Πώς φορολογούνται τα δικαιώματα προαίρεσης απόκτησης μετοχών στους δικαιούχους
Σε προηγούμενο άρθρο μας αναφερθήκαμε στα προγράμματα των επιχειρήσεων για την παροχή δωρεάν μετοχών προς τους εργαζομένους ως ένα μέσο για την προσέλκυση ικανών εργαζομένων αλλά και επιβράβευσης για την αποτελεσματική και αποδοτική εργασία τους.
Ενα άλλο, επίσης διαδεδομένο μέσο είναι τα προγράμματα παροχής δικαιωμάτων προαίρεσης απόκτησης μετοχών, τα λεγόμενα stock option plans. Ουσιαστικά με τα προγράμματα αυτά δίνεται το δικαίωμα στους εργαζομένους να αποκτήσουν μετοχές της επιχείρησης στην οποία εργάζονται (ή άλλης εταιρείας του ομίλου) καταβάλλοντας ένα ευνοϊκότερο τίμημα σε σχέση με την πραγματική τους αξία.
Τα δικαιώματα προαίρεσης απόκτησης μετοχών για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος έχουν τρία βασικά χρονολογικά ορόσημα: την ημερομηνία που χορηγούνται τα δικαιώματα (grant date), την ημερομηνία στην οποία εξασκούνται τα δικαιώματα και αποκτώνται οι μετοχές (exercise date) και την ημερομηνία στην οποία μεταβιβάζονται οι μετοχές.
Με τις διατάξεις του άρθρου 42Α του ΚΦΕ που ισχύουν από 1.1.2020, ο εργαζόμενος δεν αποκτά εισόδημα ούτε κατά την ημερομηνία χορήγησης των δικαιωμάτων αλλά ούτε κατά τον χρόνο που ασκούνται τα δικαιώματα και αποκτώνται οι μετοχές. Για να φορολογηθεί ο εργαζόμενος θα πρέπει οι μετοχές που αποκτήθηκαν μέσω stock option να μεταβιβαστούν.
Στο χρονικό σημείο της μεταβίβασης των μετοχών και εφόσον έχουν συμπληρωθεί 24 μήνες από την ημερομηνία απόκτησης των δικαιωμάτων προαίρεσης (grant date), ο εργαζόμενος αποκτά εισόδημα το οποίο για τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο μετοχές προσδιορίζεται σε δύο μέρη ως εξής:
1) Εισόδημα από υπεραξία (μεταβίβασης κεφαλαίου) του άρθρου 42Α που υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ της τιμής κλεισίματος της μετοχής στο Χρηματιστήριο την ημέρα της άσκησης του δικαιώματος (exercise date) και της τιμής διάθεσης του δικαιώματος (προνομιακή τιμή απόκτησης μετοχών), η οποία φορολογείται με συντελεστή 15%.
2) Εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο, το οποίο προσδιορίζεται ως η θετική διαφορά της τιμής πώλησης των μετοχών και της τιμής κλεισίματος της μετοχής στο Χρηματιστήριο την ημέρα της άσκησης του δικαιώματος (exercise date), κι όχι αυτή που πραγματικά κατέβαλε ο εργαζόμενος κατά την άσκηση των δικαιωμάτων για την απόκτηση των μετοχών. Η υπεραξία αυτή απαλλάσσεται του φόρου εφόσον ο δικαιούχος πωλητής δεν συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας με ποσοστό τουλάχιστον 0,5%. Σε αντίθετη περίπτωση φορολογείται και αυτή με συντελεστή 15%.
Εάν όμως οι μετοχές μεταβιβαστούν πριν από τη συμπλήρωση 24 μηνών από την ημερομηνία απόκτησης των δικαιωμάτων προαίρεσης (grant date), ο εργαζόμενος αποκτά:
1) Εισόδημα από μισθωτή εργασία (παροχή σε είδος) του άρθρου 13 του ΚΦΕ, που υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ της τιμής κλεισίματος της μετοχής στο Χρηματιστήριο την ημέρα της άσκησης του δικαιώματος (exercise date) και της τιμής διάθεσης του δικαιώματος (προνομιακή τιμή απόκτησης μετοχών), η οποία φορολογείται με την κλίμακα του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και ο φορολογικός συντελεστής μπορεί να φθάσει και το 44%.
2) Εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο, που υπολογίζεται όπως ακριβώς αναφέραμε και στην προηγούμενη περίπτωση.
Αντίστοιχη φορολογική αντιμετώπιση διενεργείται και για τις μη εισηγμένες μετοχές που αποκτώνται στο πλαίσιο stock option plan, με τη διαφορά ότι: α) αντί της τιμής κλεισίματος της μετοχής στο Χρηματιστήριο την ημέρα της άσκησης του δικαιώματος, λαμβάνεται υπόψη η εσωτερική λογιστική αξία της μετοχής με βάση την αξία των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας κατά τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος και β) ως τιμή πώλησης των μετοχών λαμβάνεται η μεγαλύτερη αξία μεταξύ του συμφωνητικού μεταβίβασης και αυτής που προκύπτει από την εσωτερική λογιστική αξία της μετοχής με βάση τα ίδια κεφάλαια κατά την ημερομηνία πώλησης των μετοχών.
Οι εταιρείες που χορηγούν τα δικαιώματα, είτε είναι εκδότριες των τίτλων είτε όχι, κατά το φορολογικό έτος άσκησης των δικαιωμάτων προαίρεσης απαιτείται να χορηγούν στους εργαζομένους διακριτή βεβαίωση αποδοχών, σε έντυπη μορφή, με το ποσό που προσδιορίζεται ως εισόδημα από δικαιώματα απόκτησης μετοχών, στην οποία θα αναγράφεται ευκρινώς και η ημερομηνία χορήγησης των δικαιωμάτων. Παράλληλα, οφείλουν να περιλαμβάνουν το ποσό αυτό στη μηνιαία ηλεκτρονική δήλωση απόδοσης του παρακρατούμενου φόρου δίχως παρακράτηση φόρου. Το ποσό αυτό θα προσυμπληρώνεται στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος των δικαιούχων στο φορολογικό έτος άσκησης των δικαιωμάτων, για πληροφοριακούς σκοπούς, καθώς τελεί υπό αίρεση το πότε και το πώς θα φορολογηθεί το εισόδημα αυτό (σχετική εγκύκλιος της ΑΑΔΕ Ε 2208/24.12.2020).
* Ο κ. Σταύρος Πετριδίσογλου είναι υπεύθυνος του φορολογικού τμήματος της Accounting Solutions A.E. (www. accountingsolutions.gr).
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News