Μία Ελλάδα, πέραν της Ακρόπολης
Αθήνα – «Θάλασσα, ήλιος και σεξ, με κάποιες ελληνικές κολώνες στο βάθος» ανέφερε ο Poka Yio, καλλιτεχνικός διευθυντής της μπιενάλε στην Αθήνα. Με αυτό τον τρόπο περιέγραψε τις τουριστικές εκστρατείες της ελληνικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, ενόσω ο ίδιος οδηγούσε έναν επισκέπτη σε ένα πρώην πολυκατάστημα, το οποίο συγκαταλεγόταν στις τοποθεσίες της μπιενάλε του 2021. Ένα από τα κίνητρα για την έναρξη της μπιενάλε το 2007, όπως πρόσθεσε, ήταν να αλλάξει αυτό το στερεότυπο: «Θέλαμε να βάλουμε την Αθήνα στον πολιτιστικό χάρτη της σύγχρονης τέχνης».
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η Αθήνα βρίσκεται στο διεθνές ραντάρ της τέχνης -περισσότερο για περιέργεια, παρά ως σημαντικός κόμβος. Κόντρα στην πανδημία, 40.000 επισκέπτες παρακολούθησαν τη Μπιενάλε, η οποία διεξήχθη τον Νοέμβριο. Οι διοργανωτές διευκρίνισαν ότι 10.000 ήταν από το εξωτερικό.
«Αν οι πολιτικές δυνάμεις αντιλαμβάνονταν πόσο συζητείται η Αθήνα ως σύγχρονος πολιτιστικός προορισμός, ίσως έδιναν περισσότερη προσοχή. Γιατί αυτό σημαίνει χρήματα και εικόνα» δήλωσε η Κατερίνα Γρέγου, διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, γνωστού ως ΕΜΣΤ . Αλλά η σύγχρονη τέχνη, συμπλήρωσε, είναι σχετικά νέα στην ελληνική σκηνή. «Ζούμε εδώ και πολύ καιρό κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης».
Η κυρία Γρέγου αναφερόταν στην πολιτιστική κυριαρχία της κλασικής κληρονομιάς της Ελλάδας, η οποία προσελκύει το μεγαλύτερο μέρος της κρατικής χρηματοδότησης.
«Είναι κατανοητό», παραδέχθηκε. «Όταν έχεις να διαφυλάξεις μια τόσο τεράστια πολιτιστική κληρονομιά, είναι μεγάλη ευθύνη. Και είμαστε μια μικρή χώρα με περιορισμένα οικονομικά».
Ως αποτέλεσμα, διαπίστωσε, υπάρχει πολύ μικρή υποστήριξη από την κυβέρνηση για τη σύγχρονη εικαστική τέχνη. Το κενό καλύπτεται από ιδιωτικά ιδρύματα, όπως τα ιδρύματα Δέστε, Νέων, Ωνάση και Σταύρος Νιάρχος.
Ωστόσο, οι πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα, ανεξαρτήτως της επιτυχίας τους, δεν «υποκαθιστούν την ανάγκη για μια δημόσια πολιτική» επεσήμανε η κυρία Γρέγου.
Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται ότι συμφωνεί. Τον Ιούλιο του 2019, ο Νικόλαος Γιατρομανωλάκης, απόφοιτος του Χάρβαρντ, διορίστηκε γραμματέας Σύγχρονου Πολιτισμού, προτού προαχθεί στις αρχές του 2021 στη θέση του αναπληρωτή υπουργού Πολιτισμού, αρμόδιο για τον Σύγχρονο Πολιτισμό.
Φωτ. Μaria Mavropoulou για τους The New York Times
Ένα από τα πρώτα έργα του ήταν να ανοίξει το ΕΜΣΤ. Το μουσείο, το οποίο ιδρύθηκε το 2000, λειτουργούσε νομαδικά για 15 χρόνια, προτού τελικά επιλεγεί ως μόνιμος χώρος εγκατάστασης ένα πρώην ζυθοποιείο του 1957, στο κέντρο της Αθήνας. Όμως, οι μεγάλες καθυστερήσεις στην κατασκευή και στη χρηματοδότηση δεν είχαν επιτρέψει να καταστεί λειτουργικό, παρά μόνο στις αρχές του 2020, λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας.
Στα σύγχρονα πολιτιστικά project της Ελλάδας διατίθεται επί του παρόντος περίπου το 1/4 έως το 1/3 του συνολικού προϋπολογισμού για τον πολιτισμό, ο οποίος ανέρχεται κατά μέσο όρο στα 400 εκατ. δολάρια τα τελευταία επτά χρόνια. Το υπόλοιπο διατίθεται στους χώρους κλασικής κληρονομιάς. Πρόκειται για ένα σχετικά μικρό ποσό, λαμβάνοντας υπόψη ότι κατανέμεται ανάμεσα σε έργα πολιτιστικής κληρονομιάς, εθνικά θέατρα, μουσεία και έργα σύγχρονου πολιτισμού, δήλωσε ο Γεράσιμος Γιαννόπουλος, δικηγόρος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ΕΜΣΤ.
Η Διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτη Παναγιωτάκου, τόνισε ότι η έλλειψη προσοχής στον σύγχρονο πολιτισμό αποτέλεσε την αιτία για τη δημιουργία του Ωνάσειου Πολιτιστικού Κέντρου. Αυτό το κτίριο, με τα δύο θέατρα και τους εκθεσιακούς χώρους, άνοιξε το 2011. «Ήμασταν σε οικονομική κρίση και το ελληνικό κράτος απλά δεν είχε τα μέσα».
Αλλά η επιτυχής υποστήριξη της σύγχρονης τέχνης απαιτεί περισσότερα από απλά χρήματα, πρόσθεσε. «Τελικά οι άνθρωποι που αλλάζουν τη σκηνή, είναι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες. Ο ρόλος μας είναι να τους υποστηρίξουμε, να συνεργαστούμε μαζί τους».
Η Αθήνα μπορεί να μην έχει οικονομική ισχύ, δήλωσε ο ο κ. Yio, αλλά με την εισροή μεταναστών και καλλιτεχνών, αποτελεί μια ανερχόμενη μητρόπολη, «ένα αντίβαρο στο τρίπτυχο Λονδίνο – Παρίσι – Βερολίνο». Οι Έλληνες, συμπλήρωσε, δεν είχαν ποτέ «αστική αντίληψη» της τέχνης. «Ο μοντερνισμός είχε χαθεί και τώρα προσπαθούμε να κάνουμε τεράστια άλματα».
Copyright:
2022 The New York Times
Διαβάστε επίσης:
Πώς η Βαρκελώνη έγινε «hub» για superyachts
Πώς είναι το Νταβός χωρίς το… Νταβός;
Ο τουρισμός βιώνει την απουσία των Κινέζων
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News