Η ιστορία είναι ξεκάθαρη: Ο αμερικανικός στρατός παρά είναι μεγάλος
Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους, οι ΗΠΑ ήταν μία μεγάλη χώρα με μικρό στρατό. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος άλλαξε αυτό το χαρακτηριστικό για πάντα: Οι Αμερικανοί ηγέτες αποφάσισαν ότι μία χώρα με νέες παγκόσμιες υποχρεώσεις χρειαζόταν έναν πολύ μεγαλύτερο στρατό, συμπεριλαμβανομένου ενός πυρηνικού οπλοστασίου και ενός διεθνούς δικτύου βάσεων. Ήλπιζαν ότι η στρατιωτική υπεροχή θα απέτρεπε ακόμη έναν παγκόσμιο πόλεμο, θα αποθάρρυνε εχθρούς και θα ενθάρρυνε ξένες χώρες να ακολουθήσουν τις αμερικανικές επιθυμίες.
Μέχρι σήμερα αυτή η στρατιωτική κυριαρχία δεν έχει αποδώσει τα υποσχόμενα οφέλη. Η κατάρρευση της -υπό αμερικανικής στήριξης- κυβέρνησης στο Αφγανιστάν, μετά από 20 χρόνια προσπαθειών και δισεκατομμυρίων δολαρίων, αποτελεί το πιο προσφατο παράδειγμα σ’ αυτή τη μακρά πορεία αποτυχιών.
Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν είναι πολλά περισσότερα από μια αποτυχημένη επέμβαση. Είναι ένα ξεκάθαρο δείγμα του πόσο αντιπαραγωγική είναι η στρατιωτική κυριαρχία για το συμφέρον των Αμερικανών. Η στρατιωτική ηγεμονία έφερε περισσότερες ήττες παρά νίκες και υπονόμευσε δημοκρατικές αξίες σε εσωτερικό και εξωτερικό.
Η ιστορία είναι ξεκάθαρη: Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να είχαν πάει καλύτερα μ’ έναν πιο μετριοπαθή – περιορισμένο στρατό και με πιο μετριοπαθείς – περιορισμένους στρατηγικούς στόχους. Η αμερικανική κοινή γνώμη μοιάζει να έχει μετακινηθεί προς αυτή την άποψη. Η χώρα χρειάζεται να επανεξετάσει την αξία της στρατιωτικής κυριαρχίας.
Η εξάρτηση από την στρατιωτική ισχύ έχει επανειλημμένως συνδεθεί με τις μακρινές, μεγάλες και κοστοβόρες συγκρούσεις, οι οποίες είχαν αυτοκαταστροφικές συνέπειες (Βιετνάμ, Λίβανος, Ιράκ, Αφγανιστάν). Οι Αμερικανοί ηγέτες θεωρούν ότι η στρατιωτική υπεροχή αναπληρώνει τους διπλωματικούς και πολιτικούς περιορισμούς. Όμως, παρά τις επιτυχίες στο πεδίο των μαχών, ο αμερικανικός στρατός έχει έλλειμμα στην επιτυχία των δεδηλωμένων στόχων.
Στον πόλεμο της Κορέας, η υπερτίμηση της αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης έπεισε τον πρόεδρο Χάρυ Τρούμαν να εξουσιοδοτήσει τον στρατό να διασχίσει τη Βορεια Κορέα και να προσεγγίσει να σύνορα με την Κίνα. Ήλπιζε ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες θα μπορούσαν να επανενώσουν τη διαιρεμένη κορεατική χερσόνησο. Αντ’ αυτού, η εισβολή ξεκίνησε έναν ευρύτερο πόλεμο με την Κίνα και μια αδιέξοδη σύγκρουση. Σήμερα, επτά δεκαετίες μετά την ανάπτυξη του αμερικανικού στρατού στη χερσόνησο, το κομμουνιστικό καθεστώς της Βόρειας Κορέας είναι πιο ισχυρό απο ποτέ, μ’ ένα ολοένα και μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο.
Στο Βιετνάμ, οι «καλύτεροι και λαμπρότεροι» ειδικοί γύρω από τον πρόεδρο Lyndon Johnson, υποστήριξαν ότι η αμερικανική υπεροχή ισχύος θα συνέτριβε τους αντάρτες και θα τόνωνε τις αντικομμουνιστικές άμυνες. Το ακριβώς αντίθετο έγινε. Η αμερικανική στρατιωτική κλιμάκωση ενίσχυσε τη δημοφιλία των ανταρτών, ενώ προκάλεσε μια μεγαλύτερη εξάρτηση των νοτιο-Βιετναμέζων από τις ΗΠΑ. Μετά την επίθεση του Βόρειου Βιετνάμ το 1975, οι υπό αμερικανική εκπαίδευση σύμμαχοι κατέρρευσαν, όπως έγινε και στο Αφγανιστάν την προηγούμενη εβδομάδα.
Το λάθος δεν είναι των στρατιωτών, αλλά της αποστολής. Οι στρατιωτικές δυνάμεις δεν είναι υποκατάστατο της σκληρής δουλειάς στην οικοδόμηση αντιπροσωπευτικών και αποτελεσματικών θεσμών διακυβέρνησης. Οι σταθερές κοινωνίες χρειάζονται θεμελίωση των ειρηνικών μορφών εμπορίου, εκπαίδευσης και συμμετοχής των πολιτών.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι μια μεγάλη στρατιωτική παρουσία παραμορφώνει την πολιτική εξέλιξη και οδηγεί προς τη σύγκρουση και την αστυνόμευση, όχι προς την κοινωνική ανάπτυξη. Η αμερικανική κατοχή έχει δουλέψει άριστα εκεί, όπου οι κυβερνητικοί θεσμοί ακολούθησαν της άφιξης των ξένων στρατιωτών, όπως στη Γερμανία και την Ιαπωνία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι Αμερικανοί ηγέτες έχουν εξάρτηση από τις Ένοπλες Δυνάμεις, επειδή είναι εύκολο να τις αναπτύξουν. Αυτός είναι και ο κίνδυνος της δημιουργίας μιας τόσο μεγάλης δύναμης. Ο ετήσιος προϋπολογισμός για τον αμερικανικό στρατό έχει φθάσει σε περισσότερα από 700 δισ. δολάρια. Και είναι πιο πιθανό οι ΗΠΑ να τον χρησιμοποιήσουν όλα, παρά να φτιάξουν καλύτερα «υποκατάστατα».
Αυτό σημαίνει ότι όταν οι μη στρατιωτικές εργασίες, όπως η εκπαίδευση μιας τοπικής κυβέρνησης, καθίστανται αναγκαίες, επεμβαίνει ο αμερικανικός στρατός. Άλλες υπηρεσίες δεν έχουν την ίδια ικανότητα. Οι ΗΠΑ στέλνουν στρατιώτες, όπου χρειάζονται απλοί πολίτες, επειδή οι στρατιώτες έχουν τις οικονομικές πηγές. Κι αυτό το πρόβλημα μεγαλώνει, όσο ο στρατός χρησιμοποιεί τα λόμπι για να λάβει περισσότερα χρήματα από το Κογκρέσο.
Στο εσωτερικό τις ΗΠΑ, η ανάπτυξη ένοπλων δυνάμεων σημαίνει ότι η αμερικανική κοινωνία έχει καταστεί πιο στρατιωτικοποιημένη. Τα αστυνομικά τμήματα εξοπλίζονται με υλικά από πεδία μαχών και στρατιωτικό εξοπλισμό, ένα μέρος του οποίου πλεονάζει στον στρατό. Πρώην στρατιώτες έχουν ενταχθεί σε βίαιες εξτρεμιστικές οργανώσεις, οι οποίες έχουν πολλαπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία. Λιγότερο από το 10% των Αμερικανών υπηρετούν στον στρατό, αλλά το 12% όσων κατηγορήθηκαν για την επίθεση στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου είχαν στρατιωτική εμπειρία.
Φυσικά, ο αμερικανικός στρατός είναι ένα από τα πλέον επαγγελματικά και πατριωτικά τμήματα της κοινωνίας Οι ηγέτες του διαρκώς υπερασπίζονται τον νόμο, ακόμη και εναντίον ενός προέδρου που προσπάθησε να υπονομεύσει τις εκλογές. Το πρόβλημα ξεκινάει από το πόσο μεγάλες έχουν γίνει οι στρατιωτικές οργανώσεις και πόσο συχνά κάνουν κατάχρηση.
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς σχετικά με το τι δεν μπορεί να κάνει ο στρατός. Θα πρέπει να διατεθούν πόροι σ’ άλλες οργανώσεις και υπηρεσίες, οι οποίες μπορούν πράγματι να καταστήσουν τις ΗΠΑ πιο ανθεκτικές, ασφαλείς και ευημερούσες. Θα υπάρξει όφελος από την ιπιστροφή σε μία μεγάλη χώρα μ’ έναν μικρό στρατό.
Copyright:
2021 The New York Times