Η πλουσιότερη χώρα του κόσμου έχει τη μεγαλύτερη φτώχεια
Αυτές τις ημέρες γίνεται αλλαγή σκυτάλης στο Λευκό Οίκο. Ο νέος πρόεδρος φιλοδοξεί να επαναφέρει το σεβασμό στους δημοκρατικούς θεσμούς και τη Χώρα στην κανονικότητα. Το πρόγραμμα που παρουσίασε προεκλογικά έχει, αναμφίβολα, στοιχεία ανθρωποκεντρικά καθώς και μια ορθολογική προσέγγιση του προβλήματος ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ. Θα χρειαστεί όμως σκληρή δουλειά και τολμηρές αποφάσεις για να κάνει αυτή η Χώρα βήματα μπροστά, δεδομένου ότι κατά τη θητεία του Τραμπ χάθηκε πολύτιμος χρόνος.
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ο Τζο Μπάϊντεν είναι η φτώχεια. Φαίνεται υπερβολικό να μιλάμε για φτώχεια στις ΗΠΑ. Κι όμως δεν είναι. Στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου, ζουν 50 εκατομμύρια άνθρωποι που δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Πενήντα εκατομμύρια. Όσο πληθυσμό έχουν μαζί η Ελλάδα, η Πορτογαλία, το Βέλγιο, η Δανία, η Σουηδία και η Νορβηγία. Αυτή η πανίσχυρη χώρα με το ΑΕΠ των 20,5 τρις $, έχει το μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών: 17,8% στο σύνολο, 21,2% ως 17 ετών και 23,1% άνω των 65 ετών.
Ακόμη και στην παραγωγική ηλικία, το ποσοστό των φτωχών φτάνει το 15%. Σχεδόν 30 εκ Αμερικανών εργαζομένων κατατάσσονται στους φτωχούς, γιατί η αμοιβή τους είναι πολύ μικρή για να τους εξασφαλίσει τα αναγκαία.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της U.S. CENSUS BUREAU, τα ποσοστά της φτώχειας είναι αρκετά υψηλά για τους λευκούς και τους Ασιάτες (12%) και διπλάσια σχεδόν για τους αφροαμερικανούς και τους ισπανόφωνους.
Η φτώχεια αυξήθηκε σημαντικά επί προεδρίας Τραμπ, ο οποίος περιόρισε βασικά κοινωνικά προγράμματα, συρρικνώνοντας ακόμη περισσότερο την ήδη ανεπαρκή προστασία που παρείχε το Κράτος στα εκατομμύρια των άπορων πολιτών. Η πανδημία «έβαλε το κερασάκι στην τούρτα», αφαιρώντας ένα μεγάλο κομμάτι από τα ήδη ισχνά εισοδήματα των φτωχών.
Σε μια έκθεση του OECD για τη φτώχεια στις ΗΠΑ (2018), αναφέρονται απίστευτες διαπιστώσεις. Όπως π.χ. ότι «οι πολίτες των ΗΠΑ ζουν λιγότερο και αντιμετωπίζουν περισσότερες ασθένειες μεταξύ των πολιτών όλων των πλούσιων δημοκρατιών, ότι καταγράφονται τα μεγαλύτερα ποσοστά φυλακίσεων και παχυσαρκίας στον ανεπτυγμένο κόσμο». Επίσης ότι «η θνησιμότητα των παιδιών που γεννιόνται σε αφροαμερικανικές οικογένειες είναι η υψηλότερη μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών και διπλάσια της θνησιμότητας των παιδιών της Ταϊλάνδης». Ακόμη, ότι ο αριθμός των άστεγων παιδιών φτάνει το 1,5 εκατομμύριο και είναι τριπλάσιος σε σύγκριση με την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης τη δεκαετία του 1930.
Ο συντάκτης της έκθεσης αυτής, ο Φίλιπ Άλστον, σημειώνει ότι «στην πράξη, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η μόνη από τις ανεπτυγμένες χώρες που δεν περιλαμβάνουν στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα την υγειονομική περίθαλψη, καθώς και την προστασία από την πείνα και από την επικράτηση συνθηκών ολικής στέρησης».
Ας μη βιαστούμε να σκεφτούμε ότι η κατάσταση αυτή δείχνει μια πορεία κατάρρευσης των ΗΠΑ. Σε καμία περίπτωση δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η χώρα αυτή εξακολουθεί να έχει το μεγαλύτερο ΑΕΠ στον κόσμο και να επηρεάζει όσο καμία άλλη το μέλλον της ανθρωπότητας. Ακόμη, διατηρεί ως τώρα την τεχνολογική πρωτοπορία και κυρίως διαθέτει το ισχυρότερο νόμισμα του κόσμου. Όλες αυτές οι επιδόσεις αρκούν για να εξαλειφθεί η φτώχεια ή τουλάχιστον να περιορισθεί σε ανεκτά επίπεδα.
Εκείνο που λείπει όμως, για να μπει ένας τέτοιος στόχος ως άμεση προτεραιότητα, είναι η πολιτική βούληση. Η μία μετά την άλλη, οι ηγεσίες της, δεν διανοούνται να αμφισβητήσουν το δόγμα ότι οι αγορές αυτορυθμίζονται και οι κοινωνίες ευημερούν όταν το ΑΕΠ αυξάνεται.
Δεν βλέπουν τα 50 εκατομμύρια των φτωχών Αμερικανών, δεν βλέπουν το χαώδες έλλειμμα στο εμπορικό τους ισοζύγιο, δεν κατανοούν ότι ο καπιταλισμός είναι απλά ένα επιτυχημένο οικονομικό σύστημα και τίποτα άλλο. Ότι δεν μπορεί να ρυθμίσει και δεν μπορεί να λύσει κοινωνικά προβλήματα. Αυτά τα λύνει η πολιτική ηγεσία, βάζοντας τους κανόνες που θα αξιοποιήσουν τα πλεονεκτήματα της ελεύθερης αγοράς προς όφελος της κοινωνίας. Όταν οι κανόνες αυτοί απουσιάζουν, τότε ο καπιταλισμός καταλήγει να εξυπηρετεί τους λίγους και να ταλαιπωρεί τους πολλούς. Είναι τυχαίο που το 1% των Αμερικανών κατέχουν το 45% του πλούτου της Χώρας; Είναι τυχαίο που το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού βασίζει την ευημερία του στη δυστυχία των δύο τρίτων;
Ειδικά οι ΗΠΑ, θα έπρεπε να πρωτοστατήσουν στην επιβολή ανθρωποκεντρικών κανόνων. Όχι μόνο για να μην έχουν 50 εκατομμύρια φτωχούς, αλλά και για να μην υπονομεύεται η ανταγωνιστικότητα τους από προϊόντα που παράγονται σε χώρες όπου οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμοι και η αμοιβή της εργασίας είναι μηδαμινή. Σε έναν καπιταλισμό απογυμνωμένο από στοιχεία κοινωνικής δικαιοσύνης, θα επικρατήσει τελικά η χώρα που θα «στύψει» περισσότερο τους εργαζόμενους, που θα ρυπάνει περισσότερο το περιβάλλον, που θα καταπατήσει πιο πολύ από τις άλλες τα ανθρώπινα δικαιώματα, που θα μηδενίσει το κόστος της κοινωνικής πρόνοιας. Ποιους ευνοεί μια τέτοια κατάσταση; Σίγουρα όχι τις ΗΠΑ, σίγουρα όχι τις δημοκρατικές χώρες.
Ας περιμένουμε όμως να δούμε πως θα χειρισθεί το θέμα αυτό Μπάϊντεν. Είπαμε ότι το πρόγραμμα του έχει ανθρωποκεντρικά στοιχεία, γι’ αυτό ας ελπίσουμε ότι δεν θα επαναλάβει τα λάθη των προηγούμενων προέδρων.
*Ο Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News