ΑΠΟΨΕΙΣ

O στόχος του 2% υπό αμφισβήτηση;

O στόχος του 2% υπό αμφισβήτηση;

Στις 12 Ιουλίου οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέγραψαν το χαμηλότερο επίπεδο πληθωρισμού (3% ετησίως) από τον Μάρτιο του 2021, ενώ ο δομικός πληθωρισμός που εξαιρεί ευμετάβλητες συνιστώσες καταγράφεται στο 4,8%. Στην Ευρωζώνη παρότι τα επίπεδα βρίσκονται ελαφρώς υψηλότερα, εντούτοις η πτωτική τάση παραμένει ίδια. Κοινή συνισταμένη και στις δύο περιπτώσεις αποτελεί πως εν μέσω ιστορικά γρήγορων αυξήσεων των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες (Κ.Τ.), η επιβράδυνση στον ρυθμό αύξησης των τιμών έχει επέλθει χωρίς αύξηση της ανεργίας, παρά τις διαφορετικές εκτιμήσεις επιφανών οικονομολόγων. Μέχρι στιγμής η αποκλιμάκωση αυτή οφείλεται κυρίως στην αγορά αγαθών που έχει σταθεροποιηθεί μέσω της ομαλοποίησης της εφοδιαστικής αλυσίδας, των πτωτική πορεία του κόστους της ενέργειας και τις επιδράσεις βάσης (υψηλότερα νούμερα στο παρελθόν έτος οδηγούν σε μικρότερα ποσοστά μεταβολής). Η πορεία όμως έως το 2% απαιτεί συνέχιση της σύσφιγξης σε πολύ εύθραυστες οικονομίες που μέχρι στιγμής μετά βίας έχουν αποφύγει την ύφεση˙ ενώ τα πρώτα σημάδια χρηματοοικονομικής αστάθειας έχουν κάνει την εμφάνισή τους με διασώσεις μεγάλων τραπεζικών ομίλων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού (SVB, Credit Suisse). Ακολούθως, έχει ξεκινήσει δειλά η συζήτηση για το κατά πόσον οι Κ.Τ. θα πρέπει να επιμείνουν μέχρι την επίτευξη του στόχου του 2% ή θα μπορούσε ο τελευταίος να αναθεωρηθεί ανοδικά. Αναμφίβολα, η νέα πραγματικότητα που έχουν διαμορφώσει η πανδημία και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία παίζει σημαντικό ρόλο.

Μπορούμε να διακρίνουμε κάποιους μεσο-μακροπρόθεσμους δομικούς παράγοντες που κάνουν τη συστηματική επίτευξη πληθωρισμού 2% συγκριτικά δυσκολότερη στο εγγύς μέλλον. Αρχικά, η Κίνα που τις τελευταίες δύο δεκαετίες τροφοδότησε με φθηνό εργατικό δυναμικό την παγκόσμια παραγωγή αγαθών, με προφανή αποπληθωριστικά αποτελέσματα, μπαίνει σε δυναμικές ανεπτυγμένης οικονομίας με γηραιότερο πληθυσμό, υψηλότερους μισθούς και έμφαση στην ανάπτυξη εγχώριας ζήτησης (έναντι των εξαγωγών). Επιπλέον, στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα παρατηρείται τάση ανακατεύθυνσης της παραγωγής προς περισσότερο φιλικές χώρες («friendshoring») ή ακόμα και εντός της επικράτειας των χωρών («reshoring»). Με αυτόν τον τρόπο ο παράγοντας κόστος περνάει κατά περίπτωση σε δεύτερη μοίρα χάριν της ασφάλειας και της διαχείρισης ρίσκου. Αυτή η διαδικασία δημιουργεί ευκαιρίες και στην ελληνική οικονομία. Τελικώς, η παραγωγή σε μέρος με υψηλότερο κόστος (εργατικό, ενεργειακό κ.ά.) δύναται να επιφέρει πληθωριστικό αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η έμμεση επιλογή της Ε.Ε. να εξαιρέσει την Κίνα από την προμήθεια «πράσινης τεχνολογίας» που θα χρησιμοποιηθεί στην ενεργειακή μετάβαση. Καθώς αποκλείεται για λόγους στρατηγικού ενδιαφέροντας μία ηγέτιδα δύναμη στη συγκεκριμένη βιομηχανία που παράγει με μικρότερο κόστος, προκρίνεται μία ακριβότερη λύση για την κοινή αγορά. Παράλληλα, οι κολοσσιαίες επενδύσεις που απαιτούνται για τη μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα δύνανται να συνεισφέρουν θετικά στο επίπεδο πληθωρισμού («Green-flation»).

Πέρα όμως από κάποιες γνωστές τάσεις στην παγκόσμια οικονομία που μένει να διαπιστώσουμε πόσο σημαντικό αποτέλεσμα θα έχουν, o κόσμος εισέρχεται σε μια φάση όπου οι εστίες αβεβαιότητας θα εμφανίζονται απρόβλεπτα με αυξανόμενο ρυθμό. Γεωπολιτικά γεγονότα, ενεργειακές κρίσεις, κλιματική καταστροφή δεν επηρεάζουν θετικά το παγκόσμιο εμπόριο, τη βιομηχανική και αγροτική παραγωγή αντίστοιχα. Ακολούθως, ενδέχεται να παρατηρούνται συχνότερα μη αναμενόμενα αρνητικά σοκ προσφοράς που θα οδηγούν σε παροδικές αυξήσεις του πληθωρισμού· όπως ο πληθωρισμός τροφίμων που βιώνουμε. Συνολικά, μετά μια δεκαετία ασθενούς συνολικής ζήτησης για την παγκόσμια οικονομία περνάμε βαθμιαία σε μια φάση περιορισμένης συνολικής προσφοράς. Ενας υψηλότερος στόχος πληθωρισμού θα έδινε την ευχέρεια στις Κ.Τ. να αφήνουν τα παροδικά σοκ να εξανεμίζονται χωρίς να επεμβαίνουν και να διαταράσσουν τον οικονομικό κύκλο.

Παρότι όμως στη θεωρία το άνοιγμα της συζήτησης για αναθεώρηση του στόχου εδράζεται σε υπαρκτά επιχειρήματα, στην πράξη αποτελεί μία λεπτή άσκηση ισορροπίας με αβέβαια αποτελέσματα. Ενας βασικός μοχλός άσκησης νομισματικής πολιτικής είναι η δημιουργία ενός ισχυρού πνεύματος αξιοπιστίας γύρω από την ικανότητα των Κ.Τ. να επιτυγχάνουν συστηματικά τον εκάστοτε στόχο τους. Επομένως μία αναθεώρηση του στόχου θα μπορούσε να εκληφθεί από επιχειρήσεις, νοικοκυριά και αγορές ως αποτυχία επίτευξης ενός διατηρήσιμα χαμηλού επιπέδου πληθωρισμού. Φυσικό επακόλουθο είναι να υπάρξει η εικασία κατά πόσο αυτή θα αποτελεί την τελευταία αναθεώρηση, με ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για την οικονομία.

Συνεπώς η λογική συγκλίνει στο ότι η συζήτηση αυτή δεν θα εκκινήσει τουλάχιστον επισήμως μέχρι να φτάσουμε σε ένα διατηρήσιμο χαμηλό ποσοστό πληθωρισμού. Ενώ από εκεί και πέρα θεωρείται πιο πιθανό οι Κ.Τ. να ανεχθούν υψηλότερο επίπεδο πληθωρισμού χωρίς να αναθεωρηθεί επίσημα ο στόχος τους. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει έναν νέο υπαρκτό κύκλο συζητήσεων. Τα τελευταία 100 μ. του αγώνα που ξεκίνησε πριν από περίπου ένα χρόνο για την ΕΚΤ κρύβουν ένα δυσεπίλυτο τρίλημμα πολιτικής: σταθερότητα τιμών, ανάπτυξη και χρηματοοικονομική ευστάθεια. Οποιοσδήποτε υπερβάλλων ζήλος θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αξιοσημείωτη πρόοδο που έχει συντελεστεί μέχρι στιγμής. Οπως παραδέχθηκε πρόσφατα η αναπληρώτρια διευθύντρια του ΔΝΤ, Γκίτα Γκόπιναθ, οι Κ.Τ. δεν έχουν τα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν πτωχεύσεις χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων πέρα από τους προληπτικούς ελέγχους και τα «stress tests».

H Ελλάδα αυτή τη στιγμή βρίσκεται εγγύτερα στην προοπτική σταθεροποίησης γύρω από το 2% σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, ενώ κατέχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος (ως % ΑΕΠ) αλλά και ένα σημαντικό επενδυτικό κενό εξερχόμενη της κρίσης. Συνεπώς στο άνοιγμα μιας τέτοιας συζήτησης μπορεί να βρισκόταν ευνοϊκά προσκείμενη σε ένα χαμηλότερο επίπεδο επιτοκίων που ευνοεί τις επενδύσεις και ένα ελαφρώς υψηλότερο επίπεδο πληθωρισμού που διαβρώνει τον λόγο χρέος προς ΑΕΠ.

Στις 17 Απριλίου η Κριστίν Λαγκάρντ όταν ρωτήθηκε περί του θέματος, απάντησε πως «αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να αλλάξει αυτός ο μεσοπρόθεσμος στόχος του 2%», συμπληρώνοντας πως «μόλις φτάσουμε εκεί [πληθωρισμό 2%] αφού είμαστε σίγουροι ότι παραμένει εκεί, μπορούμε να συζητήσουμε». Στην ίδια ερώτηση στις 28 Ιουνίου ο Γιάννης Στουρνάρας απάντησε πως «στη μέση της μάχης, δεν αλλάζεις στρατηγούς». Ο κύκλος συζητήσεων έχει ήδη ξεκινήσει.

* Το άρθρο συνυπογράφουν ο Σταύρος Δ. Μαλκίδης, Hayek fellow στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, και ο Θεόδωρος Παναγιωτίδης, καθηγητής Οικονομετρίας στο Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας. Αρχικά, δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της  Κυριακής.

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News