Πληθωρισμός κερδών;
Η συζήτηση περί «πληθωρισμού κερδών» ή απληστίας πυροδοτήθηκε από ένα πρόσφατο κείμενο εργασίας στελεχών του ΔΝΤ, το οποίο συσχετίζει την αύξηση διεθνώς του «μεριδίου των κερδών» (profit share) των επιχειρήσεων στην προστιθέμενη αξία, την περίοδο 2022 (Q1) – 2023 (Q3), με την κατακόρυφη αύξηση του πληθωρισμού την ίδια περίοδο. Πράγματι το κείμενο αναφέρεται σε σχετικές ενδείξεις, όμως οι συγγραφείς τονίζουν συνεχώς τις επιφυλάξεις τους για τις τελικές εκτιμήσεις. Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Οι συγγραφείς υπολογίζουν τόσο τον αποπληθωριστή ΑΕΠ όσο και τον αποπληθωριστή κατανάλωσης. Στην πρώτη περίπτωση διαπιστώνουν γενικώς μια αύξηση τόσο του μεριδίου των κερδών στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία όσο και του μοναδιαίου κέρδους (unit profit), σε σχέση με την αύξηση του μεριδίου των μισθών και του μοναδιαίου μισθού, αποκλειστικώς για το 2022. Οι ανοδικές τιμές διεθνώς των εμπορευμάτων και η ανισορροπία ζήτησης – προσφοράς επισημαίνονται ως βασικές αιτίες, με κύριους κερδισμένους τους κλάδους των mining-utilities, ταξιδιών, στέγασης και τροφίμων. Οι ίδιοι, όμως, ορθώς επισημαίνουν ότι το «ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα» μαζί με το «μεικτό εισόδημα» (mixed income, εισόδημα επαγγελματιών, ατομικών εταιρειών χωρίς ισολογισμό, επιχ. δραστ. νοικοκυριών κ.λπ.), που λαμβάνονται από τους εθνικούς λογαριασμούς, δεν ταυτίζονται με το περιθώριο κέρδους (profit margin) και ιδίως με το markup (η αναλογία τιμής προς το οριακό κόστος του αγαθού), τον ορθό, αυστηρό ορισμό του επιχειρηματικού κέρδους.
Το «καθαρό επιχειρηματικό εισόδημα» (ΚΕΕ) προκύπτει εάν από τα «μερίδια κερδών» αφαιρέσει κανείς την ανάλωση κεφαλαίου και άυλης αξίας (depreciation – amortization), τους τόκους και τα ενοίκια –ιδιαιτέρως αυξημένα σήμερα– που πληρώνει μια επιχείρηση, ενώ πρέπει κανείς να λάβει υπόψη και μια ενδεχόμενη κατακράτηση εισοδήματος (π.χ. για ίδια κεφάλαια) αντί για διανομή μερίσματος σε μετόχους και ιδιοκτήτες. Κάποια πρόδρομα στοιχεία που διαθέτουν για κάποιες χώρες οι συγγραφείς από τους έγκυρους ισολογισμούς των επιχειρήσεων δείχνουν ότι το ΚΕΕ στην Ευρωζώνη παραμένει σε προπανδημικά επίπεδα έως το 2022 (Q2). Ακόμη όμως περισσότερο, για χώρες με πληθώρα νοικοκυριών με ατομικές εταιρείες/επαγγελματίες όπως η Ελλάδα είναι δυνατό μια αύξηση του μεριδίου των κερδών να αφορά αυτούς (το ανωτέρω «μεικτό εισόδημα») κι όχι τις οργανωμένες εταιρείες με ισολογισμούς, ένας διαχωρισμός που δυστυχώς δεν προσφέρεται στατιστικά στην Ελλάδα. Αυτή η αύξηση μάλιστα μπορεί να συνδέεται με την έλλειψη σχετικών ειδικοτήτων στην ελληνική αγορά εργασίας. Προς επιβεβαίωση, αύξηση μεριδίου των κερδών βρίσκουν οι συγγραφείς κυρίως σε contact-intensive services, γεγονός που «κουμπώνει» με την ελληνική περίπτωση των εκατοντάδων χιλιάδων κάθε είδους επαγγελματιών, οι οποίοι είναι γεγονός πως παρέχουν σήμερα «υπερτιμημένες» υπηρεσίες ακόμη και στην παραοικονομία.
Στην ανάλυση που βασίζεται στον αποπληθωριστή κατανάλωσης το μεγάλο πρόβλημα είναι κι εδώ τα στοιχεία. Κανονικά πρέπει κανείς να κοιτάξει τους ισολογισμούς του 2022, τα φορολογικά στοιχεία της εφορίας για τη χρήση 2022, τις έρευνες των οικογενειακών προϋπολογισμών κ.ά., στοιχεία τα οποία οι στατιστικές υπηρεσίες συλλέγουν, συνθέτουν και υπολογίζουν πολλούς μήνες ή και έτη μετά. Οι συγγραφείς για τον υπολογισμό των μεριδίων εμπορευσίμων αγαθών στην προστιθέμενη αξία λαμβάνουν στοιχεία του ΟΟΣΑ του 2018, προφανώς εκτελώντας εκτιμήσεις και προβλέψεις. Παρ’ όλα αυτά, και για μόνο λίγες χώρες, δεν βρίσκουν αύξηση του markup. Στοιχεία που διαθέτουν από κάποιες λίγες χώρες της Ευρωζώνης (Ιταλία – Γερμανία) δείχνουν στασιμότητα στα markups και ακόμη και μια πτώση σε ένα proxy των περιθωρίων κέρδους για τέσσερις χώρες της Ευρωζώνης 2022 (Q3). Στοιχεία δεν υπάρχουν επίσης για το απόθεμα κεφαλαίου (capital stock), για τον σχετικό υπολογισμό των κερδών το 2022.
Η αύξηση των τιμών σε σχετικούς κλάδους-υπηρεσίες, με δεδομένη την αδυναμία της προσφοράς να ανταποκριθεί στην κατακόρυφη άνοδο της ζήτησης που έχουν προκαλέσει προηγουμένως οι διευκολυντικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές με αποκορύφωμα την περίοδο της πανδημίας, μπορεί πράγματι να οδηγεί την καμπύλη οριακού κόστους των επιχειρήσεων στην περιοχή των φθινουσών αποδόσεων παραγωγής επιπλέον αγαθών για ανταπόκριση στην υψηλή ζήτηση, γεγονός που σημαίνει ότι οι επιπλέον μονάδες για να παραχθούν είναι περισσότερο κοστοβόρες. Οπως όμως έχει εξηγήσει ορθώς ο L. Summers (Fortune, 4/11/2022), οι τιμές προκαλούν τα αυξημένα «μερίδια κερδών» κι όχι το αντίστροφο.
Συμπερασματικά, οι συγγραφείς ορθώς βλέπουν το αυξημένο «μερίδιο κερδών» –αυτό, συνεχίζουν, δεν σημαίνει αναγκαστικά αύξηση της κερδοφορίας– ως μια φυσιολογική διαδικασία της αγοράς που αναμένεται να εξισορροπηθεί το επόμενο έτος, αφού οι μισθοί χρειάζονται λίγο περισσότερο χρόνο (2023-24) να προσαρμοστούν προς τα επάνω, γεγονός που συνάδει και με τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν ανωτέρω.
* Ο κ. Θεόδωρος Πελαγίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, υποδιοικητής της ΤτΕ και πρώην υπουργός Οικονομικών.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News