε ότι σε δύο χρόνια θα υπάρχουν περίπου 20 σχετικά εμβόλια στην αγορά, σε εξαιρετικά προσιτές τιμές σε κάθε σύστημα ασφάλισης. Ειδικά στο χώρο του φαρμάκου, βλέπουμε πώς κάθε προϊόν προβάλλεται ως κατάλληλο για μια σειρά ενδείξεων ή κατηγοριών πληθυσμού. Ουσιαστικά, δηλαδή, αναπτύσσεται μία βεντάλια προσφερόμενων ανταγωνιστικών επιλογών με τους παραγωγούς να αποζητούν καλά συμβόλαια σε μία άκρως ανταγωνιστική αγορά και με τον πελάτη, το κράτος, να έχει τη δυνατότητα επιλογών ανάλογα με τα κριτήρια. Άστοχες επιλογές μπορεί να γίνουν, όπως άλλωστε γίνονται σε κάθε δημόσια προμήθεια. Όμως, αυτό που πρέπει να εξασφαλίζεται κάθε φορά είναι η λειτουργία μιας ανταγωνιστικής αγοράς. Και η προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας οδηγεί ακριβώς σε αυτό.
Ωστόσο, δεν είναι μόνον αυτό. Στην πραγματικότητα, τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας έχουν συμβάλει στην ανταλλαγή γνώσεων και τη συνεργασία μεταξύ οργανισμών και ατόμων. Υποστήριξαν την ανάπτυξη πολλαπλών αποτελεσματικών εμβολίων σε ένα εξαιρετικά πιεσμένο χρονικό πλαίσιο. Προωθήθηκαν συνεργασίες ακόμα και μεταξύ ανταγωνιστών οι οποίοι αντάλλαξαν πειραματικά δεδομένα, εμπιστευτική πληροφορία και γνώση ώστε να παραχθεί ένα αποτελεσματικό εμβόλιο. Μάλιστα, επειδή για να καταχωρηθεί το δικαίωμα στην πατέντα απαιτείται να δημοσιευτούν τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών δίνεται η δυνατότητα να εντοπιστούν οι πιθανοί συνεργάτες μέσα από αυτές τις δημοσιεύσεις. Αυτό το πλέγμα προστασίας δημιουργεί ακόμα ισχυρότερα κίνητρα για συνεργασία, όταν όλοι γνωρίζουν ότι το αποτέλεσμα της ανταλλαγής γνώσης και η παραγόμενη καινοτομία θα προστατεύεται.
Σε ό,τι αφορά την κλιμάκωση της παραγωγής, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα εμβόλια δεν μπορούν να παραχθούν από τον οποιονδήποτε στη βάση απλώς κάποιων σχεδίων ή μιας συνταγής. Οι συνθήκες παραγωγής και ο ποιοτικός έλεγχος έχουν τεράστια σημασία γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά χρονοβόρα η διαδικασία της πιστοποίησης της παραγωγής. Οι κάτοχοι της πατέντας θα παραχωρήσουν άδειες παραγωγής σε εκείνους τους συνεργάτες που διαθέτουν την τεχνογνωσία και ικανότητες να παράξουν μεγάλες ποσότητες από υψηλής ποιότητας προϊόντα, ώστε τελικά να τα διαθέσουν στην παγκόσμια αγορά (π.χ. Astra Zeneca σε Sanofi). Οι συμβάσεις licensing επιτρέπουν ακριβώς στον παραγωγό να ελέγχει τις συνθήκες παραγωγής του εμβολίου και να διατηρήσει υψηλά στάνταρ ποιότητας στην παραγωγή. Συνεπώς, δεν υπάρχουν εμπόδια στα κίνητρα παραχώρησης, αλλά δυσκολίες στην ασφαλή παραγωγή.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στο πεδίο της ανάπτυξης εμβολίων το περιβάλλον είναι εξαιρετικά αβέβαιο με πολλά επιμέρους στάδια και φάσεις που πρέπει να υλοποιηθούν. Οι εταιρείες έχουν ξοδέψει απίστευτους πόρους, για παράδειγμα στη βασική έρευνα για το mRNA, ώστε να μπορούν εντός ενός έτους να μετατρέψουν αυτή τη βασική έρευνα σε αποτελεσματικό και ασφαλές εμβόλιο. Βεβαίως μέρος της βασικής έρευνας στα πανεπιστήμια έχει χρηματοδοτηθεί από δημόσιους πόρους και λεφτά των φορολογούμενων. Η απόσταση, όμως, μέχρι τη δημιουργία ενός εμβολίου απαιτεί την ύπαρξη του ιδιωτικού τομέα και μιας αλυσίδας ανθρώπων και ειδικοτήτων που ασχολούνται και θα αμειφθούν εκ των υστέρων γι’ αυτό μέσω των πατεντών. Αυτό ακριβώς είναι το όφελος το οποίο εμείς οι φορολογούμενοι πολίτες απολαμβάνουμε, σε μία μάλλον λογική τιμή, δεδομένης της σφοδρότητας του φαινομένου και της διάδοσης του ιού. Επιπροσθέτως, διατηρούνται με αυτόν τον τρόπο τα κίνητρα για συνεχείς βελτιώσεις ώστε να καλύπτονται και άλλες μεταλλάξεις του ιού.
Γι’ αυτό δεν χρειάζονται δεύτερες σκέψεις στο θέμα της πατέντας. Το «σύστημα» λειτουργεί όπως σχεδόν πρέπει να λειτουργήσει και πραγματικά μόνο ως θρίαμβο της καινοτομίας μπορούμε να θεωρήσουμε το γεγονός ότι όσο διαβάζετε το παρόν άρθρο ένας σημαντικός αριθμός συμπολιτών μας έκαναν ένα ασφαλές εμβόλιο για να προστατευτούν από έναν ιό που εμφανίστηκε μόλις πριν από έναν χρόνο.
Ο Άγγελος Τσακανίκας είναι αναπληρωτής Καθηγητής ΕΜΠ, Διευθυντής Εργαστηρίου Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας (ΕΒΕΟ).
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News