ΑΠΟΨΕΙΣ

Πληθωρισμός και ισχυρό δολάριο

Πληθωρισμός και ισχυρό δολάριο

Οι αναμενόμενες κινήσεις αποκλιμάκωσης των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες ΕΚΤ, BoE και Fed τους επόμενους μήνες, καθώς ο πληθωρισμός αργά αλλά σταθερά υποχωρεί, αν και με διαφορετικούς ρυθμούς, θέτουν κάποια ζητήματα μιας εκ νέου πιθανής τροφοδότησής του στην Ευρώπη αν και εφόσον η Fed κρατήσει τα επιτόκια του δολαρίου υψηλότερα και για περισσότερο χρόνο.

Πράγματι, καθώς η αμερικανική οικονομία συνεχίζει να είναι επί του παρόντος ανθεκτική με ανεργία κάτω του 4% και σχετικώς ικανοποιητικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, δηλώσεις των αξιωματούχων της Fed αλλά και εκτιμήσεις των αγορών δείχνουν, τουλάχιστον για το 2024, τα αμερικανικά επιτόκια δύσκολα να πέφτουν κάτω από 5%. Εάν η ΕΚΤ προχωρήσει σε τρεις μειώσεις από 0,25, τότε η επιτοκιακή διαφορά δολαρίου – ευρώ θα διευρυνθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα την περαιτέρω ανατίμηση του δολαρίου. Επισημαίνεται ότι μια γενικότερη περαιτέρω ανατίμηση του δολαρίου διεθνώς δημιουργεί προβλήματα ιδίως σε μια σειρά αναδυόμενων οικονομιών, αυξάνοντας το βάρος εξυπηρέτησης του δολαριακού χρέους, εντείνοντας ή προκαλώντας φυγή κεφαλαίων, αυξάνοντας τον εγχώριο πληθωρισμό κ.τ.λ.

Σε καθεστώς ανατίμησης του δολαρίου, η διεθνής συναλλαγματική αξία ενός «εγχώριου» νομίσματος προκαλεί αλλαγές στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, στις ποσότητες και στις τιμές των διεθνών αγαθών (εμπόριο) και επομένως και στις εγχώριες τιμές και στον εγχώριο πληθωρισμό. Η συνθήκη Marshall-Lerner, μέσω των ελαστικοτήτων προσφοράς και ζήτησης, συνήθως οδηγεί, σε δεύτερο χρόνο (J-Curve), σε αύξηση της ποσότητας των εξαγωγών μέσω χαμηλότερων σχετικών τιμών και μείωση της ποσότητας των –πλέον ακριβότερων– εισαγωγών.

Ωστόσο, εμπειρικές έρευνες έχουν εντοπίσει έκτοτε τον λεγόμενο «πεσιμισμό των ελαστικοτήτων», σύμφωνα με τον οποίο η βελτίωση στην εγχώρια οικονομία από μια ανατίμηση του δολαρίου μπορεί να μην παρατηρείται. Σε κάθε περίπτωση, το ενδιαφέρον στη βιβλιογραφία εντοπίζεται ιδιαιτέρως στον εγχώριο πληθωρισμό όπως αυτός τροφοδοτείται από τις τιμές των εισαγόμενων, διεθνών προϊόντων και το κατά πόσον αυτός διαχέεται εγχωρίως. Το «πέρασμα» των μεταβολών, λοιπόν, μιας ανατίμησης του δολαρίου στις εγχώριες τιμές (exchange rate pass-through, ERPT) έχει αποκτήσει ενδιαφέρον στην κεντρική τραπεζική, καθώς οι Αρχές της νομισματικής πολιτικής επιδιώκουν έναν πληθωρισμό 2% στη μέση περίοδο.

Ενα ερώτημα είναι το πώς αυτό το «πέρασμα» λειτουργεί σε ένα καθεστώς πολυδιάσπασης του παγκοσμίου εμπορίου. Ή τι ρόλο παίζουν στην πίεση για άνοδο των εγχώριων τιμών η δομή μιας εγχώριας αγοράς και οι συνθήκες ανταγωνισμού. Μερικές εμπειρικές έρευνες έχουν δείξει, για παράδειγμα, ότι η ανατίμηση του δολαρίου οδηγεί σε χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα για τις εξαγωγές της εγχώριας οικονομίας, ενώ το «πέρασμα» της υποτίμησης στις εγχώριες τιμές (ανατίμηση δολαρίου) περνά κανονικά στις εγχώριες τιμές (πληθωρισμός), επιβεβαιώνοντας έτσι τον «πεσιμισμό των ελαστικοτήτων». Αλλες πάλι φορές, η υποτίμηση μπορεί να οδηγεί σε ένα θετικό σοκ της ζήτησης, με αποτέλεσμα οι εγχώριες επιχειρήσεις να ανεβάζουν τις τιμές απέναντι στην έκρηξη της ζήτησης. Η κατάσταση περιπλέκεται επιπλέον όταν περιλαμβάνονται στην ανάλυση τιμές χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και οι επιδράσεις τους.

Σε κάθε περίπτωση, οι επιδράσεις είναι αβέβαιες και περίπλοκες. Εξαρτώνται από τη φύση εγχώριων και παγκοσμίων σοκ, χρονικών περιόδων, αλλά και από τα χαρακτηριστικά των αγορών διαφορετικών χωρών ή χωρών-μελών αν αναφερόμαστε στην Ευρωζώνη. Με άλλα λόγια, μια σημαντική ανατίμηση του δολαρίου απέναντι στο ευρώ μπορεί να έχει διαφορετικές επιδράσεις στις εγχώριες τιμές διαφορετικών χωρών-μελών.

*Ο κ. Θεόδωρος Πελαγίδης είναι καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, υποδιοικητής της ΤτΕ και πρώην υπηρεσιακός υπουργός Οικονομικών.

** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News