Ο θρύλος του Γιάννη
Είκοσι (και βάλε) χρόνια πίσω, στην πλατεία έβλεπες μια θάλασσα από παιδιά κάθε ηλικίας. Νήπια -υπό το άγρυπνο βλέμμα των μαμάδων- να παίζουν με τις αερόμπαλες. Τα πιο ξεπεταγμένα, αμπάριζα και αγαλματάκια ακούνητα. Οι έφηβοι αλώνιζαν, με φόρα από τα σκαλοπάτια, πάνω σε πατίνια και ποδήλατα. Ανάμεσα τους ξεχώριζε μόνος του, πάντα, ο Γιάννης με τα αυτοκινητάκια του.
Πάνω – κάτω, πάνω – κάτω. Διέσχιζε την πλατεία με το μικροσκοπικό, τηλεκατευθυνόμενο όχημα του, προσπερνώντας όλα τα εμπόδια και προσέχοντας να μην χτυπήσει κάποιον πεζό.
Ένας ενήλικας ανάμεσα σε τόσα παιδιά. Εικόνα που θα έσπερνε -τουλάχιστον- ανησυχία, σήμερα.
Με το λαδί μπουφάν του, καθαρό αλλά φθαρμένο, ψηλός, γύρω στα 25, με πλούσια μαλλιά, σταρένια επιδερμίδα και μεγάλα καστανά μάτια. Έφτανε από το σπίτι του μέχρι την πλατεία, δυο και τρεις φορές μέσα στην ίδια μέρα, «οδηγώντας». Και έτσι ακριβώς έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής. Εικόνα γνώριμη, της καθημερινότητας σα να λέμε.
Δεν επαιτούσε, ουτε πεινούσε, μήτε άστεγος ήταν, όπως κάποιοι έχουν ισχυριστεί. Δεν δεχόταν ελεημοσύνη. Ζητούσε, μόνο, άδεια πακέτα από τσιγάρα. Με αυτά «έφτιαχνε» τα αυτοκίνητά του. Τους άλλαζε σχήμα, ακόμη και μέγεθος, προσθέτοντας τους -με χειρουργική ακρίβεια- κομμάτια χαρτιού κι έπειτα τα έβαφε σε χρώματα βασικά και ζωντανά.
«Σου φύλαξα αυτά τα πακέτα. Πάρε κι 150 δραχμές, να πιεις έναν καφέ, κέρασμα» του έλεγε η μητέρα μου, όποτε περνούσε την πόρτα του μαγαζιού της. «Ευχαριστώ, αλλά θα πάρω μπογιές για να βάψω τα αυτοκίνητα» της απαντούσε εκείνος. Δεχόταν μόνο ό, τι του ήταν χρήσιμο. Μπαταρίες, κουτιά από τσιγάρα και χρήματα για τα «εργαλεία». Γνώριζε πως οι μπαταρίες στοίχιζαν, γι’ αυτό και η χαρά του ήταν μεγαλύτερη, όταν κάποιος του τις προσέφερε. Δεν ήταν εκδηλωτικός, αλλά καταλάβαινες πως είχε ενθουσιαστεί από ένα ελαφρό αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλά του.
Τον κοίταζα, τον περιεργαζόμουν και κατά βάθος τον θαύμαζα με το παιδικό μυαλό μου. Ένας ενήλικας που δεν ντρεπόταν να παίξει με τα δικά του παιχνίδια. «Ένας άνδρας που είχε διασώσει την παιδικότητα του», σκεφτόμουν.
Η αλήθεια όμως ήταν διαφορετική. Τότε, ακουγόταν πως «είχε κάποιο “πρόβλημα”, “κουσούρι”». Στις μέρες μας το προβλημα του θα είχε όνομα, «κατάθλιψη» . Μεγάλωσε, όπως όλα τα παιδιά. Μάλιστα, οι ιστορίες έλεγαν πως επρόκειτο για άριστο και επιμελή μαθητή. Ένα ευγενικό παιδί, που είχε την ατυχία να χάσει τη μητέρα του πρόωρα. Αυτό -φαίνεται- του στοίχισε, σε βαθμό να μην ακολουθησει τον πατέρα του σε άλλη πόλη.
Ήταν τόσο χαρακτηριστική, φιλήσυχη και μοναχική φιγούρα, ο Γιάννης. Δεν τον θυμάμαι ποτέ να χαρίζει κάποιο από τα αυτοκινητάκια του. Ωστόσο, έχω χαραγμένη στη μνήμη μου τη φωνή του, να περιγράφει λεπτομερώς πώς η μπαταρια τροφοδοτούσε τα αμάξια. Τίποτε άλλο δεν άξιζε για να βγάλει λέξεις από το στόμα του. Αν τον πλησίαζες, απομακρυνόταν. Εκτός και αν περπατώντας προς το μέρος του, του απηύθυνες μια ερώτηση, για τί αλλο… για τα αυτοκίνητα του.
Ο Γιάννης ζούσε και κινούταν ανάμεσα μας, σαν ένας ζωντανός θρύλος. Δεν απειλούσε και κυρίως δεν κινδύνευε ο ίδιος από εμάς. Ούτε παιδιά, ούτε και ενήλικες τον κορόιδευαν, τον τρόμαζαν ή γελούσαν εις βάρος του. Τον σεβόμασταν όλοι, όπως αξίζει σε κάθε άνθρωπο.
Έχουμε φτάσει αισίως στα 1998. Ο Γιάννης, άθελά του, γίνεται έμπνευση για ένα τραγούδι, που έμελλε να τον καθιερώσει ως «αδιάφορο».
«Όταν κάτι παράξενο με πιάνει
δεν ‘ναι τυχαίο που συναντάω πάντα τον Γιάννη
κι απ’ της ζωής μου τα ψηλά με ξελαφρώνει
δώσ’ του θεέ μου να κρατάει για πάντα το τιμόνι»
Από άκρη σε άκρη της χώρας, στις low bap κοινότητες, αναρωτιόντουσαν ποιος ήταν ο Γιάννης, αν ήταν υπαρκτό πρόσωπο ή αποκύημα φαντασίας των Active Member. Οι φήμες φούντωναν. Ένας άστεγος, ένας ζητιάνος, ένας ναρκομανής, ο τρελός. Τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν ο Γιάννης, παρά ένας καλοκάγαθος γίγαντας.
«Ο καλοκάγαθος γίγαντας που αγαπούσε τα αυτοκινητάκια», πόσο όμορφος τίτλος για παραμύθι. Ιδανικός για έναν θρυλικό τύπο σαν τον Γιάννη της πλατείας, των παιδικών μας χρόνων.
Τα χρόνια πέρασαν κι άλλο… Μέχρι που μια μέρα ο Γιάννης δεν εμφανίστηκε, ούτε στην Ηρώων, ούτε στους πεζόδρομους κι ούτε στη γύρα για πακέτα βγήκε. Το ίδιο και την επόμενη. Και τη μεθεπόμενη. Πολλά ακούστηκαν τότε. Κάποιοι είπαν «θα πέθανε». Άλλοι πως σκοτώθηκε. Κρατώ -από την πρώτη στιγμή- την εκδοχή που μου άρεσε περισσότερο, πως «τον έπεισε ο πατερας του να πάει να ζήσει μαζί του».
Σήμερα, κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται ο Γιάννης, αν συνεχίζει ή όχι να οδηγεί τα αυτοκινητάκια του. Οι νεότεροι ακούν ιστορίες γι’ αυτον και η εικόνα του αρχίζει να ξεθωριάζει στη μνήμη των μεγαλύτερων.
Ο Γιάννης είναι ένας θρύλος πια, αλλά αυτό δεν αναιρεί ότι κάποτε υπήρξε στις ζωές μας. Από το δυτικότερο άκρο του Πειραιά, ξεκινούσε τις βόλτες με τα χρωματιστά, αυτοσχέδια οχήματά του, δείχνοντας σ’ εμάς -τα παιδιά που τον περιτριγυρίζαμε- τον κόσμο της διαφορετικότητας. Μίας διαφορετικότητας που δεν σηκώνει αδιαφορία, γιατί «αν συναντήσεις έναν τύπο που αλλιώτικος σου μοιάζει, μίλα του μπορεί λίγο ζωή να σε κεράσει».
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News