Η άνιση μάχη κατά του πληθωρισμού και η ενδεδειγμένη λύση
Οι προβλέψεις για την εξέλιξη του πληθωρισμού στη χώρα μας δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές, καθώς θα συνεχισθεί μεν η πτωτική πορεία του για τη χρονιά που διανύουμε, όμως πάνω από τον στόχο του 2% που θέτει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέχρι το 2026. Η σταθερή αποκλιμάκωσή του αναμένεται να προκύψει από το 2025 και μετά, συνυπολογιζομένων βεβαίως των συνιστωσών εκείνων που τον καθιστούν επίμονο και οι οποίες είναι:
Πρώτον, οι δύο (2) συνεχιζόμενοι πόλεμοι στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, αλλά και η συμπεριφορά των ανταρτών Xούθι που αποτελούν εστία γένεσης πολλαπλών προβλημάτων στην ομαλή ροή της εφοδιαστικής αλυσίδας – π.χ. πιθανές αυξήσεις τιμών σε ζυμαρικά, αρτοσκευάσματα λόγω μειωμένης προσφοράς δημητριακών από Ρωσία και Ουκρανία, αυξήσεις τιμών σε γαλακτοκομικά λόγω αυξημένου κόστους ζωοτροφών, λιπασμάτων κ.ά. Οσον αφορά τώρα τη διακίνηση με κοντέινερ, μέσω Ερυθράς Θάλασσας διακινείται το 30% του παγκόσμιου εμπορίου αλλά και το περίπου 15% πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Δεύτερον, η εξελικτική πορεία στις τιμές πετρελαίου που η αύξησή τους ξεπέρασε το 25% μετά την ανακοίνωση του ΟΠΕΚ, ήδη από τα μέσα του 2023, για μειωμένη παραγωγή, πράγμα που συνεπάγεται αυξημένη ζήτηση και συμπίεση των τιμών προς τα πάνω (να αναφερθεί εδώ ότι υπήρξε σημαντική αποκλιμάκωση των τιμών πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα από τα υψηλά του 2022). Τρίτον, η εξέλιξη του φαινομένου «Ελ Νίνιο» που έχει ξεκινήσει από τα μέσα του 2023 και είναι βέβαιον ότι θα επηρεάσει αρνητικά την παραγωγή σε πολλές κατηγορίες προϊόντων.
Σε όλες τις προηγούμενες ανησυχίες αναφορικά με τους κινδύνους πληθωριστικών πιέσεων για το 2024 αναφέρεται χαρακτηριστικά και ο ΟΟΣΑ στην τελευταία έκθεσή του (Interim Economic Outlook). Είναι γεγονός ότι η ελληνική οικονομία με πληθωρισμό άνω του 20% «έτρεχε» την περίοδο 1980-1986 και σε διψήφιο ακόμη ποσοστό από το 1986 έως το 1994. Η εφαρμοζόμενη σήμερα σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ με το «όπλο» της αύξησης των επιτοκίων έχει πενιχρά αποτελέσματα για τον απλούστατο λόγο ότι τόσο η ενέργεια όσο και βασικά είδη διατροφής είναι ανελαστικές επιλογές για τους καταναλωτές, ενώ αντίθετα η περιοριστική νομισματική πολιτική έχει εμφανή αποτελέσματα και αποδίδει στην περίπτωση μείωσης του δομικού πληθωρισμού που εξαιρεί τρόφιμα και ενέργεια, π.χ. στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία.
Το μεγάλο δυστύχημα για την Ευρωπαϊκή Ενωση και τη χώρα μας ήταν η εξάρτηση σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό φυσικό αέριο, του οποίου κάποια στιγμή στην κρίση του 2022 οι τιμές κυμαίνονταν δεκαπλάσιες από αυτές στις ΗΠΑ. Επιπρόσθετα αξίζει να ληφθεί υπόψη στην όποια ανάλυση κάνουμε για τον πληθωρισμό στη χώρα μας ότι υπάρχουν προϊόντα, π.χ. τρόφιμα, που δεν αποπληθωρίζονται εύκολα ή ακόμη η αγορά εισαγόμενων ηλεκτρικών ειδών που την περίοδο της πανδημίας γνώρισαν αυξήσεις λόγω υψηλού μεταφορικού κόστους και επίσης άλλα προϊόντα από την αγορά ένδυσης – υπόδησης που αποπληθωρίζονται σχετικά εύκολα.
Από την άλλη, όμως, οι βασικές μεταβλητές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας συνεχίζουν να παραμένουν ικανοποιητικές: πρώτον, με αναιμική μεν, αλλά αύξηση της κατανάλωσης (1,3% η ιδιωτική και -0,8% η δημόσια), αφού ο πληθωρισμός με τον έναν ή τον άλλον τρόπο επηρέασε το αγοραστικό διαθέσιμο εισόδημα. Δεύτερον, με αύξηση των ακαθάριστων επενδύσεων στην οικονομία (+11%) και ελαφρά υποχώρηση της ανεργίας.
Η αύξηση των επενδύσεων για το 2024 προβλέπεται στο 5,2% και εδώ ο ρόλος του Ταμείου Ανάκαμψης στη γρήγορη εκταμίευση πόρων για στήριξη των επενδύσεων είναι ιδιαίτερα κρίσιμος. Τρίτον, με τις εξαγωγές να αυξάνονται στο 2,6% ως απόρροια και της σταθεροποιητικής κατάστασης που επικρατεί στο διεθνές εμπόριο. Συμπερασματικά θα καταλήγαμε στο ότι το πρόβλημα του πληθωρισμού και της ακρίβειας είναι δυσεπίλυτο και θα συνεχίσει να μας ταλαιπωρεί. Πρόκειται για μια άνιση μάχη που κατά βάση οφείλεται σε δύο (2) βασικούς λόγους: αφενός γιατί η πλειονότητα των διακινούμενων στην ελληνική αγορά ανελαστικών προϊόντων, π.χ. τα προϊόντα διατροφής, είναι εισαγόμενα, με αποτέλεσμα να λειτουργούν ως «έρμαια» των μεταβολών και διακυμάνσεων τιμών στη διεθνή αγορά, και αφετέρου γιατί η ζήτηση των βασικών αυτών ειδών παρέμεινε αμείωτη, με συνέπεια ελάχιστα έως καθόλου να επηρεάζονται οι τιμές των προσφερόμενων στην αγορά προϊόντων.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να προβληματιστούμε και να επανέλθουμε στην ανάλυση και μελέτη της συμπεριφοράς του καταναλωτή που διαθέτει το αναφαίρετο και κυρίαρχο δικαίωμα ανεμπόδιστης επιλογής του ενός μεταξύ πολλών άλλων εναλλακτικών προϊόντων. Εάν αυτό εμπεδωθεί και ενδυναμωθεί ως κυρίαρχη στρατηγική επιλογή, τότε θα ισχύσουν αναπόφευκτα οι αναλλοίωτοι νόμοι προσφοράς – ζήτησης και προφανώς η μειωμένη ζήτηση κάποιων προϊόντων αναγκαστικά θα οδηγήσει σε αποκλιμάκωση των υψηλών τιμών.
*Ο κ. Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπληρωτής αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ, καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News