Οι κανόνες φορολόγησης νομικών προσώπων «κατά την έξοδο»
Η ελληνική νομοθεσία έχει ενσωματώσει τις διατάξεις της οδηγίας 2016/1164/Ε.Ε. του Συμβουλίου της Ε.Ε. για τη θέσπιση κανόνων φορολόγησης «κατά την έξοδο» (exit tax). Η φορολόγηση κατά την έξοδο εφαρμόζεται όταν ένα νομικό πρόσωπο μεταφέρει περιουσιακά στοιχεία ή δραστηριότητα ή τη φορολογική του κατοικία εκτός Ελλάδος.
Ως «μεταφορά περιουσιακών στοιχείων» ορίζεται η πράξη με την οποία η Ελλάδα χάνει το δικαίωμα φορολόγησης των μεταφερόμενων περιουσιακών στοιχείων, παρότι τα στοιχεία αυτά παραμένουν υπό τη νομική ή την οικονομική κυριότητα του ίδιου φορολογουμένου. Πρακτικά, αυτό συμβαίνει όταν τα περιουσιακά στοιχεία παύουν να απεικονίζονται για λογιστικούς σκοπούς στην Ελλάδα. Αφορά τα περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων ο φορολογούμενος ασκεί έλεγχο και από τα οποία αναμένει μελλοντικά οικονομικά οφέλη.
Επίσης, η φορολόγηση κατά την έξοδο εφαρμόζεται και όταν ο φορολογούμενος:
– Μεταφέρει τη φορολογική του κατοικία σε άλλο κράτος-μέλος ή σε τρίτη χώρα ή
– Μεταφέρει τη δραστηριότητα που ασκεί μέσω μόνιμης εγκατάστασης (π.χ. υποκαταστήματος) στην ημεδαπή, και ταυτόχρονα αποκτά φορολογητέα παρουσία σε άλλο κράτος-μέλος ή σε τρίτη χώρα, χωρίς να καθίσταται κάτοικος για φορολογικούς σκοπούς στο εν λόγω κράτος-μέλος ή στην τρίτη χώρα.
Τα ανωτέρω αφορούν μόνο νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες (όχι φυσικά πρόσωπα). Οι σχετικές διατάξεις διασφαλίζουν τη φορολόγηση στην ημεδαπή οποιουδήποτε κεφαλαιακού κέρδους προκύπτει από τη μεταφορά ή την έξοδο, ακόμη και αν το εν λόγω κέρδος δεν έχει πραγματοποιηθεί κατά τον χρόνο της εξόδου. Ο φόρος υπολογίζεται με τον εκάστοτε ισχύοντα συντελεστή φορολόγησης νομικών προσώπων κατά το φορολογικό έτος της εξόδου. Επιβάλλεται στο ποσό της αγοραίας αξίας των περιουσιακών στοιχείων που μεταφέρονται, μείον την αξία που προκύπτει για φορολογικούς σκοπούς κατά τη στιγμή της εξόδου. Ως «αγοραία αξία» ορίζεται το ποσό έναντι του οποίου μπορεί να ανταλλαγεί ένα περιουσιακό στοιχείο ή να διακανονιστούν αμοιβαίες υποχρεώσεις μεταξύ εθελουσίως ενεργούντων μη συνδεδεμένων προσώπων σε απευθείας συναλλαγή. Ως «αξία για φορολογικούς σκοπούς» νοείται η αξία του περιουσιακού στοιχείου, όπως αυτή προκύπτει με βάση τις αρχές και τους κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας κατά τον χρόνο της εξόδου.
Η εξακρίβωση της αγοραίας αξίας των μεταφερόμενων περιουσιακών στοιχείων διενεργείται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:
α) Με τη σύνταξη έκθεσης αποτίμησης από δύο ανεξάρτητους ορκωτούς ελεγκτές ή ελεγκτική εταιρεία ή, κατά περίπτωση, από δύο ανεξάρτητους πιστοποιημένους εκτιμητές.
β) Με βάση την αξία των μεταφερόμενων περιουσιακών στοιχείων, όπως αυτή απεικονίζεται για λογιστικούς σκοπούς στα λογιστικά αρχεία του φορολογουμένου, εφόσον η επιμέτρηση των στοιχείων αυτών διενεργείται στην εύλογη αξία.
γ) Με βάση την αξία των μεταφερόμενων περιουσιακών στοιχείων, όπως αυτή προσδιορίζεται για σκοπούς τεκμηρίωσης ενδοομιλικών συναλλαγών (άρθρο 21 του Ν. 4174/2013).
Ο φόρος αποδίδεται στο Δημόσιο με δήλωση, η οποία υποβάλλεται τρεις εργάσιμες ημέρες πριν από τη μεταφορά και καταβάλλεται εφάπαξ ή σε πέντε ισόποσες ετήσιες άτοκες δόσεις, κατά περίπτωση. Με την καταβολή του φόρου εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση από τον φόρο εισοδήματος του φορολογουμένου, των εταίρων, των μετόχων και των μελών του.
* Η κ. Τζένη Πάνου είναι υπεύθυνη του Φορολογικού Τμήματος της Accounting Solutions A.E. (www.asnetwork.gr).
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News