Το ενεργειακό άνοιγμα στα Βαλκάνια
Ηταν στις αρχές της νέας χιλιετίας που η Ελλάδα συνειδητοποιούσε το ειδικό οικονομικό και διπλωματικό βάρος που είχε σε σχέση με τις προς Βορράν γειτονικές της χώρες. Αυτές μόλις πρόσφατα είχαν αποκτήσει την πολιτική και οικονομική τους ανεξαρτησία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και την εξαφάνιση της Comecon. Αντίθετα, η Ελλάδα ήταν τότε η μόνη χώρα της περιοχής που ανήκε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Ε.Κ.) και δρούσε ως πόλος έλξης για τις γύρω βαλκανικές χώρες που απέβλεπαν σε αυτήν για επενδύσεις και τεχνογνωσία καθώς και στήριξη για τη μελλοντική τους πορεία ως μέρος της ενωμένης Ευρώπης.
Κεντρικός άξονας των ζητούμενων τότε επενδύσεων ήταν, και εξακολουθούν να είναι, αυτές που έχουν σχέση με την παραγωγή και διαχείριση ενέργειας και τις σχετικές με αυτήν υποδομές. Με την παροχή ικανής και με ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας να αποτελεί βασική προϋπόθεση για οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
Η «Σύνοδος της Θεσσαλονίκης» που πραγματοποιήθηκε πριν από 20 ακριβώς χρόνια ήρθε να επισφραγίσει την οικονομικά και πολιτικά δεσπόζουσα θέση που είχε τότε η Ελλάδα στη ΝΑ Ευρώπη. Ομως, οι μετέπειτα εξελίξεις δεν δικαίωσαν τις τότε προσδοκίες αφού η Ελλάδα, που με τους Ολυμπιακούς του 2004 βρέθηκε στο απόγειο της επιρροής της, δεν μπόρεσε να επωφεληθεί από τη λάμψη τους και να αξιοποιήσει την τεράστια αυτή παρακαταθήκη. Τότε, με κέντρο βάρος την ενέργεια θα μπορούσε να είχε διεισδύσει σε όλες τις χώρες της περιοχής προσφέροντας τεχνογνωσία και επενδύσεις και επιχειρώντας ένα τεράστιο επενδυτικό και διπλωματικό άλμα. Αντ’ αυτού, η χώρα περιήλθε σε μια ακατανόητη εσωστρέφεια με τη γνωστή κατάληξη λίγα χρόνια αργότερα στην οικονομική χρεοκοπία και στα μνημόνια.
Γι’ αυτό η πρόσφατη συμφωνία που πέτυχε η διοίκηση της ΔΕΗ (10/3) για την 100% εξαγορά της Enel Romania, έναντι τιμήματος 1,26 δισ. ευρώ, έχει πολύ μεγάλη γεωπολιτική σημασία, αφού στην πράξη σηματοδοτεί την επιστροφή της Ελλάδας στην περιοχή μέσα από την προώθηση στρατηγικών επενδύσεων. Μέσα από τη συμφωνία αυτή, η ΔΕΗ ενισχύει το ενεργειακό αποτύπωμα της Ελλάδας στην περιοχή των Βαλκανίων και η «μεγάλη έξοδος» εκτός των ελληνικών συνόρων –που αποτελούσε διαχρονικό στόχο της ΔΕΗ– γίνεται πραγματικότητα. Παράλληλα, η εισηγμένη αλλάζει κλάση αφού καθίσταται περιφερειακός παίκτης, ενώ η εξαγορά της Enel Romania φέρνει πολλαπλά οφέλη για τον ελληνικό όμιλο. Με την είσοδο στη Ρουμανία να δίνει στην εταιρεία πρόσβαση σε έναν πολύ σημαντικό, στρατηγικό ενεργειακό διάδρομο, που ξεκινάει από την Ελλάδα, περνάει από τη Βουλγαρία και καταλήγει στη Ρουμανία. Ακόμα, η ΔΕΗ διπλασιάζει «εν μια νυκτί» την εγκατεστημένη ισχύ της σε ΑΠΕ, προσθέτει 3,2 εκατ. νέους πελάτες στο πελατολόγιό της και αποκτά πάνω από 130.000 χλμ. δικτύου διανομής.
Οπως έχουμε υποστηρίξει στο παρελθόν μέσα από τις στήλες της «Κ», η ΔΕΗ έπρεπε να είναι παρούσα και ενεργή στη ΝΑ Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια τώρα, αξιοποιώντας το ισχυρό brand name της χώρας –σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες στην περιοχή–, την τεχνογνωσία της στην ενέργεια αλλά και το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, που, παρά τη συρρίκνωση και την τεράστια ζημία που υπέστη από τα μνημόνια, διαθέτει αξιοπιστία και ικανότατα στελέχη. Εννοούμε η Ελλάδα να είναι παρούσα όχι μόνο στη Ρουμανία, μέσω του πρόσφατου deal της ΔΕΗ, αλλά και σε όλη την υπόλοιπη περιοχή μέσα από εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο ενεργειακό τομέα.
Καθώς η Ελλάδα τα τελευταία 20 και κάτι χρόνια έχει αναπτύξει έναν ευρύτατο ενεργειακό τομέα, κανονικά θα έπρεπε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον ηλεκτρισμό (λ.χ. Μυτιληναίος, ΤΕΡΝΑ, Elpedison, Motor Oil), στις ΑΠΕ, στα πετρέλαια, στο φυσικό αέριο κ.λπ. να έχουν αναπτύξει ισχυρή παρουσία στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης. Η έξοδος στην περιοχή θα έπρεπε να είχε γίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του νέου αιώνα όταν ακόμα ήταν υπό διαμόρφωση η νέα ενεργειακή αγορά της ΝΑ Ευρώπης.
Τότε, τόσο η ΔΕΗ όσο και άλλες μεγάλες ελληνικές ενεργειακές εταιρείες είχαν οικονομική ευρωστία και τύχαιναν ισχυρής κρατικής υποστήριξης και μπορούσαν έναντι μικρού σχετικά τιμήματος να εξαγοράσουν την πλειοψηφία των ενεργειακών εταιρειών των χωρών της περιοχής. Με το βαλκανικό τραπεζικό σύστημα να κυριαρχείται από ελληνικές τράπεζες και την Ελλάδα να είναι ισχυρή σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, τότε ήταν η χρυσή ευκαιρία για το μεγάλο ενεργειακό άνοιγμα στην περιοχή. Η εν λόγω ευκαιρία ήρθε και παρήλθε οριστικά και έκτοτε η Ελλάδα πέρασε μέσα από αρκετές περιπέτειες για να μπορέσει να σταθεί ξανά στα πόδια της.
Ομως, το ενεργειακό παιχνίδι για την Ελλάδα στην περιοχή φαίνεται ότι δεν χάθηκε οριστικά, αφού κατάφερε χάρη στην πρόνοια ορισμένων επενδυτών και εταιρειών να διατηρήσει μια μικρή αλλά διακριτή παρουσία. Ετσι σήμερα η Ελλάδα μέσω της HELLENIQ ENERGY –η οποία ως ΕΛΠΕ την περίοδο 2000-2003 επένδυσε ποικιλότροπα στην περιοχή– είναι παρούσα εκτός Ελλάδος σε Βουλγαρία, Σερβία, Βόρεια Μακεδονία και Κύπρο, όπου υπάρχουν και λειτουργούν εγκατεστημένες εταιρείες του ομίλου. Ακόμα, χάρη στο δυιλιστικό της πλεονέκτημα (βλέπε Motor Oil και HELLENIQ ENERGY), η Ελλάδα έχει καταστεί ο βασικός προμηθευτής σε αργό και προϊόντα για τις περισσότερες χώρες της περιοχής. Επίσης, υπάρχει περιορισμένη παρουσία της ΔΕΗ στη Βόρεια Μακεδονία και στην Αλβανία, μέσω εκεί θυγατρικών της, οι οποίες προσπαθούν να αναπτύξουν συγκεκριμένα έργα. Τώρα, με την εξαγορά της Enel Romania από τη ΔΕΗ, το παιχνίδι αλλάζει, αφού η χώρα μπορεί να διεκδικήσει επάξια μια θέση στην ενεργειακή σκακιέρα της περιοχής αντίστοιχη των δυνατοτήτων της και του οικονομικού της εκτοπίσματος.
Δεν θα σταθούμε στο εάν το τίμημα της εξαγοράς ήταν δίκαιο, υψηλό ή χαμηλό ή εάν τελικά αγόρασε η ΔΕΗ ή ξεφορτώθηκε η Εnel όπως διερωτώνται ορισμένοι αναλυτές. Εννοείται ότι η ΔΕΗ, απούσα τόσα χρόνια από το ενεργειακό σκηνικό της περιοχής, θα αγόραζε με υψηλό premium. Αυτό είναι το κόστος της μακρόχρονης απουσίας της από την περιοχή. Οι αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων και ενεργητικού και οι τιμές γενικότερα δεν μπορεί να είναι αυτές που ήταν πριν από 15 και 20 χρόνια, όταν η Enel και άλλες εταιρείες (λ.χ. CEZ, OMV) έσπευσαν να επενδύσουν στην περιοχή. Σήμερα, με την έξοδο της ΔΕΗ στα ανατολικά Βαλκάνια, ανοίγει μια νέα σελίδα ανάπτυξης και εξωστρέφειας. Ας την αξιοποιήσουμε ευχόμενοι κάθε επιτυχία στη διοίκηση και στους εργαζομένους της Επιχείρησης.
* Ο κ. Κωστής Σταμπολής είναι πρόεδρος και εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ).
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News