Η Δύσκολη Εξίσωση Δημοκρατίας και Big Tech
Η απόφαση του Twitter να αποκλείσει τον Ντόναλντ Τραμπ έχει προκαλέσει αντιδράσεις όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και την Ευρώπη. Η σημαντικότερη δήλωση ήλθε από την Άνγκελα Μέρκελ η οποία εξέφρασε τον προβληματισμό της για το γεγονός ότι μια ιδιωτική εταιρεία ρυθμίζει από μόνη της την πρόσβαση στον δημόσιο διάλογο. Σε πιο έντονους τόνους, ο Γάλλος υπουργός οικονομικών Μπρούνο Λεμέρ μίλησε για «ψηφιακή ολιγαρχία».
Φυσικά το ξαφνικό ενδιαφέρον για τον ρόλο των εταιρειών-κολοσσών ψηφιακής τεχνολογίας (big tech) δεν έχει να κάνει με κάποιο αίσθημα αλληλεγγύης με τον απερχόμενο Αμερικάνο πρόεδρο. Το διεθνές ενδιαφέρον άλλωστε ήταν ελάχιστο όταν το Twitter μπλόκαρε τον διαμοιρασμό της είδησης της New York Post περί σκανδάλων του γιου του Τζο Μπάιντεν μια εβδομάδα πριν τις προεδρικές εκλογές. Και αν το ενδιαφέρον τώρα επικεντρώνεται στο Twitter, λίγοι ασχολούνται με αυτό που τις τελευταίες ημέρες στις ΗΠΑ μόνο ως κύμα διαδικτυακών πολιτικών διώξεων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, με τις Google, Apple και Amazon να αποκλείουν την εφαρμογή του εναλλακτικού δεξιού δικτύου Parler και πλατφόρμες διαδικτυακών πωλήσεων όπως το Stripe να κλείνουν τον λογαριασμό της καμπάνιας του Τραμπ.
Η ανησυχία των Ευρωπαίων ιθυνόντων επομένως δεν είναι για τα εσωτερικά ζητήματα των ΗΠΑ αλλά, κατ’ αρχάς, για τα ερωτήματα που αυτές οι αποφάσεις θέτουν για την λειτουργία της δημοκρατίας. Πώς μπορεί να λάβει χώρα ο δημόσιος διάλογος αν ιδιωτικές εταιρείες μπορούν να φιμώνουν (ή να αναδεικνύουν) γνώμες κατά βούληση; Τι σημαίνει για την δημοκρατία αν ιδιωτικοί δρώντες έχουν τόση ισχύ ώστε να επηρεάζουν ακόμα και αποτελέσματα εκλογών; Και πού τίθενται τα όρια της λογοκρισίας σε περιπτώσεις όπως αυτή του Τραμπ;
Δίπλα στην δημοκρατική διάσταση όμως υπάρχει και η γεωπολιτική, και αυτή ίσως είναι σημαντικότερη. Το πρόβλημα για την ΕΕ δεν είναι μόνο ότι οι εταιρείες ψηφιακής τεχνολογίας έχουν αποκτήσει τεράστια ισχύ, είναι κυρίως το ότι είναι αμερικανικές. Εταιρείες όπως το Twitter μετατρέπονται σε μέσο εξαγωγής στον υπόλοιπο κόσμο της εσωτερικής πόλωσης των ΗΠΑ και η λειτουργία τους σε άλλες χώρες ακολουθεί τις αμερικανικές πολιτικές και νομικές εξελίξεις. Για την ΕΕ, η προοπτική να μετατραπεί η αμερικανική τεχνολογική ηγεμονία σε δίαυλο επηρεασμού εξελίξεων και της δημοκρατίας στην Ευρώπη είναι εφιαλτική.
Η συζήτηση όμως για την Ευρώπη δεν πρέπει να σταματήσει στην κοινώς αποδεκτή «ανάγκη ρύθμισης». Ο θετικός τρόπος με τον οποίο έγινε δεκτή η παρέμβαση Μέρκελ δεν είναι μόνο άλλη μια απόδειξη του ταλέντου που έχει η Γερμανίδα καγκελάριος να προκαλεί τον θαυμασμό με το να λέει κοινοτοπίες. Βλέπουμε να αναδύεται και σε αυτό το ζήτημα μια ευρωπαϊκή αίσθηση ανωτερότητας έναντι των ΗΠΑ που είχαμε δει και το 2008 με την κατάρρευση της Λέμαν και την τότε ευρωπαϊκή ρητορική περί «ακραίου χρηματιστηριακού καπιταλισμού», αλλά και πρόσφατα με την κρίση του κορωνοϊού που εκδηλώθηκε αρχικά χειρότερα στις ΗΠΑ από ό,τι στην Ευρώπη. Αν δείχνουν κάτι αυτά τα παραδείγματα βέβαια είναι ότι ό,τι ξεκινάει άσχημα στις ΗΠΑ συνήθως φτάνει πολύ χειρότερα στην Ευρώπη.
Στην περίπτωση της ψηφιακής τεχνολογίας βλέπουμε το στερεότυπο ότι στις ΗΠΑ αφήνεται ο ιδιωτικός τομέας να ρυθμιστεί μόνος του, ενώ στην Ευρώπη υπάρχουν κανόνες. Το στερεότυπο όμως είναι λανθασμένο. Η δημόσια συζήτηση για την big tech ήταν έντονη στις ΗΠΑ πριν την πανδημία, με υποψήφιους για το χρίσμα των Δημοκρατικών όπως η Ελίζαμπεθ Ουόρεν να το έχουν κάνει κύριο θέμα της εκστρατείας τους. Ακόμα και ο Τραμπ είχε απειλήσει, για τους δικούς του λόγους, να αλλάξει μονομερώς το νομικό πλαίσιο που διέπει την λειτουργία των Twitter και Facebook. Αν και εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, με την αριστερά να ανησυχεί για ζητήματα προσωπικών δεδομένων, φορολογίας και ρατσιστικού λόγου και την δεξιά να νιώθει υπό ιδεολογικό διωγμό, και οι δυο πλευρές πλέον συγκλίνουν και η Σίλικον Βάλεϊ είναι κυριολεκτικά υπό πολιορκία. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην Αμερική η δημόσια συζήτηση και κινητοποίηση θα οδηγήσουν και στην υιοθέτηση κανόνων.
Όταν Ευρωπαίοι ιθύνοντες από την άλλη μιλούν για «επιβολή κανόνων», δεν εννοούν φυσικά αυτοί να προκύψουν μέσα από δημοκρατική διαπάλη. Όπως ήδη ξέρουμε, ως επιβολή κανόνων στην ΕΕ νοείται η αποπολιτικοποίηση ενός ζητήματος με την μεταφορά του στο ευρωπαϊκό επίπεδο, εκεί όπου ο έλεγχος από τις εθνικές κοινωνίες είναι σχεδόν αδύνατος. Η αποστολή θα ανατεθεί στην Επιτροπή η οποία θα «διαβουλευτεί» με ενδιαφερόμενα μέρη – δηλαδή οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα – και θα υποστεί τις σχετικές πιέσεις από τα μεγαλύτερα κράτη-μέλη. Η δημόσια συζήτηση θα λάβει χώρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ένα όργανο με το οποίο ελάχιστοι πολίτες ασχολούνται. Η επίλυση καίριων και βαθιά πολιτικών ζητημάτων όπως το τι συνιστά υποκίνηση σε βία, το τι θα μπορεί κάποιος να διαβάζει ή να γράφει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το τι θα επιτρέπεται να λέει ένας υποψήφιος σε εκλογές θα αφεθεί σε ένα πολιτικό και γραφειοκρατικό σύμπλεγμα με ελάχιστες κοινωνικές αναφορές.
Παρόλες τις παθογένειές τους, στις ΗΠΑ τουλάχιστον η κομματικοποίηση των πάντων επιτρέπει σε περίπλοκα τεχνικά ζητήματα να τίθενται στην δημόσια σφαίρα. Κατά παράδοξο τρόπο, είναι ακριβώς αυτή η κομματικοποίηση που ώθησε τον Αμερικάνο πολίτη να υποκαταστήσει τον ελεγκτικό ρόλο του κράτους μέχρι αυτό να αναλάβει τις ευθύνες του. Από την άλλη, όπως έχουν δείξει τα δεκάδες οικονομικά σκάνδαλα με γερμανικές και άλλες εταιρείες στην ΕΕ τα τελευταία χρόνια, η κρατική ρύθμιση δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα λύνεται διά παντός. Αντίθετα, η διαδικασία ρύθμισης πολλές φορές λειτουργεί ως αντίρροπος αγωγός επηρεασμού των δημόσιων αποφάσεων από ιδιωτικά συμφέροντα. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι μορφές της ψηφιακής οικονομίας όπως ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ του facebook επιζητούν πλέον την ύπαρξη ενός ρυθμιστικού πλαισίου και προσκαλούν την ΕΕ να αναλάβει την σύνταξή του.
Για την Ευρώπη επομένως, η παραδοχή ότι εταιρείες όπως το Twitter πρέπει να τεθούν υπό αυστηρότερη δημόσια ρύθμιση είναι απλά το πρώτο βήμα σε μια πολύ μακρά διαδικασία. Και από μόνη της αυτή η παραδοχή δεν εξασφαλίζει σε καμιά περίπτωση ότι τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών ή η ποιότητα της δημοκρατίας στην Ευρώπη θα διαφυλαχτούν αποτελεσματικά.
*Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι Jean Monnet Fellow στο Robert Schuman Centre for Advanced Studies του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου (EUI) της Φλωρεντίας.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News