Αναπτυξιακή προοπτική και αγορά εργασίας με όρους αξιοπρέπειας
Είναι γεγονός ότι από την περίοδο ακόμα προ χρηματοπιστωτικής κρίσης ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων, οι πολιτικές επιβολής κατώτατων μισθολογίων, οι περαιτέρω αυξήσεις σε κλάδους και επαγγέλματα στο πλαίσιο κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων καθώς και της επεκτασιμότητας σε άλλους κλάδους, στην ουσία απομείωναν την ευελιξία των επιχειρήσεων για προσαρμογή των μισθών λαμβανομένης υπόψη της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας και των πιθανολογούμενων αρνητικών επιπτώσεων σε βασικούς μάκρο και μίκρο οικονομικούς δείκτες όπως η ανταγωνιστικότητα, οι επενδύσεις, η παραγωγικότητα, η απασχόληση κ.ά.
Πρώτιστο μέλημα των επιχειρήσεων ήταν η συγκράτηση των θέσεων απασχόλησης και η εστίαση στη βελτίωση της ανταγωνιστικής τους θέσης μέσω της ταχύτερης προσαρμογής τους στα νέα ψηφιακά δεδομένα και απαιτήσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Η πίεση από την άλλη των επιχειρήσεων να πληρώνουν μισθούς πέραν των δυνατοτήτων τους σε όρους παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας είχε προκαλέσει κλιμάκωση του δείκτη ανεργίας. Στη συνέχεια τα μνημόνια που ακολούθησαν και η σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων της ελληνικής οικονομίας οδήγησαν σε υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων και αιματηρή συμπίεση των εισοδημάτων μισθωτών και συνταξιούχων. Σήμερα, δέκα και πλέον χρόνια μετά, η ελληνική οικονομία σε περιβάλλον κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης επιδεικνύει εντυπωσιακή ανθεκτικότητα, θα κινηθεί δε με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που για τα τέλη του 2022 προβλέπονται γύρω στο 5% παρά την ευρωπαϊκή στασιμότητα που παρατηρείται και σε χώρες υψηλής εκβιομηχάνισης όπως η Γερμανία και η Γαλλία.
Η συνεισφορά τώρα του κλάδου λιανικής στις επιδόσεις της οικονομίας είναι εξίσου αξιοσημείωτη με όχημα την κατανάλωση και την αυξημένη ζήτηση του αγοραστικού κοινού τουλάχιστον με τα μέχρι τώρα στοιχεία. Βεβαίως η ευρωπαϊκή επιβράδυνση για τη χρονιά που ήδη αρχίσαμε να διανύουμε, το 2023, είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει και την ελληνική οικονομία που πάραυτα οι προβλέψεις μιλούν για επίσης θετικό πρόσημο στην ανάπτυξη μεταξύ 1,5%1,8% (τρεις φορές πάνω διαφορά από τον μέσο όρο στην Ε.Ε.). Σε αυτό το πλαίσιο έχει ανοίξει για τα καλά και η κουβέντα για αύξηση του κατώτατου μισθού που αναμένεται να φθάσει τουλάχιστον τα 751 ευρώ μεικτά δηλαδή σε προμνημονιακό επίπεδο. Ερχεται λοιπόν και δικαίως να αποκατασταθεί σήμερα, 10 περίπου χρόνια μετά, η τότε μείωση στα 586 μεικτά που επιβλήθηκε λόγω συνθηκών μέσω της πράξης Υπουργικού Συμβουλίου του 2012. Σημειωτέον ότι οι αμειβόμενοι με κατώτατο μισθό έχουν υποστεί τα τελευταία χρόνια απώλειες της τάξης του 20% της αγοραστικής τους δύναμης.
Επιπλέον, υπάρχει ο επίμονος πληθωρισμός ο οποίος έστω και ελεγχόμενος θα συνεχίσει να ταλαιπωρεί και να είναι υψηλός, προερχόμενος από ανατιμήσεις βασικών προϊόντων και του ενεργειακού κόστους, θα ροκανίζει δε το εισόδημα χαμηλόμισθων και συνταξιούχων για τα επόμενα 2-3 χρόνια.
Επιπροσθέτως, αξίζει να αναφερθεί ότι με στοιχεία της Εurostat που είδαν το φως της δημοσιότητας για το 2021, βασισμένα σε έναν νέο δείκτη, γίνεται αναφορά στο μέσο, σταθμισμένο για πλήρη εργασία ετήσιο εισόδημα από μισθωτή εργασία, όπου η Ελλάδα κατέχει την 5η θέση από το τέλος με τελευταία τη Βουλγαρία (10.000 ευρώ) και προτελευταία την Ουγγαρία (12.600 ευρώ). Ωστόσο, στα μέσα υψηλότερα ετήσια εισοδήματα είναι αυτά του Λουξεμβούργου (72.000 ευρώ), της Δανίας (63.000 ευρώ) και της Ιρλανδίας (50.000 ευρώ).
Ως εκ τούτου και στην αγορά της λιανικής, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, μία αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να είναι καλοδεχούμενη καθώς μέριμνα όλων είναι η επαναφορά συνθηκών κανονικότητας στην αγορά με ικανοποιημένους εργαζομένους που μέσω της διαδικασίας μόχλευσης θα τοποθετήσουν μέρος των αυξήσεών τους σε νέες αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και ως εκ τούτου θα συμβάλλουν στη βελτιστοποίηση λειτουργίας της εφοδιαστικής αλυσίδας. Η διασύνδεση αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας με την ομαλοποίηση της αγοράς εργασίας και την επικράτηση πνεύματος συνεργατικότητας συνιστά ικανή και αναγκαία συνθήκη για την επόμενη μέρα καθώς τυχόν αποκλίσεις είναι πιθανό να προκαλέσουν αρρυθμίες στην αγορά αλλά και να «γεννήσουν» νέους θύλακες φτωχοποίησης στην κοινωνία.
Και σε αυτό το τελευταίο θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν μπορούμε πλέον να υποστηρίζουμε ότι είμαστε υπέρ του brain gain και της επιστροφής των νέων επιστημόνων δίχως να διασφαλίζουμε όρους και προϋποθέσεις αξιοπρεπούς διαβίωσης και εργασίας, ώστε αυτοί να νιώθουν ότι υπάρχει σοβαρό κίνητρο επιστροφής, διαφορετικά η όλη υπόθεση εξελίσσεται και διεξάγεται με όρους άγονης και ανεδαφικής πολιτικής συζήτησης χωρίς πραγματική διάθεση επίλυσης του προβλήματος, δηλαδή απλά «κουβέντα να γίνεται!!».
* Ο κ. Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπληρωτής αντιπρόεδρος του ΣΕΛΠΕ, επίκουρος καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Νεάπολις στην Κύπρο, μέλος της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων (ΑΕΑ) και μέλος του Παγκόσμιου Οικονομικού Forum (WEF).
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News