Η επαναπροσέγγιση Ιράν – Σαουδικής Αραβίας
Η είδηση της συμφωνίας επανομαλοποίησης των σχέσεων του Ιράν με το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας (ΒΣΑ) έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία σε πολλές αραβικές πρωτεύουσες. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η έκπληξη της Ουάσιγκτον, ενώ θα αποτέλεσε ένα μικρό σοκ για το Ισραήλ. Αν και το Ισραήλ παρέμεινε εντελώς σιωπηλό ως προς τη δημόσια αντίδρασή του, η Ουάσιγκτον ποίησε την ανάγκη φιλοτιμία καλωσορίζοντας τη διαδικασία αποκατάστασης των διπλωματικών σχέσεων Ριάντ – Τεχεράνης μετά από διακοπή επτά ετών.
Αυτό που σίγουρα δεν καλωσόρισαν οι ΗΠΑ ήταν η ταυτότητα του διαμεσολαβητή που έκανε δυνατή την επιτυχή κατάληξη των διμερών διαπραγματεύσεων, οι οποίες ξεκίνησαν στη Βαγδάτη το 2021. Η Κίνα την τελευταία εικοσαετία έχει διευρύνει συστηματικά την οικονομική και εμπορική παρουσία της σε αμφότερες τις ακτές του αραβο-περσικού κόλπου. Την τελευταία, δε, δεκαετία η Κίνα έχει προωθήσει όχι μόνο την εμβάθυνση της στρατιωτικής της συνεργασίας με το Ιράν, αλλά έχει διευρύνει το ευρύτερο περιφερειακό της αποτύπωμα σε θέματα ασφάλειας, αποκτώντας δύο στρατιωτικές βάσεις στην Αραβική (Gwadar) και την Ερυθρά Θάλασσα (Djibouti).
Παράλληλα έχει αναδειχθεί ως ο βασικός αγοραστής πετρελαίου τόσο του Ιράν όσο και του ΒΣΑ, εντάσσοντας αμφότερες τις χώρες στη στρατηγική των χερσαίων (OBOR) και θαλασσίων (Maritime Silk Road) δικτύων και υποδομών ενέργειας, τηλεπικοινωνίας και μεταφορών που θα μειώσουν την απόσταση και το κόστος μεταφοράς αφενός των κινεζικών εξαγωγών εμπορευμάτων στην Ευρώπη, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, και αφετέρου των κινεζικών εισαγωγών πρώτων υλών από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Τα λιμάνια της Χάιφα και του Πειραιά αποτελούν, δε, κρίσιμα τμήματα αυτής της οικονομικής αλυσίδας.
Το ιδιαίτερο ωστόσο χαρακτηριστικό των νέων κινεζικών δρόμων του μεταξιού είναι ότι αυτοί αναπτύσσονται κατά κύριο λόγο μέσω χερσαίων και σιδηροδρομικών διαδρομών από το Ιράν στην Τουρκία και από τη Ρωσία στην Ευρώπη, προκειμένου να προστατευθούν σε περίπτωση αμερικανο-κινεζικής σύγκρουσης από την αμερικανική ναυτική κυριαρχία σε όλες τις θαλάσσιες ζώνες που διατρέχουν τον ομφάλιο λώρο της ευρω-κινεζικής οικονομικής
αλληλεξάρτησης από την Ανατολική Μεσόγειο και την Ερυθρά Θάλασσα έως τον Ινδικό Ωκεανό. Η εξομάλυνση των ιρανο-σαουδαραβικών σχέσεων θα διευκολύνει την υλοποίηση αυτής της θεμελιώδους προτεραιότητας της κινεζικής εμπορικής γεωπολιτικής, ενώ θα μειώσει ουσιωδώς το πολιτικό ρίσκο των εξαγωγών υδρογονανθράκων από τον Περσικό Κόλπο.
Η Κίνα γνωρίζει ότι ακόμη δεν διαθέτει ούτε τις υποδομές ούτε τα μέσα για να ανταγωνιστεί είτε μόνη της είτε σε συμμαχία με τη Ρωσία και το Ιράν την περιφερειακή στρατιωτική κυριαρχία των ΗΠΑ. Αυτό ωστόσο ουδέποτε συνεπαγόταν ότι δεν θα αξιοποιούσε την αυξημένη οικονομική της επιρροή για να σπάσει το μονοπώλιο της διπλωματικής επιρροής που απολάμβαναν οι ΗΠΑ έναντι των μελών του ΟΣΚ (Οργανισμού Συνεργασίας του Κόλπου). Αυτό το σπάσιμο
του μονοπωλίου ήταν προφανώς επωφελές για το Ιράν, αλλά αυτό που πρέπει να υπογραμμισθεί είναι ότι είναι επίσης –αλλά όχι εξίσου– επωφελές και για το ΒΣΑ που ακολουθεί μετά το 2003 και εμφαντικά μετά το 2015 μια στρατηγική γεωστρατηγικής αυτονόμησης και αποστασιοποίησης έναντι των ΗΠΑ.
Αυτή η στρατηγική έχει τις ρίζες της στην 11η Σεπτεμβρίου και τις ατυχέστατες αμερικανικές επεμβάσεις στο Ιράκ και το Αφγανιστάν που κατέληξαν σε φιάσκο και διεύρυναν τις δυνατότητες επέκτασης της περιφερειακής επιρροής του Ιράν. Η αυτονόμηση ωστόσο του ΒΣΑ επιταχύνθηκε καταλυτικά κατά την περίοδο 2011-2015 όταν η απρονοησία της κυβέρνησης Ομπάμα όχι μόνο φλέρταρε ανοικτά με το ενδεχόμενο ανόδου στην εξουσία των κομμάτων της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε Λιβύη, Συρία και κυρίως Αίγυπτο, αλλά προχώρησε στη συμφωνία JCPOA το 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Η JCPOA αποτέλεσε το γεωπολιτικό ανάθεμα που συστράτευσε εναντίον των Δημοκρατικών της Αμερικής το ΒΣΑ, τα ΗΑΕ και το Ισραήλ. Αποτέλεσε τη βάση της αντι-ιρανικής συσπείρωσης των τριών αυτών κρατών που οδήγησε επί της ρεπουμπλικανικής προεδρίας Τραμπ το 2020 στις Συμφωνίες του Αβραάμ, δηλαδή στην αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ από μια σειρά σημαντικών αραβικών κρατών με προεξάρχοντα τα ΗΑΕ και το Μπαχρέιν. Η αποδοχή, δε, τη συμφωνίας από το Μπαχρέιν, που θα ήταν αδύνατη χωρίς τη συναίνεση του ΒΣΑ, σηματοδότησε τη θετική προδιάθεση του Ριάντ προς το Τελ Αβίβ και την Ουάσιγκτον ότι και το ίδιο θα δεχόταν –με το κατάλληλο τίμημα– την ομαλοποίηση των σχέσεών του με το Ισραήλ παρά τη συνεχιζόμενη παλαιστινιακή «εκκρεμότητα».
Μολονότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο την αναθέρμανση της JCPOA του Ομπάμα που ο Τραμπ σκότωσε το 2016, η συστράτευση του Ιράν στο πλευρό της Ρωσίας και κατά της Ουκρανίας απέκλεισε αυτό το ενδεχόμενο. Κάτι τέτοιο λογικά θα συντηρούσε ισχυρό το κίνητρο του ΒΣΑ να συμπλεύσει με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ προς την κατεύθυνση της ένταξής του στη συμμαχία των Συμφωνιών του Αβραάμ. Το ότι το ΒΣΑ επέλεξε να επανομαλοποιήσει τις σχέσεις του με την Τεχεράνη την ώρα που το Ιράν ανακοίνωνε τον εμπλουτισμό του ουρανίου του σε επίπεδο 84% (εμπλουτισμός 90% οδηγεί σε πυρηνικά όπλα) υπογραμμίζει το χάσμα εμπιστοσύνης που επικρατεί ανάμεσα στην κυβέρνηση Μπάιντεν και το Ριάντ.
Το ρήγμα είχε άλλωστε διαφανεί μέσα στο 2022 κατόπιν της φιλορωσικής ουδετερότητας που κράτησε το ΒΣΑ αναφορικά με το ουκρανικό σε διπλωματικό επίπεδο, αλλά και της εμπέδωσης της πετρελαϊκής συμμαχίας ΒΣΑ Ρωσίας στο επίπεδο του ΟΠΕΚ+. Εντός αυτού του πλαισίου η συμφωνία με το Ιράν, που αντιπροσωπεύει κατά βάση ένα σύμφωνο μη επίθεσης και όχι επίλυσης των οποιωνδήποτε διαφορών, αποτελεί ακόμη μία ισχυρή δήλωση της γεωπολιτικής αυτονόμησης του ΒΣΑ από τις ΗΠΑ. Η συμφωνία δυσχεραίνει ουσιωδώς το ενδεχόμενο προληπτικών αμερικανο-ισραηλινών πληγμάτων κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων και αφαιρεί από την ιρανική αντιπολίτευση έναν ισχυρό παράγοντα υποστήριξης. Αυτό θα ισχύσει φυσικά στον βαθμό που και η Τεχεράνη θα απόσχει από την εργαλειοποίηση της σαουδαραβικής σιιτικής μειονότητας που αναλογεί στο 40% του πληθυσμού της κύριας πετρελαιοπαραγωγικής επαρχίας του ΒΣΑ.
Αυτή η συμφωνία δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι ο δρόμος ένταξης του ΒΣΑ στις Συμφωνίες του Αβραάμ έκλεισε οριστικά. Σημαίνει ότι το τίμημα (πώληση F-35, αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας, πυρηνικά εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής) για κάτι τέτοιο έχει ίσως καταστεί πολύ υψηλό για να καταβληθεί από την οποιαδήποτε αμερικανική κυβέρνηση. Σε ενεργειακό επίπεδο η συμφωνία επανομαλοποίησης σηματοδοτεί την απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να κλείσει μια πολύ σημαντική εστία τριβών στο εσωτερικό του ΟΠΕΚ, που θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να διευκολύνει, και με ιρανική συνδρομή, την πλήρη ένταξη της Ρωσίας στο καρτέλ των πετρελαιοεξαγωγικών κρατών.
* O δρ Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News