Πώς θα χρηματοδοτηθούν τα 500 δισ. για τη μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές άνθρακα
Ευκαιρίες, κίνδυνους και έξι καίριες δράσεις καταγράφει η μελέτη Net Zero Greece της McKinsey
Με τη σωστή προετοιμασία και αποφασιστικές ενέργειες η Ελλάδα μπορεί να πετύχει το στόχο μείωσης εκπομπών άνθρακα κατά 55% μέχρι το 2030, εστιάζοντας στις πιο οικονομικά ελκυστικές και ώριμες τεχνολογίες, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και τα ηλεκτρικά οχήματα, και επενδύοντας σε πιο καινοτόμες τεχνολογίες για να προετοιμαστεί η περαιτέρω μείωση μέχρι το 2050. Ωστόσο θα χρειαστούν επενδύσεις της τάξης των 500 δισ. ευρώ έως το 2050 αλλά και τομές στο παραγωγικό μοντέλο και τις καταναλωτικές συνήθειες, εξηγεί μιλώντας στην «Κ» και το «MR» ο Γιώργος Τσόπελας, Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος της McKinsey & Company στην Ελλάδα.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από την μελέτη Net Zero Greece της McKinsey, ένα έργο που έχει σαν στόχο την ανάλυση εναλλακτικών σεναρίων απανθρακοποίησης της χώρας αλλά και την εκτίμηση των κινδύνων και ευκαιριών που αυτή θα φέρει στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Για να πετύχει το στόχο της η Ελλάδα, δηλαδή μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050, πρέπει να μειώσει τις εκπομπές της κατά 85 μεγατόνους διοξειδίου του άνθρακα (MtCO2e: εκατομμύρια μετρικοί τόνοι ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα). Υπενθυμίζεται πως στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού, η Ελλάδα έχει δεσμευθεί, αρχικά, να μειώσει τις εκπομπές κατά 55% έως το 2030 σε σχέση με το 1990 και να επιτύχει ουδετερότητα έως το 2050.
Η μείωση των εκπομπών μπορεί να επιτευχθεί σε κάθε κλάδο με διαφορετικό ρυθμό και δράσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη δυναμική και επιφέροντας σημαντικές αλλαγές, λέει η McKinsey. Η αβεβαιότητα όμως είναι μεγάλη, και θα είναι κρίσιμο να γίνουν στρατηγικές επενδύσεις σε νεότερες τεχνολογίες, όπως η δέσμευση, χρήση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS), το πράσινο υδρογόνο και τα βιοκαύσιμα. Παράλληλα, η διαχείριση της ζήτησης μέσω αλλαγών στις καταναλωτικές συμπεριφορές είναι ζωτικής σημασίας.
«Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε μια κατάσταση μηδενικών ρύπων θα επιφέρει αλλαγή και στο οικονομικό μοντέλο της χώρας προς υψηλές επενδύσεις στην αρχή, με μειωμένο λειτουργικό κόστος στη συνέχεια. Κεφάλαια της τάξης των 500 δισ. ευρώ ή 16,6 δισ. ετησίως, θα πρέπει να επενδυθούν έως το 2050: περιλαμβάνουν 425 δισ. (ή κατά μέσο όρο 14 δισ. ετησίως), τα οποία θα επενδύονταν σε υφιστάμενες τεχνολογίες και 75 δισ. (ή κατά μέσο όρο 2,5 δισ. ετησίως) -περίπου το 1% του ΑΕΠ της Ελλάδας- πρόσθετων επενδύσεων σε πράσινες τεχνολογίες», εκτιμά ο Γιώργος Τσόπελας. Υπολογίζεται όμως πως ένα μεγάλο ποσοστό των πρόσθετων επενδύσεων θα αποσβεστεί μέχρι το 2050 λόγω της μείωσης του λειτουργικού κόστους ενώ τα υπόλοιπα 15 έως 20 χρόνια μετά το 2050. Ωστόσο, επισημαίνεται, πως το πρώτο διάστημα οπότε απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις χωρίς να υπάρχουν πάντα γρήγορα οικονομικά οφέλη, είναι σημαντικό να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την χρηματοδότηση και διευκόλυνση αυτών των επενδύσεων.
Έξι δράσεις και τεχνολογίες μπορούν να επιτύχουν το 80% της μείωσης των εκπομπών: Καταρχήν, η ηλεκτροδότηση της οικονομίας, δεύτερον, η διείσδυση της ηλεκτροκίνησης, τρίτον, το υδρογόνο (αρχικά «μπλε» και σταδιακά «πράσινο», δλδ την πλέον καθαρή μορφή), τέταρτον, η προσαρμογή της χρήσης γης και των δασικών δραστηριοτήτων, πέμπτον, η ενεργειακή απόδοση κτιρίων και άλλων δραστηριοτήτων και τέλος, έκτον, η δέσμευση, χρήση και αποθήκευση άνθρακα.
H Ελλάδα έχει μια μεγάλη ευκαιρία να αποκομίσει οφέλη από τη μετάβαση και τις επενδύσεις που απαιτούνται εκμεταλλευόμενη ευκαιρίες ανάπτυξης σε κλάδους που σχετίζονται με τις αλυσίδες εφοδιασμού των νέων τεχνολογιών όπως η παραγωγή πράσινου υδρογόνου, η ηλεκτροκίνηση και τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, υπογραμμίζουν από την McKinsey.
Ο τομέας του ηλεκτρισμού θα διαδραματίσει κομβικό ρόλο στη μετάβαση. «Στα πλαίσια της απανθρακοποίησης, βλέπουμε ένα κλάδου ηλεκτρισμού πολύ διαφορετικό από το σημερινό, με δυναμικό και ευμετάβλητο χαρακτήρα, που εκμεταλλεύεται τις ευνοϊκές συνθήκες παραγωγής ανανεώσιμων πηγών και μπορεί να επιτρέψει στην χώρα να καλύψει τη διαφορά κόστους ηλεκτρικής ενέργειας με την υπόλοιπη Ευρώπη», προσθέτει ο Λευτέρης Χαραλάμπους, Partner της McKinsey στην Ελλάδα.
Αλλά, όπως γίνεται πλέον ευρέως αντιληπτό με τις τρέχουσες εξελίξεις των τιμών στην διεθνή αγορά ενέργειας, η μετάβαση συνοδεύεται και από αβεβαιότητα, για παράδειγμα στο κόστος και στη διαθεσιμότητα υλικών, που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με διαρθρωτικές πρωτοβουλίες όπως μεγαλύτερα και διαφοροποιημένα αποθέματα, δικλίδες ασφαλείας στα συστήματα αλλά και αλλαγές στη δομή και τρόπο λειτουργίας των αγορών, σημειώνει ο Λουκάς Ζιώμας, Partner της McKinsey στη Μέση Ανατολή.
Για την ομαλή μετάβαση στην νέα κατάσταση, απαιτείται συντονισμένη κινητοποίηση τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα και κίνητρα για παρεμβάσεις και επενδύσεις όπως και μια εκστρατεία ενημέρωσης της κοινής γνώμης για την κλιματική αλλαγή.
Η McKinsey τονίζει πως «η ενεργειακή μετάβαση και η επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων θα φέρει μια νέα πραγματικότητα στην Ελλάδα επηρεάζοντας την υγεία, την ποιότητα της καθημερινότητας μας καθώς και την οικονομική και κοινωνική ζωή μας». Είναι χαρακτηριστικό πως το Net Zero Greece προβλέπει ότι η ενεργειακή μετάβαση θα αυξήσει το ΑΕΠ και θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.
moneyreview.gr
Διαβάστε επίσης:
NY Times: Η πράσινη μετάβαση αλλάζει την οικονομική μοίρα της Ελλάδας
Πιερρακάκης: Έρχονται και άλλες επενδύσεις σε «πράσινες» υποδομές
Κ. Σκρέκας: Γιατί είναι η αναγκαία η απολιγνιτοποίηση
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News