Η πραγματική κρίση στις ΗΠΑ
H εικόνα απόλυτης κρίσης της αμερικανικής δημοκρατίας, με τις απίστευτες εικόνες στο Κογκρέσο, δημιουργεί ερωτήματα για την πολιτική σταθερότητα στις ΗΠΑ και αναθερμαίνει την συζήτηση για το μέλλον του συστήματος της φιλελεύθερης δημοκρατίας παγκοσμίως. Αν η «σπουδαιότερη δημοκρατία στον κόσμο» βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, ποιες είναι οι προοπτικές και για τα άλλα δημοκρατικά συστήματα της Δύσης;
Ο Τραμπ για πολλούς ενσαρκώνει τον βασικότερο κίνδυνο που μπορεί να αντιμετωπίσει μια δημοκρατία: την αμφισβήτηση των άγραφων κανόνων συναίνεσης και πίστης στους θεσμούς. Με βάση την κυρίαρχη οπτική, o Τραμπ θεωρείται μια επικίνδυνη παρέκκλιση από ένα σύστημα που για αιώνες λειτουργούσε στην βάση λεπτών συμβιβασμών μεταξύ θεσμών και λαϊκής βούλησης, και μεταξύ πολιτικών αντίπαλων που έβαζαν την λειτουργία της δημοκρατίας πάνω από το πολιτικό τους κέρδος.
Σε αυτήν την κυρίαρχη οπτική όμως θα είχε ενδιαφέρον να αντιπαραβάλουμε μια άλλη, πιο κριτική ματιά, σύμφωνα με την οποία η αμερικανική δημοκρατία ήταν ένα σύστημα εξ αρχής ολιγαρχικό που στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του λειτουργούσε με τρόπο εξαιρετικά προβληματικό για τα δημοκρατικά πρότυπα που υποτίθεται ότι πρέσβευε. Επομένως, δεν είναι ο Τραμπ το εξάμβλωμα, αλλά αυτό που παρουσιάζεται ως η «χρυσή εποχή» της μετριοπάθειας και της συναίνεσης πριν από αυτόν η εξαίρεση στην αμερικανική ιστορία.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διεξαγωγή εκλογών. Αν κάποιος διαβάσει πώς διενεργούνταν και κερδίζονταν εκλογές τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα σε εθνικό και τοπικό επίπεδο στις ΗΠΑ, με εκτεταμένη χρήση βίας, νοθείας και διαφθοράς, θα αρχίσει να αμφιβάλει σοβαρά για την αντιπροσωπευτικότητα και νομιμότητα της αμερικανικής δημοκρατίας διαχρονικά – για να μην θυμηθούμε τις παρατυπίες που συνόδευαν ακόμα και πρόσφατες σχετικά αναμετρήσεις όπως οι προεδρικές εκλογές του 1960 και 2000.
Ακόμα και με τέτοιες παρατυπίες όμως, η αμερικανική πολιτική τάξη πάντα είχε συμφέρον να αναπαράγει το σύστημα γιατί η πρόσβαση στην εξουσία ήταν εκ των πραγμάτων το προνόμιο μιας μικρής ελίτ. Παρά τον μύθο του «αμερικανικού ονείρου» και την απουσία φεουδαρχικής αριστοκρατίας ευρωπαϊκού τύπου, η πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ισχύς στις ΗΠΑ ήταν για αιώνες το προνόμιο των μελών του κατεστημένου των βορειοανατολικών πολιτειών, με καταγωγή οι περισσότεροι από τους πρώτους μετανάστες από την Βρετανία και την Ολλανδία. Από αυτήν την κάστα των WASP (White Anglo-Saxon Protestants) προέρχονταν σχεδόν όλοι οι πρόεδροι μέχρι πρόσφατα.
Οι ΗΠΑ για χρόνια ήταν μια «πολυεθνική, πολυφυλετική» δημοκρατία μόνο κατ’ όνομα. Υπό μια έννοια έγιναν πραγματική πολυεθνική δημοκρατία μόλις την δεκαετία του 1930, με την κινητοποίηση της Καθολικής εργατικής τάξης, προϊόντος της μετανάστευσης στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα από την Ιταλία, την Ιρλανδία και την Πολωνία, στην συμμαχία του New Deal του Δημοκρατικού Κόμματος. Όπως είδαμε τον τελευταίο χρόνο, ο πολυφυλετικός χαρακτήρας της αμερικανικής δημοκρατίας από την άλλη παραμένει ακόμα ζητούμενο.
Ένας άλλος παράγοντας για την ομαλή αναπαραγωγή της αμερικανικής δημοκρατίας ήταν γεωπολιτικός, και πιο συγκεκριμένα η ηγεμονία των ΗΠΑ πρώτα στο πλαίσιο της διπολικότητας του Ψυχρού Πολέμου και μετά της μονοπολικότητας της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Η πίεση από την Σοβιετική Ένωση ανάγκασε τις αμερικανικές ελίτ να συμβιβάζουν τις διαφορές τους στο όνομα της εθνικής ασφάλειας και να αναγνωρίσουν την ανάγκη πιο ισότιμης διάχυσης του πλούτου. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η παγκόσμια στρατιωτική και πολιτική κυριαρχία των ΗΠΑ επέτρεψε την περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη, αν και με πιο άνισο τρόπο.
Με βάση αυτήν την ανάγνωση, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα απέκτησε το κύρος και την αίγλη με το οποίο είχαμε μάθει να το αντιμετωπίζουμε μόλις στην διάρκεια του 20ου αιώνα και μόνο χάρη στην επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ λαϊκών αιτημάτων και αναπαραγωγής των παραδοσιακών ελίτ στο εσωτερικό, σε συνδυασμό με την γεωπολιτική κυριαρχία στο εξωτερικό. Ο Τραμπ σήμερα, όπως και ο Ομπάμα πριν από αυτόν, έδειξαν ότι αυτό το σύστημα πλέον υφίσταται ισχυρότατες πιέσεις. Στο εσωτερικό έχουν αναδυθεί ισχυρά και συχνά αντικρουόμενα αιτήματα οικονομικής, ταυτοτικής και διαγενεακής φύσης που το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να ικανοποιήσει. Την ίδια στιγμή, το κόστος διατήρησης της διεθνούς τάξης – ελεύθερο εμπόριο, στρατιωτικές εγγυήσεις προς συμμάχους – γίνεται όλο και πιο δυσβάστακτο.
Αυτός ο συνδυασμός εσωτερικής λαϊκής δυσαρέσκειας και διεθνούς υποχώρησης επαναφέρει την αμερικανική δημοκρατία στην κατάσταση που βρισκόταν τον 19ο αιώνα, όταν υπήρχαν πολλά από τα στοιχεία που παρατηρούμε και σήμερα: κομματικοποιημένος τύπος και θεσμοί, νοθευμένες εκλογές, φυλετικές ταραχές, χρήση πολιτικής βίας. Η συναινετική δημοκρατία των Ρούζβελτ και των Κένεντι, των Μπους και των Κλίντον, ήταν μια πρόσκαιρη ουτοπία και αποτέλεσμα ιστορικών συγκυριών, με τον Τραμπ να ξαναπροσδίδει στην αμερικανική δημοκρατία τον άναρχο, πολωτικό και ριζοσπαστικό χαρακτήρα που την χαρακτήριζε εξαρχής.
Τα παραπάνω ακούγονται απαισιόδοξα για τις ΗΠΑ, όχι όμως απαραίτητα για την φιλελεύθερη δημοκρατία γενικά. Έτσι κι αλλιώς, στον κόσμο δεν υπάρχει μια «φιλελεύθερη δημοκρατία» (στον ενικό) αλλά πολλές «φιλελεύθερες δημοκρατίες» (στον πληθυντικό), η κάθε μια προϊόν συγκεκριμένων ιστορικών εξελίξεων και συμβιβασμών σε εθνικό επίπεδο. Η κρίση της αμερικανικής δημοκρατίας είναι η κρίση μιας πολυεθνικής χώρας ηπειρωτικού μεγέθους και 330 εκατομμυρίων κατοίκων που διατρέχεται από μεγάλες γεωγραφικές, οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες και διαφορές. Οι προκλήσεις που μια τέτοια χώρα έχει να αντιμετωπίσει δεν είναι ίδιες με αυτές της Γερμανίας, της Ελλάδας ή της Νότιας Κορέας.
Η κρίση της αμερικανικής δημοκρατίας σήμερα δεν είναι κρίση της δημοκρατίας γενικά. Είναι αντίθετα μια υπενθύμιση του πόσο δύσκολο είναι να λειτουργήσει η δημοκρατία σε συνθήκες ακραίας κοινωνικής, ιδεολογικής και αξιακής ετερογένειας. Σε αντίθεση με το αισιόδοξο φιλελεύθερο αφήγημα στις ΗΠΑ που λέει ότι ένα σοφά σχεδιασμένο θεσμικό σύστημα είναι αρκετό για την λειτουργία μιας δημοκρατίας ανεξάρτητα από κοινωνικές και δημογραφικές συνθήκες, η εμπειρία των ευρωπαϊκών κρατών μεσαίου και μικρού μεγέθους δείχνει ότι ένα ελάχιστο εθνικής και κοινωνικής συνοχής είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την λειτουργία της δημοκρατίας καθώς και προοδευτικών μέτρων όπως το κράτος πρόνοιας.
Θα ήταν μεγάλο λάθος επομένως να θεωρήσουμε ότι η πραγματική κρίση στις ΗΠΑ σήμερα είναι ο Τραμπ και ότι αφορά την λειτουργία των θεσμών και όχι κάτι βαθύτερο στην αμερικανική κοινωνία. Θα ήταν επίσης λάθος για μικρότερες και πιο ομοιογενείς δημοκρατίες να θεωρήσουν ότι έχουν να επιλύσουν τα ίδια προβλήματα με αυτά που αντιμετωπίζει η Αμερική. Σε εποχές δημογραφικών αλλαγών, αυξανόμενης ανισότητας και πιέσεων για μεταφορά μέρους της δημοκρατικής λειτουργίας από το έθνος-κράτος σε υπερεθνικούς θεσμούς, η πραγματική πρόκληση είναι να μην αναπτυχθούν και στην Ευρώπη οι συνθήκες ακραίου κοινωνικού κατακερματισμού σε ηπειρωτική κλίμακα που έχουν οδηγήσει τις ΗΠΑ στο σημερινό αδιέξοδο.
*Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι Jean Monnet Fellow στο Robert Schuman Centre for Advanced Studies του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου (EUI) της Φλωρεντίας.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News