Ο Καμύ, το ασφαλιστικό και οι επόμενες γενιές
Τάσος Γιαννίτσης, «Ασφαλιστικό, ανάπτυξη, μακροοικονομία» - Εκδ. Πατάκη
Τα έργα του Αλμπέρ Καμύ κατεβαίνουν συχνά από το ράφι της παγκόσμιας λογοτεχνίας για να φωτίσουν λίγο περισσότερο τη μελέτη της ανθρώπινης φύσης. Αλλά και της οικονομίας;
Η «Πανούκλα» του Γαλλοαλγερινού συγγραφέα αναβίωσε πρόσφατα μέσα από κείμενα που προσπαθούσαν να περιγράψουν και να προβληματίσουν για την ανθρώπινη συμπεριφορά απέναντι στην πανδημία του κορωνοϊού. Οι κάτοικοι του Οράν συνέχιζαν τις ζωές τους πιστεύοντας ότι δεν θα τους βρει το κακό αφού αυτοί ήταν «μοντέρνοι άνθρωποι με τηλέφωνα, αεροπλάνα και εφημερίδες». Δεν χρειάζονταν όμως να δουν εκείνοι την πανούκλα, τους είδε αυτή.
Στην Πανούκλα όμως είδε μια φράση κλειδί και ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ και πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης, το νόημα της οποίας διατρέχει το τελευταίο του βιβλίο «Ασφαλιστικό, ανάπτυξη, μακροοικονομία», με υπότιτλο «Οι κρίσιμες διασυνδέσεις». «Ισως και να μην έχει σημασία αν όσα κάνει κανείς έχουν νόημα ή όχι. Σημασία έχει να βλέπει κανείς μόνο αν αυτά αποτελούν απάντηση στις ελπίδες των ανθρώπων», είναι η φράση του Καμύ που επικαλείται ο καθηγητής και όπως σημειώνει ο ίδιος αυτό που διασφαλίζει ότι δεν θα διαψεύσει κανείς τις ελπίδες των ανθρώπων «είναι η ειλικρίνεια».
Και πράγματι η ειλικρίνεια είναι η λέξη που περιγράφει καλύτερα το βιβλίο του Τάσου Γιαννίτση, το οποίο, για να είμαστε ειλικρινείς, κάτω από τα πέπλα των οικονομικών όρων και των αναλύσεων για το ασφαλιστικό μιλάει για την ανθρώπινη φύση. Διαφωνείτε; Ήμουν βέβαιος. Δείτε όμως κάτι.
Ηδη από την εισαγωγή του βιβλίου ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει ότι το ασφαλιστικό δεν είναι μόνο μια συζήτηση περί συντάξεων αλλά πολιτικές επιλογές του παρόντος που επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και την ευημερία του μέλλοντος, δηλαδή των επόμενων γενεών. Ο συγγραφέας συνδέει τα ελλείμματα του ασφαλιστικού, που αφέθηκαν να διογκωθούν με πολιτικές αποφάσεις, με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2009 και επισημαίνει αρκετές φορές μέσα στο βιβλίο του ότι οι πολιτικές λύσεις που επιλέγονται είναι βραχύβιες και αυτό που κάνουν είναι να μετατοπίζουν το κόστος μεταξύ των γενεών και μεταξύ κυβερνητικών σχημάτων «που το καθένα περνάει το καυτό πρόβλημα στο επόμενο».
Επισημαίνει επίσης ότι τμήματα των ασφαλιστικών ελλειμμάτων από το 2000 και μετά δεν ήταν μόνο το αποτέλεσμα π.χ. της γήρανσης του πληθυσμού ή της ανεργίας αλλά «ήσαν αποτέλεσμα συνεχών πολιτικών – βασικώς πελατειακών – παρεμβάσεων στην απονομή συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων».
«Αν τα ελλείμματα του ασφαλιστικού», γράφει ο κ. Γιαννίτσης, «είχαν συγκρατηθεί στο 5% – 6% του ΑΕΠ, όσο δηλαδή και στα χρόνια 2000-07, ο προϋπολογισμός από το 2014 και μετά θα είχε πρωτογενές πλεόνασμα, δεν θα υπήρχε καν σοβαρό θέμα εξυπηρέτησης του χρέους». Αντί όμως να δημιουργούνται πολιτικές απασχόλησης, ακόμα και μέσα στην κρίση, η ελληνική πολιτεία παρήγαγε περισσότερους συνταξιούχους απ’ όσους μπορούσε να αντέξει.
Δυστυχώς, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, στην Ελλάδα και αλλού έχουμε μια «τυπική καταγραφή συλλογικής άρνησης» τόσο στην κατανόηση των κινδύνων όσο και στην αντιμετώπιση τους πριν φτάσει, όπως λέμε, ο κόμπος στο χτένι. Όπως και να το δει κανείς «οι γενιές της μεταπολίτευσης επέβαλαν το κόστος μιας δανεικής ευημερίας τους στις επόμενες γενιές». Αν αυτό δεν ζήτημα ανθρώπινης φύσης, τι είναι;
Στόχος του συγγραφέα είναι να καταδείξει τους μηχανισμούς με τους οποίους το ασφαλιστικό καθηλώνει την ανάπτυξη της χώρας αλλά και ότι η δεκαετία 2020 – 2030 είναι η τελευταία ευκαιρία που έχει η Ελλάδα να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος. Το ερώτημα, γράφει ο κ. Γιαννίτσης, δεν είναι αν υπάρχουν προτάσεις για λύσεις αλλά βούληση για να δοθούν απαντήσεις. Διαφορετικά, η χώρα θα μπει σε ένα οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό τέλμα διαρκείας, ενώ στο παρασκήνιο θα διεξάγεται ένας «πόλεμος γενεών».
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News