O λαβύρινθος του πληθωρισμού
Το βιώνει και ο –πόσο μάλλον– τελευταίος τροχός της αμάξης. Ο πληθωρισμός δεν ήταν παροδικός. Απειλεί με διάψευση τις εκτιμήσεις των policymakers στην Ευρώπη. Από την οπτική της αγοραστικής δύναμης, υψηλός πληθωρισμός σημαίνει ακρίβεια, που ασκεί πιέσεις στις αποδοχές. Σήμερα, με κάθε ευρώ αγοράζει κανείς λιγότερα αγαθά και υπηρεσίες απ’ ό,τι χθες. Ετσι και στην Ελλάδα το 2022 έκλεισε με αρνητικό πρόσημο στο διαθέσιμο εισόδημα· παρά τα μέτρα στήριξης.
Με αφορμή τη συγκυρία ανέτρεξα σε συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει ως διοικητής της Bundesbank ο Γενς Βάιντμαν, εξηγώντας γιατί διαφωνούσαν με την κεντρική γραμμή της ΕΚΤ τα «γεράκια» της νομισματικής πολιτικής. «Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω τονίζοντας ότι το χαμηλό ποσοστό πληθωρισμού οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πτώση της τιμής του πετρελαίου. Και η χαμηλή τιμή του πετρελαίου από μόνη της δεν είναι επικίνδυνη, αλλά αντιθέτως είναι τονωτική για την οικονομία στο σύνολό της, καθώς τα νοικοκυριά έχουν περισσότερα χρήματα να δαπανήσουν και οι επιχειρήσεις έχουν χαμηλότερο κόστος. Η περιοριστική επίδραση των χαμηλότερων τιμών του πετρελαίου στον πληθωρισμό θα εξαλειφθεί με τον καιρό και η πίεση των τιμών αναμένεται να αυξηθεί συνολικά, δεδομένης της πρόβλεψης για σταδιακή οικονομική βελτίωση. Λαμβάνοντας υπόψη την ήδη πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική μας και τους ακούσιους κινδύνους και τις παρενέργειες των μέτρων νομισματικής πολιτικής μας, μπορεί κανείς εύλογα να διαφωνήσει για την ανάγκη περαιτέρω νομισματικής τόνωσης». Ηταν τότε Δεκέμβριος του 2015. Στην πραγματικότητα, η ΕΚΤ είχε ξεκινήσει να αγοράζει ομόλογα ήδη από το 2010 και δεν σταμάτησε πριν από το 2022, αφού στο μεταξύ κορύφωσε την ποσοτική χαλάρωση. Οι Γερμανοί απορρίπτουν μετά βδελυγμίας το φλερτ με τον πληθωρισμό. Εχουν τους λόγους τους, ως όμηροι της Ιστορίας τους. Η τιμή του μάρκου σε σχέση με το δολάριο διαμορφώθηκε από 4,2 το 1914 σε 4,2 τρισεκατομμύρια(!) το 1923. Η χώρα υπέστη τεράστιες απώλειες σε όρους ΑΕΠ και η ανεργία εκτινάχθηκε κατά 30%. Ομως οι φόβοι δεν είναι απλώς ιστορικοί.
Το πρώτο πρόβλημα με τον πληθωρισμό είναι ότι εκτινάσσονται οι τιμές χωρίς να εκτινάσσονται και οι μισθοί ταυτόχρονα. Η αύξηση των τιμών, ενίοτε και παροδικά, ωφελεί τις επιχειρήσεις ωθώντας τα κέρδη τους. Είναι όμως επίπονη για τους καταναλωτές. Οι τελευταίοι ως εργαζόμενοι βγαίνουν αλώβητοι μόνο όταν αλλάζουν δουλειά διαπραγματευόμενοι υψηλότερη αμοιβή, που ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες της αγοράς· εναλλακτικά, όταν είναι απολύτως απαραίτητοι για τον εργοδότη τους και ζητούν αύξηση με αξιώσεις.
Το δεύτερο πρόβλημα με τον πληθωρισμό είναι ότι πάντα ακολουθεί ο αποπληθωρισμός, ο οποίος δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για ύφεση. Τα επιτόκια αυξάνονται δυσχεραίνοντας τη χρηματοδότηση και η ζήτηση μειώνεται πλήττοντας την παραγωγή, την απασχόληση και έπειτα από ένα διάστημα τις τράπεζες.
Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής ζέστανε την οικονομία, η οποία όμως υπερθερμάνθηκε. Η θεραπεία κράτησε ίσως περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε. Τελικά, αναρωτιέται κανείς: μήπως είχαν δίκιο οι Γερμανοί;
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News